Υπουργός Άμυνας: «Ναι» στη διπλωματία, αλλά «ναι» και στην παράλληλη προσπάθεια να γινόμαστε στρατιωτικά δυνατότεροι

Ο Υπουργός Εθνικής Αμύνης κ. Νικόλαος Παναγιωτόπουλος συμμετείχε σήμερα, Τετάρτη 16 Σεπτεμβρίου, στην «24η Συνάντηση Στρογγυλής Τραπέζης με την ελληνική κυβέρνηση» που διοργανώνει ο “Economist”.

Ο κ. Παναγιωτόπουλος μετείχε στον κύκλο συζήτησης «Προκλήσεις ασφαλείας: Μειώνοντας τις εντάσεις – Μεταναστευτικές ροές, επιδημίες, γεωπολιτική αβεβαιότητα: πώς επηρεάζουν την Ασφάλεια». Παρενέβησαν επίσης, ο Κύπριος Υπουργός Αμύνης κ. Χαράλαμπος Πετρίδης και ο Πρέσβης των ΗΠΑ στην Ελλάδα κ. Τζέφρυ Πάιατ (Geoffrey Pyatt).

Η ομιλία που απηύθυνε ο Υπουργός Εθνικής Αμύνης είναι η ακόλουθη:

Είναι μεγάλη τιμή για μένα να συμμετέχω στη σημερινή συζήτηση που διοργανώνει ο “Economist” στο πλαίσιο του συνεδρίου και να μπορώ να μοιραστώ τις σκέψεις μου με τον αγαπητό συνάδελφο Υπουργό Άμυνας της Κυπριακής Δημοκρατίας κ. Χαράλαμπο Πετρίδη, τον φίλο Πρέσβη των Ηνωμένων Πολιτειών κ. Τζέφρυ Πάιατ, με τον οποίο είχα τη δυνατότητα να συνεργαστούμε πολύ στενά για να αναπτύξουμε ακόμη περισσότερο την ήδη στενή αμυντική σχέση Ελλάδος – ΗΠΑ, με ορατά αποτελέσματα εδώ και αρκετό καιρό. Αποτελέσματα που νομίζω θα αποδεικνύονται και διαφαίνονται όσο περνά περισσότερο ο καιρός. Είναι τιμή μου η παρουσία των διακεκριμένων συμμετεχόντων στο συνέδριο.

Η σύνδεση των θεμάτων με τις τρέχουσες γεωπολιτικές εξελίξεις και η πρωτοτυπία των δραστηριοτήτων που περιλαμβάνει, σε συνδυασμό με τις προκλήσεις ασφαλείας που αντιμετωπίζει η χώρα καθιστούν τη φετινή διοργάνωση σημείο αναφοράς, για την εξαγωγή χρήσιμων συμπερασμάτων και την ανάδειξη πρωτίστως του σημαντικού ρόλου που διαδραματίζει η Ελλάδα, τόσο στην περιοχή των Βαλκανίων και της Μεσογείου, όσο και ευρύτερα ως μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ.

Πέρυσι τέτοια εποχή έκανα λόγο για «προκλήσεις ασφαλείας». Φέτος μπορώ να κάνω λόγο για «απειλές ασφαλείας», που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο έχουν ήδη εκδηλωθεί και επιβάλλουν βέβαια από πλευρά μας να αντιδράσουμε για να τις αντιμετωπίσουμε.

Σχετικά με το θέμα μας, «Μεταναστευτικές ροές, Πανδημία. Γεωπολιτική αβεβαιότητα», το ερώτημα είναι πώς επηρεάζουν την ασφάλεια. Κάνω αντιστροφή λέγοντας: Πώς δεν θα μπορούσαν να επηρεάσουν το περιβάλλον ασφαλείας; Είναι αδύνατον να αφήνουν ανεπηρέαστο το περιβάλλον ασφαλείας.

Για πρώτη φορά μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, η ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου αποτελεί ξανά την πηγή ενός μεγάλου φάσματος προκλήσεων και κινδύνων ασφαλείας, ιδίως η Ανατολική Μεσόγειος. Περιφερειακές συγκρούσεις, έξαρση της διεθνούς τρομοκρατίας, έξαρση και τόνωση επιθετικού ισλαμικού φονταμενταλισμού και ένα πλήθος άλλων απειλών, μερικές από τις οποίες έχουν υβριδικά και ασύμμετρα χαρακτηριστικά. Τα μέτωπα στη Συρία και τη Λιβύη, οι προσφυγικές και μεταναστευτικές ροές, η απειλή της διεθνούς τρομοκρατίας και ο διευρυνόμενος εξτρεμισμός, δημιουργούν ένα εκρηκτικό μείγμα προκλήσεων και απειλών για την Ελλάδα που ευρίσκεται πλησίον των εστιών αυτών, των περιοχών της αστάθειας.

Δυστυχώς, αρνητικό ρόλο στη διαμορφωθείσα κατάσταση διαδραματίζει η Τουρκία. Όπου υπάρχει εστία έντασης, η Τουρκία είναι κάπου κοντά, στη Συρία, την Λιβύη, την Ανατολική Μεσόγειο, ανοικτά της Κύπρου.

Με την επιθετική και εκτός πλαισίου Διεθνούς Δικαίου συμπεριφορά της, η Τουρκία εγείρει ανυπόστατες διεκδικήσεις σε βάρος, τόσο των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας, όσο και της Κύπρου (δύο χωρών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ενός συμμάχου στο ΝΑΤΟ), αλλά ενδεχομένως μελλοντικά κι άλλων κρατών της περιοχής. Ταυτοχρόνως, προωθεί μία διαρκώς εντεινόμενη επεκτατική – αναθεωρητική πολιτική, η οποία θέτει σε άμεσο κίνδυνο την ασφάλεια και την αρμονική συνύπαρξη των χωρών της Μεσογείου, διατηρώντας την ένταση πάντα σε αρκετά υψηλά επίπεδα, αμφισβητώντας τα εξωτερικά σύνορα της Ε.Ε., δημιουργώντας ακόμη και εσωτερική ένταση στους κόλπους του ΝΑΤΟ.

Παράλληλα εκμεταλλεύεται -ή προσπάθησε να εκμεταλλευτεί- τις μεταναστευτικές ροές, επιδιώκοντας να προωθήσει τα γεωπολιτικά της συμφέροντα, «εργαλειοποιώντας» και χρησιμοποιώντας τους πρόσφυγες και μετανάστες ως μοχλό πίεσης απέναντι στην Ε.Ε. για την αποκόμιση κυρίως οικονομικού κέρδους, αλλά και ως μοχλό αποσταθεροποίησης της Ελλάδας. Ξέρουμε όλοι το παράδειγμα των γεγονότων του περασμένου Μαρτίου στην περιοχή του Έβρου.

Είχαμε να αντιμετωπίσουμε μια κατάσταση που διεξαγόταν με όρους «οργανωμένης απόπειρας εισβολής και παραβίασης των ευρωπαϊκών και των ελληνικών συνόρων». Αναγκαστήκαμε να την αντιμετωπίσουμε με μέγιστη αποφασιστικότητα -δεν είχαμε άλλη επιλογή- και με γνώμονα την προστασία των συνόρων μας και των ευρωπαϊκών συνόρων.

Σχετικώς με το στέλεχος κορωνοϊού “Covid-19”, η πανδημία επαναπροσδιόρισε την έννοια των «απειλών ασφαλείας». Μια απειλή αυτού του μεγέθους και υγειονομικής φύσεως, μια απειλή η οποία μπορεί να καταστήσει ανενεργό ένα αεροπλανοφόρο, δεν μπορεί παρά να έχει άμεσες συνέπειες και στο περιβάλλον ασφάλειας.

Η διεθνής κοινότητα αναγκάστηκε να αναθεωρήσει τις προβλέψεις της σχετικά με το τι συνιστά πλέον απειλή σε εθνικό και παγκόσμιο επίπεδο εξαιτίας της πανδημίας. Όμως οι σύμμαχοι, τα κράτη – μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι εταίροι στο ΝΑΤΟ, ήρθαμε πιο κοντά. Μάθαμε ο ένας από την εμπειρία του άλλου, προσπαθήσαμε να αναλύσουμε αυτά τα μαθήματα από την αντιμετώπιση της πανδημίας, ώστε να αντιμετωπίσουμε την εξελισσόμενη επόμενη φάση.

Ως Ελλάδα συνδράμαμε ασφαλώς στη γενικότερη προσπάθεια, να ανταπεξέλθει το σύστημα Υγείας στη μεγάλη αυτή πρόκληση και πίεση. Είχαμε ως άμεση προτεραιότητα να προστατεύσουμε το προσωπικό των Ενόπλων Δυνάμεων. Θέλαμε -όπως και κάθε χώρα άλλωστε- να κρατήσουμε λειτουργικές τις Ένοπλες Δυνάμεις, να μην κλονιστεί η λειτουργικότητά τους από την πανδημία. Νομίζω ότι το πετύχαμε σε πάρα πολύ ικανοποιητικό ποσοστό, διότι απλούστατα πήραμε επαρκή μέτρα εγκαίρως ώστε να μην επηρεαστεί η συνολική λειτουργία των Ενόπλων Δυνάμεων.

Δίκην επιλόγου, η Ελλάδα αναπτύσσει πρωτοβουλίες στην ευρύτερη περιοχή με γνώμονα την προώθηση της ασφάλειας, της σταθερότητας και της συνεργασίας, Πιστεύουμε ακράδαντα ότι ο σεβασμός του Διεθνούς Δικαίου και των αρχών της καλής γειτονίας είναι απαραίτητη προϋπόθεση στις σχέσεις μεταξύ των χωρών της ευρύτερης περιοχής μας. Δυστυχώς, η συμπεριφορά της γείτονος δεν ανταποκρίνεται σε αυτές τις Αρχές και επομένως έχει αποσταθεροποιητικό χαρακτήρα. Δημιουργούνται κίνδυνοι και πρέπει να τους αντιμετωπίσουμε.

Ο τρόπος να αντιμετωπίσουμε αυτούς τους κινδύνους, έχει δύο άξονες:

  • Εντατικοποίηση της διπλωματικής προσπάθειας (η οποία είναι ήδη αρκετά έντονη) με την Αμυντική διπλωματία, δηλαδή την ενεργοποίηση των σχέσεων με τους Συμμάχους, περισσότερο σε αμυντικό επίπεδο. να λαμβάνει ακόμα σημαντικότερο ρόλο.
  • Ενίσχυση των Ενόπλων Δυνάμεων, απλά να προσπαθούμε να γινόμαστε δυνατότεροι. Αυτό σημαίνει μία πλέον εντατικοποιημένη, στοχευμένη, έξυπνη και προτεραιοποιημένη προσπάθεια να ενισχύσουμε τις δυνατότητες και των τριών κλάδων των Ενόπλων Δυνάμεων, ώστε να μεγιστοποιήσουμε την αποτρεπτική ισχύ τους.

«Ναι» στη διπλωματία, αλλά «ναι» και στην παράλληλη προσπάθεια να γινόμαστε στρατιωτικά δυνατότεροι. Πρακτικά αυτοί είναι οι δύο άξονες με τους οποίους ανταποκρινόμαστε σε όλες τις προκλήσεις ασφαλείας στην περιοχή μας και ευρύτερα».

Στο τέλος του κύκλου συζητήσεως ο κ. Παναγιωτόπουλος απάντησε στην ακόλουθη ερώτηση:

ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ:Το ερώτημα είχε να κάνει με την σοβαρή δέσμευση που έχουν αναλάβει οι Ηνωμένες Πολιτείες, με τη μορφή επενδύσεων κυρίως στο στρατιωτικό τομέα. Ήθελα να σας ρωτήσω και για τις ελληνικές επενδύσεις στον τομέα της Άμυνας. Είχαμε την πρόσφατη ανακοίνωση για την ενίσχυση των Πολεμικού Ναυτικού και της Αεροπορίας. Νομίζω ότι δεν είναι εύκολο ειδικά σε περιόδους οικονομικών δυσκολιών.

Σε ποιο βαθμό μπορεί να γίνει ανεκτή οικονομικά αυτή η επένδυση, καταλαβαίνω υπάρχουν κάποιες ισορροπίες που πρέπει να κρατηθούν; Είστε ικανοποιημένοι από την υποστήριξη που έχετε από το εκλογικό σώμα προκειμένου να δώσετε προτεραιότητα στις δαπάνες για την Άμυνα;

ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ: Πολύ ενδιαφέρουσα ερώτηση! Η απάντησή μου είναι ότι υπάρχουν δύο πτυχές: Αφ’ ενός είναι η πτυχή της απόκτησης οπλικών συστημάτων και η συνεχής προσπάθεια βελτίωσης των υπαρχουσών υποδομών. Αφ’ ετέρου, είναι η ανασυγκρότηση της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας.

Όσον αφορά στην πρώτη πτυχή, ο Πρωθυπουργός εξήγγειλε σειρά παρεμβάσεων για να ενισχυθούν οι δυνατότητες των Ενόπλων Δυνάμεων. Θέλω να καταστήσω σαφές ότι αυτό δεν αποτελεί μια «επιπόλαιη δαπάνη» δέκα δισεκατομμυρίων. Είναι μια σειρά υπολογισμένων με ακρίβεια, προτεραιοποιημένων και έξυπνων κινήσεων που απευθύνονται στις ανάγκες μας κατά το μείζον. Πρέπει λοιπόν να είμαστε πολύ ευφυείς, επιλεκτικοί και συγκεκριμένοι στις προτεραιότητές μας χωρίς να παρεκκλίνουμε απ’ όσα εξήγγειλε ο Πρωθυπουργός για την απόκτηση αλλά και την ανανέωση υφισταμένων συστημάτων. Αυτή είναι μια επίσης πολύ σημαντική πτυχή της συνολικής εξισώσεως. Δεν θα το πράξουμε αφειδώς αλλά με απώτατο σεβασμό προς τον Ελληνικό λαό που τελικά χρηματοδοτεί αυτά τα εξοπλιστικά προγράμματα. Αυτό συμβαδίζει με τις προγραμματικές θέσεις μας, όπως παρουσιάστηκαν στη Βουλή, την πρώτη στιγμή που ανέλαβα τα καθήκοντα του Υπουργού Εθνικής Αμύνης. Αυτά θα γίνουν σε βάθος χρόνου βήμα προς βήμα, θα λάβουμε τις κατάλληλες αποφάσεις που θα μας οδηγήσουν στο επιθυμητό αποτέλεσμα.

Η δεύτερη πτυχή αφορά στην Αμυντική Βιομηχανία. Μία χώρα όπως η Ελλάδα, η οποία διαθέτει Ένοπλες Δυνάμεις εξαιρετικής επιχειρησιακής δυνατότητας και ικανότητας οφείλει να υποστηρίζεται από μια ισχυρή, παραγωγική και διεθνώς ανταγωνιστική αμυντική βιομηχανία. Δε γίνεται αλλιώς.

Υπάρχουν αδυναμίες από το παρελθόν και ειδικά από την εποχή της οικονομικής κρίσης, με αυτά τα δεδομένα παίρνουμε μέρος σε διαπραγματεύσεις και διάλογο με εν δυνάμει στρατηγικούς εταίρους προκειμένου να υπάρξει η απαραίτητη ώθηση για την επίτευξη του στόχου. Επί παραδείγματι, είχαμε σημαντική πρόοδο για στην περίπτωση της Ελευσίνας, όπου μια επιτυχημένη εταιρεία του κλάδου έχει αναλάβει τη διοίκηση αλλά και την προοπτική των «Ναυπηγείων Ελευσίνας» ώστε να αποκτήσουν την παλιά αίγλη τους.

Επιπλέον έχουμε την υπόθεση της ΕΛΒΟ στο τελικό στάδιό της, που σύντομα θα φέρει αποτελέσματα. Αναφορικά με την ΕΑΒ από την οποία αναμένουμε πολλά, όχι μόνο για την ελληνική Πολεμική Αεροπορία, αλλά ενδεχομένως για την προοπτική να καταστεί διεθνής κόμβος αεροναυπηγικών εργασιών για την ευρύτερη περιοχή.

Τα παραπάνω συνθέτουν έναν πολύ διακριτό, στρατηγικό στόχο. Εργαζόμαστε σκληρά να τον επιτύχουμε. Δεν είναι εύκολο, χρειάζεται χρόνος και προσπάθεια, αλλά τα πράγματα θα γίνουν καλύτερα πολύ σύντομα.

ViaDiplomacy Newsroom