Θεόδωρος Τσακίρης: Οι γεωστρατηγικές και ενεργειακές προεκτάσεις της συμφωνίας της Μπέρ Σεβά

Η τελική συμφωνία επί του κειμένου της τετραμερούς διακυβερνητικής συμφωνίας αναφορικά με την κατασκευή του East Med Gas Pipeline (EMGP) που επιτεύχθηκε στην Μπερ Σεβά στις 20 Δεκεμβρίου αποτέλεσε ευχάριστη έκπληξη για όσους παρακολουθούν από του σύνεγγυς τις ενεργειακές εξελίξεις στη σκακιέρα της Ν.Α.Μεσογείου. Οι μήνες περνούσαν και το χρονοδιάγραμμα το οποίο είχαν βάλει οι υπουργοί ενέργειας που ηγούντο των διαπραγματεύσεων τον Δεκέμβριο του 2017 για ολοκλήρωση και υπογραφή του κειμένου μέσα στο 2018 φαινόταν δύσκολο να επιτευχθεί.

Όπως παραδέχθηκε σε δηλώσεις στο ρ/φ σταθμό Active της Κύπρου στις 21 Δεκεμβρίου ο ΥΠΕΞ της Κύπρου Νίκος Χριστοδουλίδης πριν από τη 5η τριμερή σύνοδο κορυφής της Μπέρ Σεβά υπήρχαν τέσσερα ανοικτά θέματα που καθιστούσαν αμφίβολη την επίτευξη συμφωνίας αλλά αυτά υπό το συντονισμένο βάρος της παρουσίας των τριών ηγετών ξεπεράσθηκαν την ύστατη ώρα. Έχουμε λοιπόν κείμενο συμφωνίας στο οποίο εκ του μακρόθεν συμφώνησε και η ιταλική κυβέρνηση μολονότι δεν ευδόκησε να παραστεί στην Μπέρ Σεβά ούτε σε επίπεδο πρέσβη, κάτι που έκανε ο Αμερικάνος πρέσβης στο Ισραήλ κ.Φρίντμαν για να υπερτονίσει -και πολύ σωστά έκανε- τη σημασία του έργου για τη διαφοροποίηση των πηγών αλλά και των οδεύσεων εισαγωγής φυσικού αερίου της Ε.Ε.

Το έργο άλλωστε συνάδει με τη βασική στρατηγική επιδίωξη των ΗΠΑ να μειώσουν την εξάρτηση της Ε.Ε. από τις ρωσικές εξαγωγές αερίου και για αυτόν ακριβώς το λόγο δημοσίως το υποστήριξαν. Δεν θα πρέπει να περιμένει ωστόσο κάτι το ουσιαστικότερο από την πλευρά τους σε αυτήν τη φάση, εκτός και εάν στην κατασκευή του έργου εμπλακούν ισραηλινές κρατικές εταιρίες όπως η Israeli Natural Gas Lines (INGL), δηλαδή το ισραηλινό αντίστοιχο του ΔΕΣΦΑ. Σε περίπτωση που όντως εκδηλωθεί ενδιαφέρον συμμετοχής από την INGL και μια αμερικανική ή έστω αμερικανό-ισραηλινή κοινοπραξία, τότε ο ισραηλινός πολιτικός μηχανισμός στην Ουάσινγκτον που θα μπορούσε να ανοίξει το δρόμο για τη διασφάλιση πιστώσεων από κρατικούς χρηματοδοτικούς φορείς όπως η US Export Import Bank και η Overseas Political Insurance Corporation. Η Ουάσιγκτον έχει προχωρήσει στο πρόσφατο παρελθόν σε τέτοιου είδους χρηματοδοτικές διευκολύνσεις για την κατασκευή έργων αντίστοιχης γεωστρατηγικής σημασίας όπως ο αζερό-τουρκικός αγωγός πετρελαίου που συνδέει το Μπακού με τον τουρκικό λιμένα του Τζεϋχάν στον Κόλπο της Ισσού απέναντι από την κατεχόμενη Κύπρο.

Ο EMGP, το χρηματοδοτικό βάρος του οποίου θα κληθεί να «σηκώσει» η Ευρωπαϊκή Επιτροπή μέσα από τα κονδύλια εξυπηρέτησης της πολιτικής για την Ενεργειακή Ένωση όπως το CEF (Connect Europe Facility), όντως εξυπηρετεί τους δύο ανωτέρω κεφαλαιώδεις στόχους της ευρωπαϊκής ενεργειακής στρατηγικής ασφάλειας. Μεταφέρει αέριο από μη-ρωσικές πηγές παραγωγής και μέσω οδεύσεων που παρακάμπτουν ταυτόχρονα και τη Ρωσία, και την Ουκρανία και την Τουρκία.

Για αυτόν ακριβώς το λόγο θα αποτελέσει μεγάλη έκπληξη αν η συμφωνία τελικά δεν εγκριθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στην οποία πρέπει να υποβληθεί πριν υπογραφεί από τα συμβαλλόμενα κράτη έτσι ώστε να διασφαλισθεί η συμβατότητα της με το ενεργειακό δίκαιο ανταγωνισμού αλλά και τις στοχεύσεις της ευρωπαϊκής ενεργειακής στρατηγικής ασφαλείας.

Οι δυνητικοί όγκοι αερίου που θα μεταφερθούν από το έργο αυτό είναι τόσο σημαντικοί -υπολογιζόμενοι μεταξύ 10-20 ΔΚΜ έως το 2040- ώστε να επιβάλλουν την ενασχόληση της Επιτροπής a priori διευκολύνοντας έτσι την υλοποίηση του έργου και την πιθανή του χρηματοδότηση τόσο από κοινοτικά προγράμματα επιχορηγήσεων όπως το CEF όσο και από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (ΕΤΕ).

Η στρατηγική σπουδαιότητα του έργου έχει εδώ και καιρό αναγνωρισθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και ειδικότερα από τον Επίτροπο για την Ενέργεια και την Κλιματική Αλλαγή Μιγκέλ Αρίας Κανιέτε ο οποίος και συμμετείχε στην καταλυτική σύνοδο των υπουργών ενέργειας των τεσσάρων συμβαλλομένων κρατών στο Ισραήλ τον Απρίλιο του 2017. Η ενσωμάτωση της Ιταλίας ως χώρα προώθησης του East Med και το προσωπικό ενδιαφέρον του Κανιέτε διασφάλισαν την περαιτέρω χρηματοδότηση του έργου με 34,5 εκατομμύρια ευρώ για την ολοκλήρωση της βασικής μελέτης σκοπιμότητας (FEED: Front End Engineering & Design).

Η μελέτη αυτή που θα συμπεριλαμβάνει λεπτομερή βαθυμετρικά στοιχεία καταγράφοντας την ακριβή δυνητική όδευση του αγωγού (routing), θα μας δώσει μια σαφέστερη εικόνα του πιθανού κόστους του έργου που αναμένεται να ξεπεράσει σαφώς τα $7 δις όταν αποσαφηνισθούν ευκρινέστερα οι κατασκευαστικές του λεπτομέρειες. Και αναφέρομαι μόνο στο υποθαλάσσιο τμήμα του έργου που ωστόσο αποτελεί την αρχή και όχι την κατάληξη του δικτύου αγωγών που θα χρειαστεί να κατασκευασθεί προκειμένου το αέριο της Λεβαντίνης να φτάσει στην Ιταλία και από εκεί στην Κεντρική Ευρώπη. Εάν κάποιος προσθέσει στο κόστος του υποθαλάσσιου αγωγού, το χερσαίο δίκτυο από την Πελοπόννησο έως την Ηγουμενίτσα απ’ όπου θα ξεκινήσει ο υποθαλάσσιος Έλληνο-ιταλικός αγωγός ΠΟΣΕΙΔΩΝ για να φτάσει στη Νότια Ιταλία, τότε το συνολικό κόστος του έργου είναι πιθανόν να ξεπεράσει και τα $12.

Το κόστος αυτό δυνητικά θα μειωνόταν σε λιγότερο των $10 δις εάν η πρώτη φάση δυναμικότητας του ΠΟΣΕΙΔΩΝ, τα αρχικά 10 ΔΚΜ/Ε, λειτουργούσε είτε με αζερικό είτε με ρωσικό αέριο αλλά κάτι τέτοιο δεν φαντάζει πλέον πιθανόν. Το μεν αζερικό αέριο θα κατευθυνθεί στην Νότια Ιταλία μέσω του ΤΑΡ και τώρα και στο μέλλον, όταν νέες ποσότητες παραγωγής θα διπλασιάσουν περί το 2025 τη δυναμικότητα του δια-Αδριατικού αγωγού από τα 10 στα 20 ΔΚΜ/Ε. Το δε ρωσικό αέριο που θα φτάσει στα ελληνοτουρκικά σύνορα με τον Turkstream 2, θα μπορούσε να κατευθυνθεί μέσω του ΠΟΣΕΙΔΩΝ εάν υλοποιείτο το σχέδιο Greek Stream. Ωστόσο, παρά τους ευσεβοποθισμούς του Έλληνα πρωθυπουργού κατά την πρόσφατη επίσκεψη του στη Μόσχα, η Ρωσία είναι πιθανότερο ότι θα επιλέξει τη χρήση του υφιστάμενου δικτύου από τη Βουλγαρία προς την Τουρκία σε αντίστροφη ροή, κατασκευάζοντας ένα νέο δίκτυο προς την Ουγγαρία και την Αυστρία είτε μέσω Ρουμανίας, είτε το πιθανότερο μέσω Σερβίας.

Αυτό συνεπάγεται ότι το συνολικό «Δίκτυο της Λεβαντίνης» θα είναι κατά πάσα πιθανότητα ακριβότερο τόσο από άποψη κατασκευής όσο και από άποψη συντήρησης συγκριτικά μ’ ένα διπλό τερματικό υγροποίησης στην Κύπρο. Αυτό σημαίνει ότι το «Δίκτυο της Λεβαντίνης» ίσως να μην αποτελέσει τη βέλτιστη εμπορική επιλογή για τους εξαγωγείς φυσικού αερίου της περιοχής εκτός εάν επιδοτηθεί σημαντικό τμήμα του κόστους κατασκευής του έργου από «θεσμικούς» επενδυτές και δημόσιους χρηματοδοτικούς οργανισμούς από την Ε.Ε. και δευτερευόντως τις ΗΠΑ.

Μια τέτοια χρηματοδότηση θα στοχεύει στη μείωση του κόστους χρήσης του δικτύου από τους δυνητικούς εξαγωγείς, στους οποίους θα συμπεριληφθούν κατά τα πρότυπα του ΤΑΡ οι παραγωγοί του αερίου της Λεβαντίνης. Κάτι τέτοιο προφανώς προϋποθέτει την πλήρη εξαίρεση του αγωγού από τις πρόνοιες του ευρωπαϊκού δικαίου ενέργειας καθώς οι παραγωγοί/εξαγωγείς θα απαιτήσουν -και πιθανότατα θα λάβουν- την άδεια δέσμευσης του συνόλου της δυναμικότητας του αγωγού από τους ίδιους, αποκλείοντας τυχόν ανταγωνιστικό προς το δικό τους αέριο. Οι προκλήσεις του έργου δεν σταματούν φυσικά εδώ. Παραμένουν σημαντικές παράμετροι γεωπολιτικού και οικονομικού ρίσκου που πρέπει να συνεκτιμηθούν.

Η αντίδραση της Τουρκίας αναμένεται να είναι ιδιαιτέρως έντονη ιδίως εν τη απουσία προοπτικής λύσης στο Κυπριακό, ενώ η απουσία οριοθετημένης υφαλοκρηπίδας Ελλάδος-Κύπρου-Αιγύπτου αποδυναμώνει περαιτέρω από γεωπολιτική άποψη το έργο. Ίσως η 4μερής να πρέπει να γίνει 5μερής, να συμπεριλάβει δηλαδή και την Αίγυπτο, προκειμένου να μειωθούν περαιτέρω οι γεωπολιτικοί δείκτες ρίσκου ενός τόσο κοστοβόρου και κατασκευαστικά δυσχερούς έργου. Για να γίνει ο αγωγός τα συμβαλλόμενα κράτη πρέπει να διαθέτουν τόσο τα στρατιωτικά μέσα (που τα διαθέτουν) όσο και την πολιτική βούληση προστασίας του έργου σε όλες τις φάσεις υλοποίησής του.

Για την αντιμετώπιση της τουρκικής αντίδρασης-που θα είναι επιχειρησιακά δύσκολο να υποστηριχθεί σε μεγάλη απόσταση από τις τουρκικές ακτές- χρειάζεται μια μικρή στρατιωτική συμμαχία προστασίας των ενεργειακών υποδομών και είναι ασαφές κατά πόσο κάτι τέτοιο θα προβλέπεται στο δεσμευτικό κείμενο της Διακυβερνητικής όταν αυτό αποκαλυφθεί στην Κνωσό το Φεβρουάριο του 2019. Ίσως να χρειαστεί περιστασιακά η συνδυαστική ισχύς του ελληνικού (και ενδεχομένως του) αιγυπτιακού πολεμικού ναυτικού όπως και της ισραηλινής πολεμικής αεροπορίας έτσι ώστε να κατασκευασθεί ο αγωγός με ασφάλεια.

Εάν κατασκευαστεί ο EMGP θα αποτελέσει το μεγαλύτερο αγωγό του κόσμου που θα λειτουργεί σε βάθη κοντά και πέραν των 3 χλμ., αλλά το σημαντικότερο προβληματικό του σημείο εντοπίζεται στην αιτιολογημένη απροθυμία τόσο του Ισραήλ όσο και της Κύπρου να αντιμετωπίσουν το έργο ως την υπ’ αριθμόν ένα προτεραιότητά τους. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι ως αναμενόμενη ημερομηνία υλοποίησης του έργου είναι το 2025. Γιατί; Γιατί πολύ απλά μόνο τότε θα έχει το Ισραήλ αέριο από τη ΄β φάση παραγωγής του πεδίου Λεβιάθαν για να δεσμεύει υπέρ του EMGP. Τα υπό παραγωγή πεδία, δηλαδή η πρώτη φάση παραγωγής του Λεβιάθαν και η δεύτερη φάση παραγωγής του Ταμάρ έχουν ήδη δεσμευθεί προς εξαγωγή στα τερματικά της Αιγύπτου καθόσον φυσικά η επιλογή ενός ισραηλινό-τουρκικού αγωγού παραμένει κλειστή για το Τέλ Αβίβ. Ακόμη και τότε οι διαθέσιμες από το Ισραήλ ποσότητες δεν θα επαρκούν για να καλύψουν και τα 20 ΔΚΜ/Ε, δηλαδή τη συνολική δυναμικότητα του EMGP. Θα είναι απαραίτητες ποσότητες και από την Κύπρο και ενδεχομένως από την Αίγυπτο

Ούτε η Κύπρος διαθέτει επαρκείς ποσότητες για να στηρίξει από μόνη της τον EMGP καθότι η παραγωγή του δικού της αερίου από το κοίτασμα Αφροδίτη που στην καλύτερη περίπτωση θα ξεκινήσει στα τέλη του 2022 μπορεί να δώσει μόλις 7ΔΚΜ/Ε από τα 20 ΔΚΜ/Ε της δυναμικότητας του «δικτύου της Λεβαντίνης». Πέραν αυτού, εάν η Λευκωσία δέσμευε την Αφροδίτη για τον East Med θα έχανε την πολύ πιο άμεση, εύκολη και προσοδοφόρα επιλογή του να κατασκευάσει έναν αγωγό προς το αιγυπτιακό τερματικό του Ίνκτου και να υγροποιήσει εκεί το αέριο της προς εξαγωγή. Αυτό θα τις έφερε εισοδήματα μέσα στο 2023 και είναι κάτι που μπορεί να το κάνει σχεδόν από μόνη της, με το ρίσκο μιας τουρκικής αντίδρασης να είναι πολύ πιο περιορισμένο συγκριτικά με την προοπτική κατασκευής του East Med. Ο EMGP θα αρχίσει στην καλύτερη περίπτωση να δίνει στην Κύπρο πολύ μικρότερα έσοδα και μάλιστα 2-3 χρόνια μετά την ενδεχόμενη χρησιμοποίηση του τερματικού υγροποίησης στο Ίνκτου.

*Επίκουρος Καθηγητής Γεωπολιτικής & Ενεργειακής Πολιτικής Πανεπιστημίου Λευκωσίας, Συντονιστής Ενεργειακού Προγράμματος στο ΕΛΙΑΜΕΠ  (αναδημοσίευση από Καθημερινή)

ViaDiplomacy Newsroom