Τι κρύβεται πίσω από το ταμπού του ονόματος
(Παύλος Παπαδόπουλος Καθημερινή)
– Ο πρόεδρος θα δυσαρεστηθεί έντονα.
– Δεν θα είναι η πρώτη, ούτε η τελευταία φορά που ο πρόεδρος θα δυσαρεστηθεί έντονα.
Ο παραπάνω διάλογος είναι ένα μόνο στιγμιότυπο του φορτισμένου τηλεφωνήματος ανάμεσα στις τότε υπουργούς Εξωτερικών της Ελλάδας και των ΗΠΑ κυρίες Ντόρα Μπακογιάννη και Κοντολίζα Ράις, λίγες ημέρες πριν από τη Σύνοδο Κορυφής του Βουκουρεστίου, στις 2-4 Απριλίου 2008, όταν η Ελλάδα, με την απειλή βέτο, απέτρεψε την ένταξη της ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ.
Ο πρόεδρος στον οποίο αναφερόταν η κυρία Ράις ήταν, φυσικά, ο πρόεδρος Μπους ο νεότερος, ο οποίος βρισκόταν στο λυκόφως της οκταετούς προεδρίας του και επιδίωκε να ενισχύσει την επιρροή του ΝΑΤΟ στα Βαλκάνια.
Η κυβέρνηση Καραμανλή είχε διαμηνύσει στην Ουάσιγκτον ήδη από τα τέλη του 2007 ότι δεν επρόκειτο να αποδεχθεί την ένταξη των Σκοπίων στη Βορειοατλαντική Συμμαχία χωρίς να έχει υπάρξει συμφωνία, αλλά το Στέιτ Ντιπάρτμεντ θεωρούσε την Αθήνα «δεδομένη» και είχε υποτιμήσει τη σοβαρότητα των ελληνικών προειδοποιήσεων.
Η κυρία Μπακογιάννη ανέλαβε την ευθύνη να τηρήσει τις ισορροπίες με τις ΗΠΑ, χωρίς ωστόσο να υποχωρήσει από τις ελληνικές θέσεις· κάτι που αναπόφευκτα προκάλεσε τριβές. Τελικώς, κατά τη διάρκεια της επίμαχης συνεδρίασης, ως ένα νεύμα φιλίας προς την Αθήνα, η κυρία Ράις όχι μόνο δεν έθεσε καθόλου το θέμα της ένταξης της ΠΓΔΜ («αυτό έχει κανονιστεί», απάντησε ξερά σε υπουργό τρίτης χώρας που ανέφερε το ζήτημα), αλλά ζήτησε από την κυρία Μπακογιάννη να γράψει η ίδια την παράγραφο που θα ήθελε να συμπεριληφθεί στα συμπεράσματα, προς έκπληξη του παριστάμενου Ελληνα πρωθυπουργού Κώστα Καραμανλή.
«Νέα Μακεδονία»
Για πολλούς, το 2008 χάθηκε μία σημαντική ευκαιρία και η ευθύνη ανήκε στα Σκόπια, που αδυνατούσαν να αποδεχθούν την πρόταση των Αθηνών, δηλαδή το «Νέα Μακεδονία». Οι επαΐοντες επί του Μακεδονικού εξηγούν ότι πρόκειται για μία από τις καλύτερες λύσεις μετονομασίας. Κι αυτό γιατί διαχωρίζει πλήρως την αρχαία Μακεδονία, που επικυρώνεται ως αποκλειστικά «ελληνική», ιδίως ως προς την πολιτισμική, γλωσσική και ιστορική κληρονομιά, από μια γειτονική χώρα (τη «Νέα Μακεδονία») στην οποία κατοικούν κυρίως Αλβανοί και Σλάβοι «μόλις» τα τελευταία 1.300 χρόνια.
Με τον ίδιο τρόπο που η Ιωνία διαχωρίζεται από τη Νέα Ιωνία και η Σμύρνη από τη Νέα Σμύρνη. Η «Νέα Μακεδονία» παραμένει στο τραπέζι, δίπλα στη Βόρεια Μακεδονία, στην Ανω Μακεδονία, στη Μακεδονία του Βαρδάρη και στη Μακεδονία-Σκόπια, ουσιαστικά τα πέντε ονόματα που κατέθεσε ο διαχρονικός διαπραγματευτής Μάθιου Νίμιτς στις αρχές του 2018.
Ηταν αυτά που σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό είχαν γίνει «αποδεκτά» ως βάση συζήτησης από τις δύο πλευρές όλα αυτά τα χρόνια. Οι γνωρίζοντες υπογραμμίζουν ότι η γειτονική χώρα συζητεί τα παραπάνω ονόματα, αλλά ουσιαστικά επιμένει πάντοτε στο όνομα «Δημοκρατία της Μακεδονίας» που ήδη έχει επιλέξει για τον εαυτό της.
Δυσκολεύεται στην πράξη να αποδεχθεί το λεγόμενο «erga omnes», δηλαδή την ενιαία χρήση μιας νέας ονομασίας εντός κι εκτός της χώρας. Ιδανικά οι Σκοπιανοί θα ήθελαν να συναινέσουν σε ένα όνομα, να ενταχθούν στο ΝΑΤΟ και στην Ε.Ε., αλλά να διατηρήσουν στο εσωτερικό τους την ονομασία «Δημοκρατία της Μακεδονίας» με την οποία έχουν ήδη αναγνωριστεί από μεγάλο αριθμό χωρών – με πρώτη τη Βουλγαρία στις 15 Ιανουαρίου 1992.
Ιστορικός σταθμός για το Μακεδονικό ήταν η 13η Σεπτεμβρίου 1995, όταν η κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου διά του υπουργού Εξωτερικών Κάρολου Παπούλια υπογράφει στη Νέα Υόρκη την Ενδιάμεση Συμφωνία. Οι διαπραγματεύσεις θα συνεχιστούν, αλλά η Ελλάδα θα άρει το εμπάργκο που είχε επιβάλει το 1994 και θα αναγνωρίσει τη χώρα με το προσωρινό όνομα Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας, κάτι που ωθεί πολλούς να υπενθυμίζουν σήμερα ότι η συμπερίληψη του όρου «Μακεδονία» έχει γίνει αποδεκτή από την Ελλάδα εδώ και 23 χρόνια και προφανώς δεν μπορεί να υπάρξει αναδρομική απόρριψη αυτής της θέσης.
Διάσπαση της Δεξιάς
Ασφαλώς, αυτό ουδόλως εμποδίζει περίπου το 65% των πολιτών να δηλώνουν στις σχετικές μετρήσεις ότι διαφωνούν με οποιαδήποτε συμπερίληψη του όρου «Μακεδονία» στην τελική ονομασία της φίλης χώρας, αποκλείοντας με αυτόν τον τρόπο όλα τα πιθανά αποδεκτά ονόματα.
Υπάρχει δηλαδή και σε αυτό το ζήτημα ένα αγεφύρωτο χάσμα ανάμεσα στην τετράγωνη τεχνοκρατική λογική και στη λαϊκή πραγματικότητα που επηρεάζεται από το συλλογικό φαντασιακό με το οποίο κατασκευάζονται οι μύθοι, οι ταυτότητες και φυσικά τα έθνη. Ανεξάρτητοι παρατηρητές εκτιμούν ότι η σημερινή κυβέρνηση αποφάσισε να επιλύσει το ζήτημα «εδώ και τώρα», προκειμένου να εκμεταλλευθεί αυτή ακριβώς τη διαφορά με στόχο την ανατροπή των πολιτικών συσχετισμών.
Ο Αλέξης Τσίπρας έχει εκτιμήσει ότι διαχρονικά το Μακεδονικό διασπά τη Δεξιά. Μοιάζει να υπολογίζει, λοιπόν, ότι μια λύση (που περιέχει το όνομα «Μακεδονία» στο πλαίσιο της αποδεκτής από την Αθήνα ήδη από το 2008 σύνθετης ονομασίας με γεωγραφικό προσδιορισμό) θα προκαλέσει αγανάκτηση που θα πλήξει τη Ν.Δ. γιατί θα στρέψει μέρος της Δεξιάς στη Χρυσή Αυγή και στους ΑΝΕΛ.
Από την άλλη πλευρά, δεν αποκλείεται η λύση να αποτελέσει «αυτογκόλ» για τον ΣΥΡΙΖΑ αφού μπορεί να προκαλέσει τη ραγδαία αποδόμηση της εικόνας μιας πατριωτικής δύναμης που με επιμέλεια έχει καλλιεργηθεί τα τελευταία χρόνια. Κατά συνέπεια, είναι επισφαλές να προβλεφθεί με ακρίβεια η επίδραση που μπορεί να έχει το «σοκ του Μακεδονικού» στις πολιτικές εξελίξεις.
Αυτή ακριβώς η νευρικότητα που το Μακεδονικό προκαλεί στο ελληνικό πολιτικό κατεστημένο καταδίκασε σε ναυάγιο την πρώτη απόπειρα λύσης. Το 1992 ο Ζοάο ντε Ντέους Πινέιρο, υπουργός Εξωτερικών της Πορτογαλίας, προήδρευε στο συμβούλιο υπουργών της Ενωσης και ανέλαβε την πρωτοβουλία να διαμορφώσει ένα μοντέλο επίλυσης. Το περίφημο «πακέτο Πινέιρο» που προσφέρθηκε στην Αθήνα και στα Σκόπια στις αρχές Απριλίου 1992 προέβλεπε την αλλαγή του ονόματος σε «Νέα Μακεδονία» και τη σημαντική οικονομική ενίσχυση του νέου κράτους, την οποία θα διαχειριζόταν η Αθήνα.
Ο τότε υπουργός Εξωτερικών Αντώνης Σαμαράς είχε αντιταχθεί σε οποιαδήποτε ονομασία με το όνομα «Μακεδονία» και είχε αποπεμφθεί από την κυβέρνηση Μητσοτάκη. Οπως έχει αποκαλύψει ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, ο τότε Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κωνσταντίνος Καραμανλής συμφωνούσε ότι έπρεπε να υποστηριχθεί μια ορθολογική λύση και τον είχε προτρέψει να εργαστεί προς αυτή την κατεύθυνση. Ανησυχούσε όμως για τις λαϊκές αντιδράσεις και τον προειδοποιούσε να αποθαρρύνει την οργάνωση συλλαλητηρίων. Τα συλλαλητήρια στη Θεσσαλονίκη και την Αθήνα έγιναν και ήταν ιδιαιτέρως ηχηρά, με αποτέλεσμα ο Καραμανλής να μετακινηθεί στη σκληρή στάση.
Βλάβη στον κλιματισμό
Επειτα από δύο συμβούλια πολιτικών αρχηγών υπό τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας (18.2.1992 και 13.4.1992) η εξέλιξη ήταν προδιαγεγραμμένη.
Στην άτυπη συνάντηση του Γκιμαράες στην Πορτογαλία ο κλιματισμός είχε υποστεί βλάβη, με αποτέλεσμα οι παρευρισκόμενοι, ανάμεσα στους οποίους ο ίδιος ο Μητσοτάκης που είχε αναλάβει και το υπουργείο Εξωτερικών, συνεδρίαζαν φορώντας τα παλτά τους. Οι Πορτογάλοι ιθύνοντες τοποθέτησαν θερμάστρες αερίου.
Σε αυτή την παγωμένη αίθουσα το Μακεδονικό μπήκε στο ψυγείο, όπου παρέμεινε επί 25 χρόνια με μικρά διαλείμματα περιορισμένης απόψυξης. Από τότε και μετά έπεσαν οι θερμοκρασίες στον δημόσιο διάλογο. Ο τότε πρωθυπουργός, βαθιά λυπημένος, δήλωσε αναγκασμένος να απορρίψει το «πακέτο Πινέιρο», παρά το γεγονός ότι πίστευε ότι ήταν μια πολύ καλή λύση για την Ελλάδα. Η αλλαγή στάσης του Καραμανλή ήταν ο αποφασιστικός παράγοντας, αφού η «καραμανλική πλειοψηφία» στην Κοινοβουλευτική Ομάδα της Ν.Δ. θα απέρριπτε τη λύση και θα ανέτρεπε την κυβέρνηση. Στην αρχή της περιπέτειας ο Μητσοτάκης, το 1992, είχε προτείνει και το όνομα «Σλαβομακεδονία», αλλά θεωρούσε ότι το «Νέα Μακεδονία» ήταν επίσης μια καλή λύση. Ισως δεν είναι τυχαίο ότι παραμένει «καλή λύση» ακόμα και σήμερα.
Ζώσα ιστορία
Οι περισσότεροι Ελληνες θεωρούμε ότι η «Μακεδονία είναι ελληνική». Η αλήθεια είναι, όμως, ότι η ιστορική Μακεδονία είναι μια περιοχή ευρύτερη της σημερινής ελληνικής. Κατά την οθωμανική περίοδο έζησαν σε αυτήν Ελληνες, Βούλγαροι, Τούρκοι, Σλάβοι και Αλβανοί. Το μεγαλύτερο τμήμα της εντάχθηκε στο ελληνικό κράτος μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους, αλλά οι Ελληνες έγιναν πλειοψηφία μόνο μετά την ανταλλαγή πληθυσμών του 1923. Ετσι, ύστερα από χιλιάδες χρόνια, η Μακεδονία έγινε και πάλι ελληνική – και προφανώς θέλουμε να τη διατηρήσουμε ελληνική. Βούλγαροι και Σλάβοι δεν έχουν παραιτηθεί. Μεθοδεύουν την κατασκευή μιας παράλληλης «μακεδονικής ταυτότητας» με σκοπό την εμπέδωση της ιδέας μιας μεγάλης Μακεδονίας που θα φτάνει ώς το Αιγαίο.
Οι Ελληνες κομμουνιστές, τόσο κατά τη δεκαετία του ‘20 όσο και κατά τον Εμφύλιο με την ενθάρρυνση του στρατάρχη Τίτο, συνέκλιναν στην υποστήριξη αυτού του σχεδίου. Το θεώρησαν συμβατό με την ουτοπία της διεθνιστικής κοινωνίας, αλλά κυρίως πίστευαν ότι η ίδρυση ενός τέτοιου κομμουνιστικού κράτους που οι ίδιοι θα κυβερνούσαν, θα επέφερε πλήγμα στο αστικό καθεστώς των Αθηνών. Η έκβαση του Εμφυλίου ακύρωσε αυτούς τους σχεδιασμούς.