Τι επιδιώκει η Τουρκία στο ζήτημα των S-400

Του Γιάννη Ιωάννου

Η ιστορία της διαφοροποίησης της προμήθειας οπλικών συστημάτων σε σχέση με τον νατοϊκό σχεδιασμό της Τουρκίας δεν είναι καινούργια υπόθεση και δεν ξεκίνησε ξαφνικά με την υπόθεση της απόκτησης του αντιαεροπορικού/βαλλιστικού συστήματος S-400 από τη Ρωσία.

Επανερχόταν αρκετά συχνά στο παρελθόν, με αποκορύφωμα τις δεκαετίες του ’90 και του 2000, με την Τουρκία να αναπτύσσει δειλά την πολεμική της βιομηχανία, κατορθώνοντας μάλιστα κατά καιρούς να αναπτύσσει επιτυχώς και τις δικές της αμυντικές πλατφόρμες -από τυφέκια εφόδου μέχρι πυροβόλα και ελικόπτερα-, εντάσσοντας μάλιστα τη χώρα σήμερα ανάμεσα στους κυρίαρχους παίκτες ως προς την εξαγωγή «μικρών όπλων» (σ.σ. όπως και η Κίνα και η πλούσια σε παράδοση σχεδιασμού τυφεκίων Τσεχία).

Υπό το βάρος όμως των εξελίξεων σε διεθνές και περιφερειακό επίπεδο, ιδίως μετά την κατάρριψη του ρωσικού Sukhoi στη Συρία (και την ταχεία επανάκαμψη στις σχέσεις Πούτιν – Ερντογάν), το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου και τις τεταμένες σχέσεις Άγκυρας – Δύσης, η είδηση της υπογραφής συμφωνίας μεταξύ Μόσχας και Άγκυρας για την απόκτηση του ρωσικού συστήματος πυραύλων S-400 δείχνει να αποκτά ξεχωριστό ενδιαφέρον.

Γιατί δοκιμάζει όχι μόνο τις ήδη υπό κρίση σχέσεις ΝΑΤΟ – Τουρκίας (δεδομένης και της ισχύς του τουρκικού στρατού στους κόλπους της Συμμαχίας), αλλά και διότι έρχεται σε μια εποχή που οι σχέσεις Ρωσίας – Δύσης δοκιμάζονται συνεχώς. Τι σηματοδοτεί όμως μια τέτοια κίνηση εκ μέρους όλων των εμπλεκομένων – αν όντως επιβεβαιωθεί και η Τουρκία αποκτήσει το εν λόγω όπλο;

 

Πέραν του προφανούς

Για την Τουρκία του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν η απόκτηση ενός τέτοιου συστήματος συνδέεται με μια σειρά λόγων στρατηγικής, πολιτικής και ιδεολογικής σημειολογίας: Στρατηγικά δεν πρέπει να μην ληφθεί υπόψη και να υποτιμηθεί ότι οι δυνατότητες των ρωσικών S-400 συνδέονται με μια νέα στρατηγική, υπό διαμόρφωση στην Τουρκία μεταπραξικοπηματικά, περί «forward-basing» («προκεχωρημένη βάση») αναφορικά με την ασφάλεια της χώρας, ιδίως μετά την ενεργό εμπλοκή σε ανοικτά μέτωπα όπως αυτά της Συρίας και του Ιράκ.

Επιπλέον, ο περιφερειακός ανταγωνισμός με Ελλάδα, Αίγυπτο, Ισραήλ και Ιράν εντάσσεται στο ίδιο δόγμα. Στο ίδιο δόγμα ως προς την ενεργή άμυνα, η Τουρκία προσανατολίστηκε και στην απόκτηση του υπερσύγχρονου αμερικανικού μαχητικού αεροσκάφους F-35, τεχνολογίας Stealth, της Lockheed Martin.

Ωστόσο, καμιά εκ των άμεσων απειλών για την ασφάλεια της Ρωσίας δεν προτάσσει κάποιο υπερσύγχρονο οπλικό σύστημα (αεροσκάφος ή βαλλιστικό πύραυλο) το οποίο να ακυρώνει, επιχειρησιακά στην πράξη, το σύστημα S-400. Συνεπώς, σε ιδεολογικό και πολιτικό πλαίσιο η είδηση της απόκτησης των ρωσικών πυραύλων δείχνει να εξυπηρετεί την ακραία αντιδυτική/αντινατοϊκή ρητορική της Τουρκίας, ιδίως μετά το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου του 2016.

Σε ιδεολογικό επίπεδο, ο Ερντογάν προτάσσοντας την απόκτηση ενός οπλικού συστήματος εκτός των προδιαγραφών του ΝΑΤΟ στέλνει πολλαπλά μηνύματα: α) επιχειρεί μια ευρασιατική στροφή στην εξωτερική του πολιτική, τα χαρακτηριστικά της οποίας δεν είναι ούτε αμιγώς φιλορωσικά, αλλά ούτε και παντουρανικά – μάλλον «ερντογανικής» σύνθεσης, β) δοκιμάζει τα όρια των συμμάχων του και δη των ΗΠΑ αναφορικά με τον ρόλο του εντός του ΝΑΤΟ και γ) εργαλειοποιεί τόσο την είδηση της απόκτησης του συστήματος S-400 όσο και την καθ’ εαυτό απόκτησή του.

Στην πρώτη περίπτωση θα μπορούσε να ακυρώσει την απόκτηση με ανταλλάγματα (π.χ. στο ζήτημα της έκδοσης Γκιουλέν, στο Κουρδικό μετά την πτώση της Ράκα από τις στηριζόμενες εκ των ΗΠΑ αραβοκουρδικές SDF), ενώ στη δεύτερη θα μπορούσε να επενδύσει -όπως στις δεκαετίες του ’90 και του 2000- στην ανάπτυξη ενός αμιγώς τουρκικού βαλλιστικού προγράμματος που θα μπορούσε να συνδράμει -ως game changer- στη γεωπολιτική αναβάθμιση της χώρας. Ως εκ τούτου, οι S-400 δεν περιορίζονται σε αμιγώς αντιαεροπορικό ρόλο, αλλά λειτουργούν και ως αντιβαλλιστική ασπίδα απέναντι σε άλλα πυραυλικά συστήματα.

 

Το παιχνίδι της Ρωσίας

Για τη Ρωσία το παίγνιο των S-400 εξυπηρετεί παρεμφερείς στόχους. Δημιουργεί και συντηρεί μια ενδονατοϊκή κόντρα, πράγμα που εξυπηρετεί τις στρατηγικές επιδιώξεις της Μόσχας σε μια εποχή που από το 2014 και την κρίση στην Ουκρανία -αλλά και μετά την εμπλοκή της Ρωσίας στο συριακό θέατρο- οι σχέσεις ΗΠΑ – Μόσχας και ΕΕ – Μόσχας παραμένουν σε πολύ χαμηλό επίπεδο, χωρίς μάλιστα προοπτικές βελτίωσης μετά την εκλογή Τραμπ.

Αξίζει να σημειωθεί ότι το σύστημα S-400 (όπως και τα παλαιότερα S-300) βρίσκεται στην κορυφή της ρωσικής εξαγωγικής οικονομίας, που βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στην αμυντική βιομηχανία.

Τον Μάρτιο που μας πέρασε η κρίση των τιμών του πετρελαίου διεθνώς οδήγησε τη Μόσχα στην εξαγγελία της μεγαλύτερης μείωσης αναφορικά με τον αμυντικό της προϋπολογισμό (σ.σ. από 65,4 δισ. δολάρια -3,8 τρισ. ρούβλια, σε 48 δισ. δολάρια – 2,8 τρισ. ρούβλια).

Η προοπτική πώλησης S-400, μαζί με την Κίνα και την Ινδία, στην Τουρκία εντάσσει ακόμη μια μεγάλη χώρα στο πορτφόλιο των πωλήσεων της ρωσικής αμυντικής βιομηχανίας, σε μια περίοδο που οι προοπτικές εξαγωγής οπλικών συστημάτων για τη Ρωσία καθιστούν τα όπλα προς πώληση «φθηνά» λόγω των τιμών του πετρελαίου διεθνώς.

Για τη ρωσική στρατηγική η εξαγωγή S-400, ενός συστήματος με δέκα χρόνια επιχειρησιακή ζωή και δύο δεκαετίες ως προς την ανάπτυξη/υιοθέτησή του, πρέπει να ιδωθεί και μέσω ενός πρίσματος στρατηγικής μεταρρύθμισης, η οποία βρίσκεται στο πλέον μεταβατικό της στάδιο για το δεύτερο μισό του 21ου αιώνα αναφορικά με την ολοκλήρωση των εξοπλιστικών προγραμμάτων της χώρας: η πλατφόρμα του αεροσκάφους πέμπτης γενιάς PAKFA (Su-57), η ανάπτυξη του μέσου τανκ Armata και η εξέλιξη του πυραυλικού συστήματος S-500 αποτελούν ύψιστες προτεραιότητες της Ρωσίας

 

Αντί επιλόγου

Στις διεθνείς συμφωνίες για την απόκτηση οπλικών συστημάτων μια υπογραφή για την απόκτηση μιας πλατφόρμας δεν σηματοδοτεί αυτόματα και την τελική του παράδοση. Χαρακτηριστική περίπτωση αποτελεί η ακύρωση από τη Γαλλία της παράδοσης ελικοφόρων πλοίων προς τη Ρωσία μετά την ουκρανική κρίση.

Ομοίως, η Τουρκία -σε μια περίοδο οικονομικής αστάθειας- θα πρέπει να βάλει βαθιά το χέρι στην τσέπη για να αποκτήσει το εν λόγω σύστημα (σ.σ. Κίνα και Ινδία συμφώνησαν αντιστοίχως το 2014 και το 2015), ενώ στην περίπτωση της Ρωσίας η απόκτηση ενός προηγμένου συστήματος από μια χώρα μέλος του ΝΑΤΟ δημιουργεί συγκεκριμένα προηγούμενα.

Σε κάθε περίπτωση, το όλο ζήτημα θα απασχολήσει έντονα τους επόμενους μήνες τις σχέσεις Δύσης – Τουρκίας και θα αποτελέσει μπούσουλα για το πώς θα εξελιχθεί η εν λόγω κρίση. Το σενάριο της τελικής απόκτησης πάντως θα έχει ενδιαφέρουσες συνέπειες και είναι ενδεικτικό των βαθιών αλλαγών τις οποίες διέρχεται η Τουρκία.

 

Τι σημαίνει πρακτικά η απόκτηση S-400 από την Τουρκία

Το αντιαεροπορικό πυραυλικό σύστημα S-400 Triumf (σ.σ. κωδική ονομασία ΝΑΤΟ: SA-21 Growler) αποτελεί ένα από τα πλέον αποτελεσματικά και προηγμένα πυραυλικά συστήματα στον κόσμο. Σχεδιάστηκε τη δεκαετία του ’90 στη Ρωσία και από το 2007 είναι μέρος του αντιαεροπορικού σχεδιασμού της χώρας.

Μια μονάδα πυρός S-400 αποτελείται από 8 εκτοξευτές με 112 πυραύλους και τα συνοδευτικά τους οχήματα (ραντάρ κ.ο.κ.) και κοστίζει 400 εκατ. δολάρια. Οι 4 πύραυλοι έχουν βεληνεκές 40, 120, 250 και 400 χλμ., δημιουργώντας ουσιαστικά μια ομπρέλα για μικρό, μέσο και μεγάλης απόστασης βεληνεκές. Η απόκτηση των S-400 από την Τουρκία αλλάζει άρδην τα δεδομένα όχι μόνο για Ελλάδα (Αιγαίο) και Κύπρο, αλλά και για ολόκληρη την περιοχή της Μέσης Ανατολής και της ΝΑ Μεσογείου.

Το εύρος της επιχειρησιακής κάλυψης του S-400 στην περίπτωση της Ελλάδας καλύπτει τακτικά μια απόσταση 600 χλμ. (εύρος ραντάρ 91Ν6Ε από την Προύσα έως την έδρα του νατοϊκού Αρχηγείου Τακτικής Αεροπορίας της Ελλάδας στη Λάρισα), ενώ στην περίπτωσή μας καλύπτει ολόκληρη την Κύπρο στην απόσταση Ισπάρτας – Αιγύπτου, ενώ το μέγιστο βεληνεκές των 400 χλμ. του πυραύλου 40Ν6 καλύπτει τη μισή απόσταση από την Αττάλεια έως την Αίγυπτο.

Όπως και στη δική μας περίπτωση, όπου η Τουρκία ενέταξε στο στρατηγικό της δόγμα μια preemptive προσβολή του συστήματος S-300 αν τελικά παραδιδόταν στην Κυπριακή Δημοκρατία, η απόκτηση από την Άγκυρα του προηγμένου αυτού οπλικού συστήματος, σε συνδυασμό με την επιχειρησιακή εκμετάλλευση του αεροσκάφους F-35, αυξάνει κατά πολύ τη στρατιωτική ισχύ της χώρας και σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να μην ληφθεί σοβαρά υπόψη τι σηματοδοτεί για τις στρατιωτικές επιχειρησιακές επιλογές της Τουρκίας στο μέλλον.

 

Πηγή: http://politis.com.cy/article/ti-epidioki-i-tourkia-sto-zitima-ton-s-400

Συγγραφέας: Γιώργος Τσιμπούκης

Στρατηγικός Αναλυτής με μεγάλη εμπειρία στην ανάλυση αμυντικών συστημάτων και θεμάτων ασφάλειας. Αναλυτής – Συντάκτης σε εξειδικευμένα περιοδικά Άμυνας και Ασφαλείας.