Το «πόρισμα» της εκδηλώσης του Economist για «Ελλάδα και Πιστωτές της»
Ένας ενδιαφέρον και ουσιαστικός διάλογος έγινε στην πετυχημένη εκδήλωση του Εconomist στο Athens Ledra Hotel με θέμα «Η Ελλάδα και οι πιστωτές της : Η στρατηγική, το ρίσκο, το αποτέλεσμα» , όπου οι παρευρισκόμενοι είχαν τη ευκαιρία να βγάλουν ιδιαίτερα χρήσιμα συμπεράσματα για τις διαβουλεύσεις από τις διαλέξεις των διακεκριμένων ομιλητών.
Στην εκδήλωση συμμετείχαν η Joan Hoey αναλύτρια του Economist , ο Ευκλείδης Τσακαλώτος αναπληρωτής υπουργός Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων, ο Jacques Sapir Οικονομολόγος, ο Andreas Nölke, Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής Οικονομίας, ο Henk Overbeek, Ομότιμος Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων, ο Giovanni Dosi Καθηγητής Οικονομικών και ο Νίκος Βέττας, Γενικός Διευθυντής του ΙΟΒΕ.
Η Joan Hoey Regional Editor and Senior Analyst, The Economist Intelligence Unit ανέφερε ότι «ο ΣΥΡΙΖΑ συνειδητοποιεί πλέον ότι ο πολιτικός χώρος για ‘μανούβρα’ είναι λιγότερος απ’ ό,τι προέβλεπε πριν από τις εκλογές. H Eλλάδα βρίσκεται στην κόψη του ξυραφιού και το ερώτημα είναι ‘τι έπεται στη συνέχεια’», υπογράμμισε μιλώντας μεταξύ άλλων για υψηλό ρίσκο πολιτικής κρίσης. Η ίδια επεσήμανε ότι ακολουθούν εκλογές σε χώρες όπως η Βρετανία, η Δανία, η Πορτογαλία και η Ισπανία και μίλησε για το ενδεχόμενο το 2015 να χαρακτηριστεί ως «έτος των λαϊκιστικών κομμάτων», εντοπίζοντας στις πρόσφατες ελληνικές εκλογές το «πρώτο αποδιοργανωτικό αποτέλεσμα».
Αναφερόμενη στη συμφωνία του Eurogroup της 20ης Φεβρουαρίου, μίλησε για παραχωρήσεις της ελληνικής πλευράς μπροστά στον κίνδυνο επιβολής ελέγχου κεφαλαίων. «Η γλώσσα μπορεί να έχει αλλάξει, αλλά το νόημα έχει μείνει το ίδιο», παρατήρησε ως προς τη συζήτηση γύρω από τα θεσμικά όργανα που συμμετέχουν στη διαπραγματευτική διαδικασία. Η ίδια χαρακτήρισε σημαντική παραχώρηση από την πλευρά της Ευρωζώνης την ευελιξία στον στόχο του πρωτογενούς πλεονάσματος.
Ο Ευκλείδης Τσακαλώτος, αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών για Διεθνείς Οικονομικές Σχέσεις έστειλε το μήνυμα ότι η ελληνική κυβέρνηση αξιώνει «δημοσιονομικό χώρο» από τους εταίρους της, ώστε να υλοποιήσει «ένα πρόγραμμα ριζικών μεταρρυθμίσεων». Παράλληλα τόνισε ότι «αυτήν τη στιγμή ξοδεύουμε πάρα πολύ από τον χρόνο μας στα προβλήματα της ρευστότητας και της χρηματοδότησης, γεγονός που δεν μας επιτρέπει να αντιμετωπίσουμε με δημιουργικό τρόπο τα μεσομακροπρόθεσμα ζητήματα της ελληνικής οικονομίας», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Ο κ. Τσακαλώτος έκανε λόγο για «σκληρή στάση» της ΕΚΤ εν μέσω της διαπραγμάτευσης, γεγονός που «μας βάζει ξανά σε συζήτηση γύρω από τον συμβιβασμό» της 20ης Φεβρουαρίου. «Το ευρώ κινδυνεύει αλλά όχι από την αριστερά παρά από την ίδια την αρχιτεκτονική της Ευρωζώνης και την πολιτική της λιτότητας», πρόσθεσε, σημειώνοντας ότι η ελληνική κυβέρνηση τάσσεται στρατηγικά υπέρ της Ευρώπης. Στο πλαίσιο αυτό μίλησε για την ανάγκη ενός συμβιβασμού πάνω στη βάση της συμφωνίας του Eurogroup στις 20ης Φεβρουαρίου, «με στόχο μια τελική win-win συμφωνία, ώστε να αποτραπεί το ενδεχόμενο ενός lose-lose αποτελέσματος».
Ο κ. Τσακαλώτος εξέφρασε την άποψη ότι η Ευρωζώνη «δεν είναι ένα success story», μιλώντας για υψηλά επίπεδα ανεργίας και φτώχιας, παγίδα χρέους και στασιμότητα. Όπως είπε, θα ήταν ιδιαίτερα αρνητικό να εκπέμψει η Ευρώπη το μήνυμα ότι δεν μπορεί να συνεργαστεί πάνω στη βάση των κοινωνικών αιτημάτων που αναδεικνύονται μέσα από τις δημοκρατικές διαδικασίες. Προειδοποίησε μάλιστα για τον κίνδυνο της ακροδεξιάς στην περίπτωση που ναυαγήσει η συνεργασία της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ με τους εταίρους της χώρας. Αναφερόμενος στην εξέλιξη της διαπραγμάτευσης με την Ευρωζώνη, ο αναπληρωτής υπουργός Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων διέκρινε συμφωνία στα ζητήματα διαφθοράς και φοροδιαφυγής, συμφωνία στον στόχο αλλά μεγάλη συζήτηση στα μέσα επίτευξης αναφορικά με τις ληξιπρόθεσμες οφειλές και τα «κόκκινα» δάνεια αλλά και διαφωνία σε τομείς όπως τα εργασιακά και οι ιδιωτικοποιήσεις.
«Η κυβέρνηση αυτή δεν είναι λαϊκιστική, έχει προτεραιότητες και ξέρει πώς να βγάλει τη χώρα από αυτήν την κρίση», είπε ο κ. Τσακαλώτος, ο οποίος στάθηκε στην παράμετρο της βιωσιμότητας του χρέους ως αναγκαίας για τη δημιουργία συνθηκών με στόχο τη μεσομακροπρόθεσμη επιστροφή στην ανάπτυξη.
Ο Jacques Sapir, Director of studies, École des Hautes Études en Sciences Sociales (EHESS), Paris, Head, Centre d’Étude des Modes d’Industrialisation (CEMI-EHESS) ανέφερε ότι«οι λεγόμενες ‘μνημονιακές πολιτικές’, εφαρμοσμένες όχι προς όφελος της Ελλάδας αλλά προς όφελος των πιστωτών της (όπως προσφάτως παραδέχτηκε το ΔΝΤ) προκάλεσε μια καταστροφή μαζικής κλίμακας σε ό,τι αφορά την εξέλιξη του ΑΕΠ και του κατά κεφαλήν ΑΕΠ» και εξέφρασε την άποψη ότι η ασκούμενη πολιτική των τελευταίων πέντε ετών στην Ελλάδα «έχει υποβαθμίσει την παραγωγικότητα και έχει συνδράμει την περαιτέρω υποβάθμιση της ανταγωνιστικότητας».
Παράλληλα επισήμανε ότι το ελληνικό χρέος δεν είναι βιώσιμο και πως «τα ‘κουρέματα’ που έχουν εφαρμοστεί έως σήμερα είναι πολύ περιορισμένα». Παράλληλα, υποστήριξε ότι «αν δεν επιτευχθεί μια συμφωνία για δραματική αλλαγή του Eurogroup απέναντι στην Ελλάδα, τότε η λύση του Grexit θα πρέπει να μελετηθεί ως μια βιώσιμη στρατηγική για την Ελλάδα».
Ο Andreas Nölke, Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής Οικονομίας, Goethe University Frankfurt προέβη στην εκτίμηση ότι «το τελευταίο διάστημα η Ελλάδα έχει ‘χάσει’ τη γερμανική κοινή γνώμη (καρικατούρες Ναζί, επανορθώσεις, απειλές για κύματα προσφύγων κ.ο.κ.) και η γερμανική ηγεσία θα είναι ακόμη πιο ασυμβίβαστη σε σύγκριση με τον Φεβρουάριο». Εξέφρασε την άποψη ότι το κεντρικό ζήτημα της κρίσης στην Ευρωζώνη δεν είναι τα κρατικά χρέη αλλά η απόκλιση της ανταγωνιστικότητας, «με τη Γερμανία είναι υπερ-ανταγωνιστική και απρόθυμη να αυξήσει τους μισθούς ή να παράσχει μαζικές μεταβιβάσεις».
Παράλληλα, σημείωσε ότι το ελληνικό χρέος δεν είναι βιώσιμο σε μακροπρόθεσμη βάση, ωστόσο, υπογράμμισε ότι η Ελλάδα δεν θα πρέπει να υπολογίζει σε μια ελάφρυνση τους επόμενους μήνες εξαιτίας πολιτικών αιτιών που αφορούν στις πιστώτριες χώρες. Ο Nölke θεωρεί ότι η Ελλάδα θα πρέπει να εστιάσει στη ρευστότητα, σε ένα μικρό πρωτογενές πλεόνασμα και στον περιορισμό των εμποδίων στις εξαγωγές. «Αυτά θα διατηρούσαν ανοιχτές τις επιλογές για την Ελλάδα, εντός ή εκτός της Ευρωζώνης», σημείωσε.
Ο Henk Overbeek, Ομότιμος Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων, VU University Amsterdam προέβη στην εκτίμηση για το ελληνικό πρόγραμμα προσαρμογής ότι «Το φάρμακο δεν λειτουργεί: δημιουργεί μια ανυπόφορη κατάσταση χωρίς προοπτική για την οποιαδήποτε βελτίωση υπό τους όρους της συμφωνίας ως έχουν» και τάχθηκε υπέρ μιας αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους η οποία, όπως είπε, θα δημιουργήσει «χώρο» στο προϋπολογισμό. Προέτρεψε την Ευρώπη να ανακτήσει τη «βιώσιμη και ίση ανάπτυξη» στις στάσιμες οικονομίες, μεταξύ άλλων, κεφαλαιοποιώντας μαζικά την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, μέσω ευρωπαϊκών πόρων και κρατικών επενδυτικών ταμείων.
Ο Giovanni Dosi, Professor of Economics, Director, Institute of Economics, Scuola Superiore Sant’Anna, Pisa ανέφερε ότι «οι πολιτικές λιτότητας έχουν αποτύχει παντού» και χαρακτήρισε μη βιώσιμο το χρέος της Ελλάδας αλλά και της Ισπανίας και της Πορτογαλίας. Στο πλαίσιο αυτό τάχθηκε υπέρ της μετατροπής «ενός καλού μέρους του χρέους» σε ομόλογα χωρίς λήξη. «Για την ακρίβεια, θα ήταν υγιές για ολόκληρη την Ευρώπη, αν έκανε το ίδιο», πρόσθεσε. Επίσης μίλησε για μεταρρυθμίσεις τις οποίες η ελληνική κυβέρνηση «θα πρέπει ούτως ή άλλως να εφαρμόσει, ανεξαρτήτως των ευρωπαϊκών πιέσεων», με στόχο «να κάνει τους πολίτες να πληρώνουν φόρους» και «να καταστήσει τη φορολόγηση πιο προοδευτική».
Ο Νίκος Βέττας, Γενικός Διευθυντής του ΙΟΒΕ και Καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών προέβη στην εκτίμηση ότι «Μέσα από τις δυσκολίες που μπορεί να αναδειχθούν στο αμέσως επόμενο διάστημα, μπορεί να προταθεί από ορισμένες πλευρές (λόγω υστεροβουλίας ή και άγνοιας) μία έξοδος από το ευρώ ως η καλύτερη επιλογή» σημειώνοντας ότι «από οικονομική πλευρά (ίσως και από πολιτική), μια τέτοια εξέλιξη θα έχει εξαιρετικά υψηλό κόστος για την Ελλάδα και πολύ υψηλό κόστος για την ίδια την Ευρωζώνη». Αφού παρατήρησε ότι το εξωτερικό περιβάλλον γίνεται πλέον σταδιακά πολύ ευνοϊκό (επενδυτικές πρωτοβουλίες Junker, πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης Draghi), αναφέρθηκε στα χαρακτηριστικά ενός προγράμματος το οποίο κατά τη γνώμη του μπορεί να επαναφέρει την Ελλάδα σε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης.
Μεταξύ άλλων, υπογράμμισε την ανάγκη για πραγματική απελευθέρωση των αγορών προϊόντων και υπηρεσιών, δραστική απλούστευση των διαδικασιών στη δημόσια διοίκηση, βελτίωση της ποιότητας απονομής της δικαιοσύνης, σύγκλιση του εκπαιδευτικού συστήματος τουλάχιστον στον μέσο όρο της Ευρώπης, προστασία και υποστήριξη των πραγματικά αδύναμων στην ελληνική κοινωνία και ευρωπαϊκό επενδυτικό κύμα σε βάθος τριετίας. «Βρισκόμαστε στον κρίσιμο κρίκο μιας αλυσίδας που απέτρεψε την ανεξέλεγκτη χρεοκοπία, με πολύ μεγάλο φυσικά κόστος για τους Έλληνες που το δέχτηκαν, κατανοώντας το σχετικά πολύ υψηλότερο κόστος που θα είχαν μεσοπρόθεσμα οι εναλλακτικές», ανέφερε χαρακτηριστικά, περιγράφοντας αυτήν τη φάση των εξελίξεων.