Τι πραγματικά συμβαίνει με την «Τουρκική Ένωση Ξάνθης»
Το τελευταίο διάστημα παρατηρείται μία έντονη κινητικότητα από μέρους των εγχώριων δορυφόρων της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής αναφορικά με την μη συμμόρφωση της Ελλάδος στην απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων – ΕΔΑΔ για την “Τουρκική Ένωση Ξάνθης – ΤΕΞ” και την επικείμενη απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου κατόπιν της νέας προσφυγής του παράνομου σωματείου.
Η πρωτοβουλία της ανάδειξης του συγκεκριμένου θέματος ανήκει κυρίως στην “Ομοσπονδία Τούρκων Δυτικής Θράκης”, μια ΜΚΟ όργανο του Τουρκικού ΥΠΕΞ, η οποία βρίσκει πρόθυμους γνωστούς επιλεκτικά ευαίσθητους, «παρατηρητές» ανθρωπίνων δικαιωμάτων που η εμμονή τους εναντίον της Ελλάδος, αγγίζει πλέον τα όρια της σκοπιμότητας.
Πόσοι άραγε γνωρίζουν το ιστορικό αυτής της υπόθεσης και την δικαστική της εξέλιξη; Πόσοι άραγε γνωρίζουν την θέση της Ελλάδος και πού έγκειται η εύλογη αντίδρασή της στη λειτουργία του σωματείου; Αναρωτιέμαι γιατί κανείς από όλους τους φλύαρους αναλυτές δεν εξηγεί στην κοινή γνώμη τα επιχειρήματα κάθε πλευράς και τί συνεισέφερε στην υπόθεση η δικαστική πορεία της.
Η υπόθεση ξεκίνησε το 1986 με αίτηση του τότε Νομάρχη Ξάνθης, με την οποία ζητήθηκε η δικαστική διάλυση του σωματείου με την επωνυμία «Τουρκική Ένωση Ξάνθης», λόγω του ότι η λειτουργία αυτού απέβη παράνομη και αντίθετη προς τη δημόσια τάξη. Στο άρθρο 8 του καταστατικού του εν λόγω σωματείου αναφερόταν μεταξύ άλλων, ότι “σκοπός της ιδρύσεως της Τουρκικής Ενώσεως είναι όπως εργαστεί υπέρ της πνευματικής, σωματικής και ψυχικής διαπαιδαγωγήσεως των Τούρκων της Δυτικής Θράκης, να δημιουργήσει μεταξύ αυτών ειλικρινείς δεσμούς φιλίας και αλληλεγγύης και να συμβάλει [σ.σ. προσέξτε!] εις την μεταξύ των Τούρκων της Δυτικής Θράκης διάδοση των πνευματικών, κοινωνικών και θρησκευτικών μεταρρυθμίσεων των προελθόντων εκ της Τουρκικής μεταπολιτεύσεως».
Το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν εξειδικεύονταν στο καταστατικό το περιεχόμενο των ως άνω “πνευματικών, κοινωνικών και θρησκευτικών μεταρρυθμίσεων της Τουρκικής μεταπολιτεύσεως“ για να μπορέσει το Δικαστήριο να μορφώσει πλήρη γνώση περί του αν οι μεταρρυθμίσεις αυτές, των οποίων η διάδοση και μάλιστα όχι μόνο μεταξύ των μελών του, αλλά αδιακρίτως μεταξύ των Τούρκων της Δυτικής Θράκης, αποτελεί ένα από τους σκοπούς του σωματείου, είναι σύννομα ή όχι.
Η συγκεκριμένη διατύπωση άφηνε πολλά ερωτηματικά αναφορικά με το αν συμφωνεί με τις διατάξεις και επιδιώξεις του Ελληνικού Πολιτεύματος, ενώ απροκάλυπτα έδινε στίγμα ότι ένα σωματείο, μέσα στα όρια της Ελληνικής Επικράτειας, εξυπηρετεί σκοπούς πολιτειακούς ξένου κράτους, επιθυμούσε την επικράτηση Τουρκικών ιδεωδών, που αντικειμενικά συνιστά σκοπό ευθέως αντίθετο προς τη δημόσια τάξη.
Ακόμη πιο έντονη ήταν η αντίθεση προς την δημόσια τάξη εν όψει άλλων διατάξεων του καταστατικού με τις οποίες ορίζονταν, ότι τα μέλη πρέπει «να μη έχωσι κοινωνικάς και εθνικάς πεποιθήσεις αντίθετους προς εκείνας, ας έχει το Σωματείον (έτσι απροσώπως και χωρίς ακριβή καθορισμό του περιεχομένου) και ότι «η Ένωσις έχει δύο ειδών σφραγίδας, εξ ων η μία επίσημος και η άλλη ανεπίσημος», χωρίς ιδιαίτερη μνεία της αιτίας προς τούτο.
Το Δικαστήριο ορθώς έκρινε ότι οι ημεδαποί – ομογενείς ή όχι, ομόθρησκοι ή αλλόθρησκοι, ομόγλωσσοι ή αλλόγλωσσοι, οι οποίοι απέκτησαν την Ελληνική Ιθαγένεια κατά οποιοδήποτε τρόπο (γέννηση, νομιμοποίηση, γάμος, πολιτογράφηση κλπ) ονομάζονται Έλληνες και μόνο Έλληνες, ο δε όρος «Τούρκος», ή «Τουρκικός» κλπ κατά την καθιερωμένη έννοια στην Ελληνική γλώσσα, η οποία κατά το Σύνταγμα της Ελλάδος είναι η επίσημη γλώσσα του Κράτους, δεν υποδηλώνει τον Έλληνα πολίτη, που πρεσβεύει απλώς άλλη θρησκεία από την επικρατούσα στην Ελλάδα και ομιλεί άλλη από την Ελληνική γλώσσα, αλλά κυρίως ξένο υπήκοο (Τούρκος στην ιθαγένεια).
Το Εφετείο έκρινε επιπλέον ότι η “ΤΕΞ” απέβλεπε στη διάδοση στην Ελλάδα των τουρκικών ιδεωδών, όπως τα είχε προσδιορίσει ο Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ κατά τη διακήρυξη της νεοσύστατης Δημοκρατίας στην Τουρκία. Τούτο πράττοντας, ο εν λόγω σύλλογος διακρινόταν από άλλους συλλόγους αναγνωρισμένους στην Ελλάδα, τα μέλη των οποίων ανήκαν σε εθνικές μειονότητες, διότι αυτά απέβλεπαν μονάχα στη διαφύλαξη των πολιτιστικών εθίμων και παραδόσεών τους.
Σύμφωνα με την τελική απόφαση της Ολομελείας του Αρείου Πάγου (4/2005), κρίθηκε ότι «η αναφορά στην τουρκική ταυτότητα δεν έχει την έννοια της απώτερης τουρκικής καταγωγής αλλά αποκάλυπτε τις επιδιώξεις τους να εμφανιστούν ως μέλη υφιστάμενης στην Ελλάδα εθνικής (τουρκικής) μειονότητας, η οποία επιδιώκει την προώθηση εντός των ορίων της Ελληνικής Επικράτειας πολιτειακών σκοπών ξένου κράτους, της Τουρκίας. Ότι το σωματείο, με την εμμονή του να έχει το επίθετο «Τουρκική» στην επωνυμία της Ένωσης, σε αντίθεση προς τις προαναφερόμενες συνθήκες, όχι μόνο δεν συμβάλλει στην ειρηνική συμβίωση των πολιτών της περιοχής, που είναι αναγκαία για το γενικό καλό και των δύο ελληνικών κοινοτήτων, μουσουλμανικής και χριστιανικής, αλλά εγείρει ανύπαρκτο μειονοτικό πρόβλημα «Τούρκων». Ότι αν ήθελε να υποδηλώσει μόνο την καταγωγή των μελών του με την χρήση του όρου «Τουρκική Ένωση» θα μπορούσε να το πράξει καθιστώντας σαφέστερη προς αυτήν την κατεύθυνση, την επωνυμία της Ένωσης, ώστε να μη δημιουργείται καμία παραπλάνηση. Έκρινε δε ότι ο ως άνω σκοπός προσκρούει στη δημόσια τάξη και η διάλυση είναι εναρμονισμένη προς το επιβαλλόμενο αναγκαίο μέτρο περιορισμού της σωματειακής ελευθερίας και τελεί σε σχέση αναλογίας μεταξύ των ανωτέρω παραβιάσεων του σωματείου και του σκοπού που είναι η διαφύλαξη της κοινωνικής ισορροπίας και της γαλήνης μεταξύ Μουσουλμάνων και Χριστιανών, και κατ` επέκταση της χώρας, χωρίς να παραβιάζονται οι διατάξεις του Συντάγματος, της ΕΣΔΑ και του άρθρου 105 αριθ. 3 ΑΚ, ούτε και τις διατάξεις του άρθρου 3 παρ. 1 της Σύμβασης – Πλαίσιο του Συμβουλίου της Ευρώπης για την προστασία των εθνικών μειονοτήτων.
Ο Αρειος Πάγος στην απόφαση του μάλιστα, έλαβε υπόψη του ότι το ίδιο το ΕΔΑΔ, ενόψει της πιο πάνω διάταξης του άρθρου 11 της ΕΣΔΑ, με απόφασή του της 17-2-2004 που εκδόθηκε στην υπόθεση πολιτών κατά της Πολωνίας, για άρνηση των αρχών να προβούν στην επίσημη καταχώρηση σωματείου έκρινε ότι: Η ελευθερία συνεταιρισμού δεν είναι απόλυτη και πρέπει να γίνει δεκτό ότι όταν ένα σωματείο, δια των δραστηριοτήτων του ή των προθέσεων τις οποίες δηλώνει ρητώς ή σιωπηρώς στο πρόγραμμά του, θέτει σε κίνδυνο τους θεσμούς του Κράτους ή τα δικαιώματα και τις ελευθερίες άλλων, το άρθρο 11 (της ΕΣΔΑ) δεν αποστερεί από τις αρχές ενός Κράτους την εξουσία προστασίας των εν λόγω θεσμών και προσώπων και ότι τούτο απορρέει και από την παρ. 2 του άρθρου 11 και από τις θετικής υποχρεώσεις του Κράτους δυνάμει του άρθρου 1 της Συμβάσεως να αναγνωρίζει τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των προσώπων τα οποία εξαρτώνται από τη δικαιοδοσία του (σκέψη 94 της απόφασης αυτής). Ακόμη, το ΕΔΑΔ με απόφασή της 10-7-1998, που εκδόθηκε σε ανάλογη υπόθεση κατά Ελλάδος, έκρινε ότι αν ένα σωματείο, μετά την αναγνώρισή του, εμπλακεί σε δραστηριότητες ασυμβίβαστες προς τη δημόσια τάξη ή προς τους κατ` αρχήν νόμιμους σκοπούς που φαίνεται ότι επιδιώκει σύμφωνα με το καταστατικό του, οι αρμόδιες αρχές δεν θα ήταν δυνατόν να παραμείνουν αδύναμες να αντιδράσουν και ότι σύμφωνα με το άρθρο 105 του Ελληνικού ΑΚ, το πρωτοδικείο θα μπορούσε να διατάξει τη διάλυση του σωματείου αν η δραστηριότητά του αποδεικνυόταν ότι είναι παράνομη, αντίθετη στα χρηστά ήθη ή στη δημόσια τάξη.
Το ίδιο το ΕΔΑΔ αντίθετα, το 2008 με την απόφαση του για την ΤΕΞ, έκρινε ότι μολονότι δεν εμπίπτει στις αρμοδιότητες του η αξιολόγηση του βάρους που αποδίδει η Ελλάδα στα σχετικά με τη μουσουλμανική μειονότητα της Δυτικής Θράκης ζητήματα, δεν θεωρεί, ότι η επωνυμία και η χρήση του όρου «τουρκικός» στο καταστατικό του σωματείου επαρκούσαν από μόνες τους για να συμπεράνει κανείς την επικινδυνότητα του συλλόγου για τη δημόσια τάξη. Πράγματι, ο σκοπός του εν λόγω συλλόγου, όπως αναφέρεται στο καταστατικό του, συνίστατο στην προώθηση και την ανάπτυξη της κουλτούρας των «Τούρκων της Δυτικής Θράκης» και στη δημιουργία σχέσεων φιλίας και αλληλεγγύης μεταξύ τους. Κατά συνέπεια, έκρινε ότι από το καταστατικό του επεδίωκε ειρηνικούς στόχους που απέβλεπαν στην ενίσχυση των πολιτισμικών σχέσεων μεταξύ των μελών μιας μειονότητας. Το Δικαστήριο δέχεται ότι η εδαφική ακεραιότητα, η εθνική ασφάλεια και η δημόσια τάξη δεν μπορεί να απειλούνται από τη λειτουργία ενός συλλόγου, ο σκοπός του οποίου είναι η προώθηση της κουλτούρας μιας περιοχής, ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι αποβλέπει επίσης μερικώς στην προώθηση της κουλτούρας μιας μειονότητας. Η ύπαρξη μειονοτήτων με διαφορετική κουλτούρα σε μια χώρα αποτελεί ένα ιστορικό γεγονός, το οποίο μια δημοκρατική κοινωνία θα έπρεπε να ανέχεται, ακόμη και να στηρίζει σύμφωνα με αρχές του διεθνούς δικαίου. Στέκεται στο δικαίωμα έκφρασης των απόψεων μέσω της ελευθερίας του συνεταιρίζεσθαι και στο δικαίωμα του καθενός να εκφράζει, στο πλαίσιο της νομιμότητας, τις πεποιθήσεις του επί της εθνικής του ταυτότητας. Υιοθετεί μάλιστα την άποψη ότι όσο σοκαριστικές και απαράδεκτες μπορεί να φαίνονται ορισμένες απόψεις ή χρησιμοποιούμενοι όροι στα μάτια των αρχών, η διάδοσή τους δεν μπορεί αυτόματα να αναλυθεί ως απειλή για τη δημόσια τάξη και την εδαφική ακεραιότητα μιας χώρας, αφού η ουσία της δημοκρατίας έγκειται στην ικανότητά της να επιλύει προβλήματα μέσω ανοικτής συζήτησης. Ετσι το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι ελληνικές αρχές υπερέβησαν το περιθώριο εκτίμησης που διέθεταν και ότι η διάλυση του σωματείου δεν ήταν αναγκαία.
Τι μας είπε το ΕΔΑΔ; Ότι η αξιολόγηση του βάρους που αποδίδει η Ελλάδα στα σχετικά με τη μουσουλμανική μειονότητα της Δυτικής Θράκης ζητήματα, δεν μπορεί να αξιολογηθεί από το Δικαστήριο και ότι όσο σοκαριστικές και απαράδεκτες μπορεί να φαίνονται ορισμένες απόψεις ή χρησιμοποιούμενοι όροι στα μάτια των αρχών, η διάδοσή τους δεν μπορεί αυτόματα να αναλυθεί ως απειλή για τη δημόσια τάξη και την εδαφική ακεραιότητα μιας χώρας. Αυτή η προσέγγιση όμως είναι απλά μια φαντασιακή εξιδανίκευση που ουδεμία σχέση έχει με την πραγματικότητα. Χάρη στην υπεραπλουστευτική λογική του ΕΔΑΔ που θεωρει μείζον το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι, το σωματείο (ΤΕΞ) καταφέρνει να αποφύγει να απαντήσει στα ερωτήματα που έθεσαν εξ αρχής τα ελληνικά δικαστήρια για την σημασία του αναφερόμενου σκοπού που αφορά στην μεταξύ των Τούρκων της Δυτικής Θράκης διάδοση των πνευματικών, κοινωνικών και θρησκευτικών μεταρρυθμίσεων των προελθόντων εκ της Τουρκικής μεταπολιτεύσεως», και τί ακριβώς εννοεί;
Ποιες είναι τελικά οι κοινωνικές και θρησκευτικές μεταρρυθμίσεις της Τουρκικής μεταπολίτευσης και γιατί έχουν σημασία για τους μουσουλμάνους της Θράκης; Γιατί οι μεταρρυθμίσεις ενός άλλου κράτους θα πρέπει να διαδοθούν μεταξύ των μελών του σωματείου; Μήπως γιατί θεωρούν τους μουσουλμάνους της Θράκης, πολίτες και συνέχεια του νεοσύστατου Τουρκικού Κράτους; Μήπως γιατί επιθυμούν να επιβάλλουν στους μουσουλμάνους της Θράκης, τουρκική συνείδηση;
Και εν τέλει τι σημαίνει η απαγόρευση στα μέλη του σωματείου να μη έχωσι κοινωνικάς και εθνικάς πεποιθήσεις αντίθετους προς εκείνας, ας έχει το Σωματείον; Γιατί το ΕΔΑΔ δεν αξιολόγησε (ή γιατί η Ελλάδα δεν υπερτόνισε) αυτήν την ανεπίτρεπτη και αντιδημοκρατική απαγόρευση; Τί είδους ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι είναι αυτή που επιβάλλει στα μέλη ενός σωματείου συγκεκριμένη κοινωνική και πολιτική πεποίθηση;
Με την συγκεκριμένη απόφαση επιχειρείται μια εκ πλαγίου αναθεώρηση της Συνθήκης της Λωζάνης, αφού τυχόν αναγνώριση του δικαιώματος δημιουργίας ένωσης Τούρκων πολιτών στην Δυτική Θράκη, καταργεί στην πράξη την θρησκευτική ταυτότητα της μουσουλμανικής μειονότητας και την καθιστά εθνική μειονότητα. Η επιμονή των προξενοδίαιτων και εντολοδόχων του Τουρκικού Προξενείου στην Θράκη, στην επί 35 χρόνια δικαστική αναγνώριση της Ενωσης, χωρίς καμία τροποποίηση των σκοπών του, εξηγείται από την πάγια επιδίωξη της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής που το θέτει σε κάθε συνάντηση Τούρκου αξωματούχου με Ελληνα ομόλογο του. Θα μπορούσαν επί τόσα χρόνια, να τροποποιήσουν τις επίμαχες διατάξεις του καταστατικού τους και να συμμορφωθούν προς τις οδηγίες που σαφώς έθεσε η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, αντί να επιμένουν στην ίδια αδιέξοδη τακτική. Ουδείς αρνείται το δικαίωμα ατομικού αυτοπροδιορισμού, αλλά αδυνατώ να δικαιολογήσω την πεισματική άρνηση να κατανοήσουν τις ανησυχίες της πατρίδας τους στον συλλογικό αυτοπροσδιορισμό, εκτός κι αν δεν την νιώθουν πατρίδα τους.
Θα μπορούσε άραγε να συσταθεί σωματείο π.χ φιλοναζιστική Ενωση Βερολίνου που να εντρυφήσει τα μέλη του στις αρχές του εθνικοσιαλισμού και της υπεροχής της Αρείας Φυλής; Θα μπορούσε να συσταθεί στην Τουρκία σωματείο Ενωση Φίλων Αγίας Σοφίας ή Ενωση Ελληνων Κωσταντινουπολιτών με σκοπό να διαδοθεί η Μεγάλη Ιδέα ότι πάλι με χρόνια και καιρούς πάλι δικά μας θα είναι;
Πώς εξιδανικεύεις τις κοινωνικές και θρησκευτικές αξίες της Τουρκικής μεταπολίτευσης, όταν είναι υπεύθυνη για δύο γενοκτονίες Αρμενίων και Ποντίων, όταν είναι υπεύθυνη για την εκκαθάριση Ιμβρου και Τενέδου, για τα Σεπτεμβριανά του 1955 έως τις διώξεις όλων των Ελλήνων του 1964 και θέλεις να τις διαδώσεις μεταξύ των μελών σου ως σωματείο, χωρίς να θέσεις υπό διακινδύνευση την ειρήνη και την αρμονική συμβίωση μεταξύ χριστιανών και μουσουλμάνων στην Θράκη;
Η δικαστική κρίση όπως αυτή του ΕΔΑΔ δεν μπορεί να είναι ρηχή και επιφανειακή, δεν μπορεί να αδιαφορεί για τις διεθνείς συνθήκες και τον σεβασμό στο διεθνές δίκαιο, δεν μπορεί να αγνοεί τον εύλογο προβληματισμό και τις επιφυλάξεις ενός κράτους, την ευαισθησία που διακατέχει μια υπεύθυνη συντεταγμένη Πολιτεία που οφείλει να προστατεύει την κοινωνική ειρήνη και την δημόσια τάξη.
Η Ελληνική Δημοκρατία μέχρι σήμερα ανέχεται τόσο την λειτουργία μιας παράνομης οργάνωσης, σωματείου που εξακολουθεί να προκαλεί αδιαφορώντας για την ισχύουσα αμετάκλητη απόφαση περί διάλυσης της.
Αναρωτιέμαι γιατί εμείς ως κράτος θα πρέπει να υποχωρούμε κάθε φορά που κάποιος αμφισβητεί την δημοκρατικές μας κατακτήσεις; Γιατί να επιτρέψουμε τους υποστηρικτές της Τουρκικής μεταπολίτευσης να διαδώσουν τις ιδέες τους μεταξύ των μουσουλμάνων κατοίκων της Θράκης; Οσοι νιώθουν πραγματικά να έλκονται από τις πράξεις και τις δράσεις της γείτονος σε κοινωνικό ή θρησκευτικό επίπεδο, στο διάβα της ιστορίας έως σήμερα, μπορούν να συνεχίσουν να το κάνουν στις ιδιωτικές συνευρέσεις τους. Ως Ελληνες πολίτες όμως οφείλουν να σέβονται το κράτος τους, να κατανοούν τις εύλογες ανησυχίες του, να συμμορφώνονται προς τους νόμους και να μην λοξοκοιτάζουν προς άλλη κατεύθυνση. Οι νόμοι δεν είναι πλαστελίνη, ούτε λάστιχο για να το τραβήξουμε όπως θέλουμε, όπου θέλουμε. Το γεγονός ότι δεν προκλήθηκαν επεισόδια μέχρι τώρα, δεν μπορεί να αποτελεί δικαιολογία για την έλλειψη προσφορότητας ώστε να προκληθούν στο μέλλον. Δηλαδή το ΕΔΑΔ θεωρεί ότι επειδή δεν συνέβησαν επεισόδια, δεν υπάρχει κίνδυνος για την δημόσια τάξη. Ετσι όμως καταργεί στην πράξη το προληπτικό καθήκον μιας χώρας να αποτρέψει μια τέτοια δυσμενή εξέλιξη που θα προκαλέσει ένας συλλογικός αυτοπροσδιορισμός εθνικής ταυτότητας.
Για αυτό άλλωστε οι παράγοντες του σωματείου αλλά και οι παρατηρητές – υποστηρικτές δικαιωμάτων, αποφεύγουν να μιλήσουν για την ουσία του προβλήματος, που είναι οι σκοποί του σωματείου.
Η απόφαση του ΕΔΑΔ αντιμετωπίζει αντικειμενικές δυσκολίες να τύχει εφαρμογής στην Ελλάδα, ειδικά όταν έχει προηγηθεί ήδη απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου που έχει κρίνει το θέμα και δεν έχουν μεταβληθεί στο ελάχιστο τα δεδομένα που οδήγησαν στην αμετάκλητη κρίση.
Δεν υπάρχει κανένας λόγος να αποκτήσουμε ένα παρόμοιο με το Κυπριακό, πρόβλημα, δεν χρειάζεται να ανοίξουμε την κερκόπορτα στην ανυπομονούσα «Μητέρα Γαλάζια Πατρίδα» που ονειρεύεται μια νέα Οθωμανική Αυτοκρατορία.