Τι κρύβει η εύθραυστη εκεχειρία Μόσχας – Κιέβου του Μίνσκ
Σε κατάπαυση του πυρός στην ανατολική Ουκρανία συμφωνήσαν ο ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν και ο ουκρανός ομόλογός του Πέτρο Ποροσένκο κατά τη διάρκεια των συνομιλιών που έγιναν στο Μίνσκ με τη συμμετοχή της γερμανίδας καγκελάριου Άνγκελα Μέρκελ και του γάλλου προέδρου Φρανσουά Ολάντ.
Η εκεχειρία στην ανατολική Ουκρανία θα τεθεί σε ισχύ τα μεσάνυχτα του Σαββάτου προς Κυριακή και οι δύο πλευρές συμφώνησαν εντός δεκατεσσάρων ημερών να έχουν αποσύρει το βαρύ οπλισμό τους από τις γραμμές του μετώπου.
Όμως το μεγάλο ερώτημα που προκύπτει είναι αν αυτή η εκεχειρία επιδιώκει πράγματι να επιβάλει την ειρήνευση στην ανατολική Ουκρανία ή αν είναι μια προσωρινή κίνηση τακτικής πάνω στη «γεωπολιτική σκακιέρα» της Ουκρανίας. Η εκεχειρία θεωρείται ιδιαίτερα εύθραυστη καθώς ένα απλό επεισόδιο μεταξύ των ρωσόφωνων αυτονομιστών που υποστηρίζονται από τη Μόσχα και των ουκρανικών νεοναζιστικών παραστρατιωτικών ομάδων που δρουν εκτός ελέγχου του Κιέβου αρκεί για να την «τινάξει στον αέρα».
Υπάρχουν αμφιβολίες για το αν η συμφωνηθείσα εκεχειρία θα διατηρηθεί και θα τεθεί αμέσως σε εφαρμογή, καθώς οι μάχες συνεχίζονταν με αμείωτο ρυθμό με βάση ισχυρισμούς ουκρανών αξιωματούχων σε διεθνή ΜΜΕ που υποστήριξαν ότι φάλαγγες από άρματα και άλλα στρατιωτικά οχήματα κινούνταν σε αποσχισθείσες ανατολικές περιοχές της Ουκρανίας κατά τη διάρκεια της διαπραγμάτευσης. Να επισημάνουμε ότι δεν ούτε η πρώτη και ούτε η τελευταία εκεχειρία που υπογράφεται ανάμεσα σε αντιμαχόμενες πλευρές και να υπενθυμίσουμε ότι Μόσχα και Κίεβο είχαν συμφωνήσει το Σεπτέμβριο πάλι στο Μίνσκ σε μια κατάπαυση του πυρός που οι όροι της παραβιάστηκαν σχεδόν αμέσως με αποτέλεσμα να ξεσπάσουν σφοδρές συγκρούσεις.
H συμφωνία εκεχειρίας Μόσχας και Κιέβου μπορεί να ερμηνευθεί μέσα σε ένα ευρύτερο πλαίσιο κινήσεων που ενδεχομένως να υποδηλώνουν υποχωρητικότητα ή ροκάνισμα χρόνου για προώθηση μακροπρόθεσμων στρατηγικών.
Ο πρόεδρος της Ουκρανίας Πέτρο Ποροσένκο επιδιώκει να σταθεροποιηθεί η χώρα του που έχει υποστεί τεράστια καταστροφή από τις συγκρούσεις στην ανατολική Ουκρανία. Η εκεχειρία του Μίνσκ ήρθε αμέσως μετά την ανακοίνωση του Διεθνές Νομισματικού Ταμείου ότι συμφώνησε να προσφέρει στο Κίεβο ένα νέο πακέτο διάσωσης 17.5 δις δολάρια για να το βοηθήσει στη σταθεροποίηση των δημόσιων οικονομικών και την κατεστραμμένη από τον πόλεμο οικονομία.
Ο Βλαντιμίρ Πούτιν από την πλευρά του βλέπει τη χώρα του να βυθίζεται σε οικονομική ύφεση εξαιτίας του «πολέμου του πετρελαίου» και των ευρωπαϊκών κυρώσεων και να απομονώνεται. Επισημαίνουμε ότι το ρωσικό ρούβλι έχει χάσει μεγάλο μέρος της αξίας του, έναντι του δολαρίου και του ευρώ, ως αποτέλεσμα των κυρώσεων της Δύσης, εξαιτίας της κατάστασης στην Ουκρανία.
Παράλληλα το ΝΑΤΟ επιδιώκει να δημιουργήσει με τη σειρά του μοχλούς πίεσης προς τη Ρωσία. Η Ατλαντική Συμμαχία ενέκρινε σε αυτό το πλαίσιο την ενίσχυση των δυνάμεών της στην ανατολική Ευρώπη, δημιουργώντας μια νέα δύναμη ταχείας αντίδρασης και έξι κέντρα διοίκησης σε περιοχές κοντά στη Ρωσία. Η νέα δύναμη θα αποτελείται από 5.000 άνδρες και αναμένεται να αναλάβει δράση το 2016. Η προοπτική είναι να ενσωματώσει έως και 30.000 άνδρες και να έχει δυνατότητα ταχύτατης ανάπτυξης μέσα σε 48 ώρες. Τα έξι κέντρα διοίκησης θα έχουν έδρα την Βουλγαρία, την Εσθονία, τη Λετονία, τη Λιθουανία, την Πολωνία και τη Ρουμανία.
Επιπλέον η πρόθεση των ΗΠΑ να εξετάσουν την παροχή στρατιωτικού οπλισμού στις ουκρανικές κυβερνητικές δυνάμεις για να αντιμετωπίσουν τους ρωσόφωνους αυτονομιστές ενδεχομένως να επηρέαζε την ισορροπία δυνάμεων στο πεδίο της μάχης και να προκαλούσε και μια βίαιη στρατιωτική αντίδραση της Ρωσίας. Φυσικά αν η εκεχειρία Κίεβου και Μόσχας «σπάσει» το θέμα του εξοπλισμού θα επανέλθει αμέσως και θα χρησιμοποιηθεί και πάλι ως μοχλός πίεσης και ΗΠΑ – Ρωσία θα επιστρέψουν σε ψυχροπολεμικής τακτικές.
Ο Πούτιν κουβαλώντας την εμπειρία που έχει ως αξιωματούχος της περιβόητης πρώην σοβιετικής υπηρεσίας πληροφοριών (KGB) από την αρχή των προεδρικών θητειών του παραμένει δύσπιστος απέναντι στις πολιτικές ΗΠΑ και Ευρώπης. Ο ρώσος πρόεδρος αντιλαμβάνεται την Ευρωπαϊκή Ένωση ως μια πραγματική στρατηγική απειλή που προέρχεται από την πολιτική της ΕΕ να μεταρρυθμίσει τις συνδεδεμένες με αυτή χώρες και να τους τραβήξει μακριά από τη Ρωσία με στόχο να την απομονώσει.
Οι Συμφωνίες Σύνδεσης της ΕΕ είναι ασυμβίβαστες με το σχέδιο του Πούτιν για επέκταση και ισχυροποίησης της Ευρασιατικής Ένωσης του. Ο στόχος του Πούτιν είναι να εξασφαλίσει αγορές για τα ρωσικά προϊόντα και να εγγυηθεί ρωσικές θέσεις εργασίας. Θεωρεί την Ευρασιατική Ένωση σύμφωνα με αναλυτές ως «ουδέτερη ζώνη» μεταξύ Δύσης και Ρωσίας για να αποξενώσει τις δυτικές πολιτισμικές ιδέες και αξίες.