Β. Ιρλανδία : Η επόμενη εστία έντασης της Ευρώπης ;
Ακόμη μία πηγή έντασης ενδέχεται να αντιμετωπίσει η Ευρώπη στο άμεσο μέλλον μετά από την διαφαινόμενη δέσμευση της Ε.Ε να δεχθεί στην Ένωση τη Βόρεια Ιρλανδία, που σήμερα ανήκει στο Ηνωμένο Βασίλειο, εάν διεξαχθεί δημοψήφισμα που να ενώνει τη νήσο.
Σύμφωνα με την Ναυτεμπορική, ο πρωθυπουργός της Ιρλανδίας Έντα Κένι έχει ήδη ζητήσει από τους ηγέτες της Ε.Ε του να αναγνωρίσουν ότι η Βόρεια Ιρλανδία, όπως η Ανατολική Γερμανία το 1990, θα μπορούσε να ενταχθεί αυτόματα στην Ε.Ε. στην περίπτωση που ενωθεί με υφιστάμενο κράτος-μέλος, δηλ. τη Δημοκρατία της Ιρλανδίας μετά από ένα δημοψήφισμα που θα πρόκρινε την ανεξαρτητοποίηση της Β. Ιρλανδίας από το Ηνωμένο Βασίλειο και την ένωση με τη Δημοκρατία της Ιρλανδίας.
Ο Έντα Κένι θα ζητήσει από τους υπόλοιπους 26 ηγέτες της Ε.Ε να εγκρίνουν ένα διαπραγματευτικό σχέδιο για την αποχώρηση της Μεγάλης Βρετανίας για να επικυρώσουν πολιτικά αυτό που, σύμφωνα με Ιρλανδούς και Ευρωπαίους νομικούς, είναι το προβλεπόμενο από τη διεθνή νομοθεσία για τέτοιου είδους εδαφικές αλλαγές.
Η Συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής, που συνήφθη το 1998 μεταξύ των δύο κοινοτήτων με τη στήριξη του Βρετανικού και του Ιρλανδικού κράτους, προβλέπει ότι θα πρέπει να διενεργηθούν δημοψηφίσματα και στις δύο πλευρές των συνόρων για να εγκριθεί η ένωση της νήσου. Η σημερινή Βρετανική κυβέρνηση έχει αναγνωρίσει ότι η Βόρεια Ιρλανδία, εάν ενωθεί με τη Δημοκρατία της Ιρλανδίας, θα είναι σε θέση να επανενταχθεί στην Ε.Ε.
Σύμφωνα με πηγή κοντά στην προετοιμασία του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, «Η Ε.Ε. δεν λαμβάνει θέση για την πιθανότητα μιας ενωμένης Ιρλανδίας. Εάν προκύψει αυτό το ερώτημα, θα εναπόκειται στους λαούς της Ιρλανδίας και της Βόρειας Ιρλανδίας να αποφασίσουν, στο πλαίσιο της Συμφωνίας της Μεγάλης Παρασκευής» και συνέχισε λέγοντας ότι «μια ενωμένη Ιρλανδία θα συνεχίσει να είναι μέλος της Ε.Ε.».
Εάν τελικά διεξαχθεί ένα δημοψήφισμα για την ανεξαρτητοποίηση της Β. Ιρλανδίας από το Ηνωμένο Βασίλειο μετά την έξοδο της χώρας από την Ε.Ε και επικρατήσει η τοποθέτηση υπέρ της απόσχισης, το Μπέλφαστ και το Λονδίνο θα βρεθούν σε αρκετά δύσκολη θέση, αφού είναι βέβαιο ότι η κοινότητα των Προτεσταντών που επιθυμεί την παραμονή της Β. Ιρλανδίας στο Ηνωμένο Βασίλειο και θα αντιδράσει δυναμικά.
Σύμφωνα με την απογραφή του Βρετανικού κράτους που πραγματοποιήθηκε το 2011 στην Βόρειο Ιρλανδία, από το 1,81 εκατ. το 41,6% του πληθυσμού είναι Προτεστάντες, το 40,8% είναι Καθολικοί, οι άθεοι ή αυτοί που δεν δήλωσαν το θρήσκευμα τους φτάνουν το 16,9%, ενώ 0,8% δήλωσαν άλλες θρησκείες. Επιπλέον σύμφωνα με την ίδια έρευνα το 48% του πληθυσμού προέρχεται από Προτεσταντικές οικογένειες και 45% από Καθολικές.
Τα δεδομένα αυτά σε μια ενδεχόμενη νίκη της πρότασης για ανεξαρτητοποίησης της Β. Ιρλανδίας και της ένωσης με την Δημοκρατία της Ιρλανδίας, θα προκαλούσαν ενδεχομένως την οξύτατη αντίδραση της Προτεσταντικής κοινότητας και την πιθανή επανέναρξης της ένοπλης αντιπαράθεσης των δύο κοινοτήτων, με το Βρετανικό κράτος να αναγκάζεται να παρέμβει για μια ακόμη φορά για την αποτροπή της πλήρης ρήξης μεταξύ των Προτεσταντών και των Καθολικών της Β. Ιρλανδίας.
Η αντιπαράθεση των δύο κοινοτήτων την περίοδο 1969-1998 κόστισε συνολικά τις ζωές 3.532 ατόμων, εκ των οποίων τα 1.049 προέρχονταν από τις Βρετανικές Δυνάμεις Ασφαλείας και των Ενόπλων Δυνάμεων.
Επομένως τα αληθινά προβλήματα για το Λονδίνο μετα το Brexit δεν εντοπίζονται στις σχέσεις του Ηνωμένου Βασιλείου με την Ε.Ε ή την απόσχιση της Σκωτίας, αλλά στην Β. Ιρλανδία όπου το κλίμα και το υπόβαθρο ευνοούν μια νέα έναρξη των διακοινοτικών συγκρούσεων.