Θεόδωρος Σκυλακάκης – Τι σημαίνει η αναγνώριση «μακεδονικού» έθνους από την Ελλάδα
Η συμφωνία των Πρεσπών κάνει εσωτερικό ελληνικό δίκαιο και μάλιστα υπέρτερο των κοινών νόμων, την αναγνώριση «Μακεδονικού» έθνους. Αυτό συμβαίνει στο άρθρο 7 της συμφωνίας όπου ρητά ορίζεται «με… τους όρους» Μακεδονία και Μακεδόνες σε ό,τι αφορά την πλευρά των Σκοπίων «νοούνται η επικράτεια, η γλώσσα, ο πληθυσμός και τα χαρακτηριστικά τους, με τη δική τους ιστορία, πολιτισμό και κληρονομιά…». Πιο καθαρός ορισμός έθνους σε διεθνή συνθήκη δεν έχει υπάρξει. Τι συνεπάγεται αυτό;
Για να απαντήσουμε στο ερώτημα θα πρέπει να θυμηθούμε την ουσία της διαμάχης μεταξύ των δύο πλευρών. Η Ελλάδα από το 1918 -επί κυβερνήσεως Ελευθερίου Βενιζέλου- θεωρούσε ότι οι σλαβομακεδόνες ήταν μια χωριστή εθνοτική ομάδα, όχι Βούλγαροι και τους αποκαλούσε έτσι, «σλαβομακεδόνες», μέχρι το 1991, καθώς η πολιτική του υπουργείου Εξωτερικών ήταν να αρνείται την χρήση του όρου Μακεδονία και Μακεδόνας με εθνική έννοια από τους βόρειους γείτονές μας. Το έγγραφο που συνοψίζει την πολιτική αυτή πολλών δεκαετιών, σε χρόνο μάλιστα απολύτως πολιτικά ουδέτερο, είχε σταλεί σε όλες τις ελληνικές διπλωματικές αρχές το 1983 από τον τότε υπουργό Εξωτερικών Ιωάννη Χαραλαμπόπουλο και αναφέρει επί λέξη:
«Η ελληνική πολιτική στο Μακεδονικό ακολουθεί με αμετακίνητη συνέπεια την ίδια γραμμή από το 1950. Η Ελλάδα δεν θέτει ούτε εδαφικές ούτε μειονοτικές διεκδικήσεις στα μακεδονικά εδάφη της Γιουγκοσλαβίας και της Βουλγαρίας, αλλά και δεν δέχεται ύπαρξη «μακεδονικής» μειονότητας στο έδαφός της. Ιδιαίτερα έναντι των Γιουγκοσλαβικών διεκδικήσεων θέσεων περί «μακεδονικού έθνους» τηρεί την ακόλουθη τακτική: Δεν αναγνωρίζει την ύπαρξη μακεδονικού έθνους, γλώσσας κ.λπ… Επιμένει στην χρήση του όρου «Μακεδονία» ως έννοιας αποκλειστικά γεωγραφικής… Επειδή δεν επιθυμεί να επέμβει στα εσωτερικά ξένης χώρας, δεν αντιδικεί με την ονομασία της νότιας δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας ως «Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας», σαν ρύθμιση εσωτερικού δικαίου. Σε περίπτωση που η Γιουγκοσλαβία εγκατέλειπε την τακτική μονοπωλήσεως του όρου «Μακεδόνας» και υιοθετούσε π.χ. την ονομασία «Σλαβομακεδόνας» ή «Μακεδονοσλάβος» για τον προσδιορισμό των Σλάβων κατοίκων της Γιουγκοσλαβικής Μακεδονίας και των τυχόν ομοϊδεατών τους στο εξωτερικό, από ελληνικής πλευράς δεν θα υπήρχε αντίδραση.»
Αυτή η αμετακίνητη γραμμή ήταν η βάση και της συμβιβαστικής λύσης που ήδη από το 1993 είχε συμφωνηθεί με τον διεθνή παράγοντα (συμφωνία Βάνς και Όουεν, που δεν είχε καμία αναφορά σε μακεδονικό έθνος, γλώσσα κ.λπ.) και ουσιαστικά γίνει αποδεκτή ως λύση και από την πλευρά των Σκοπίων. Σύνθετη ονομασία, με τη λέξη Μακεδονία να έχει γεωγραφική έννοια και μη αναγνώριση από την Ελλάδα «μακεδονικού» έθνους και «μακεδονικής» γλώσσας αφού η Ελλάδα δεν αποδεχόταν τη μονοπώληση (με εθνοτική μάλιστα έννοια) των λέξεων «Μακεδονία», «Μακεδόνας» και «μακεδονική», από έναν γειτονικό λαό. Γιατί αυτή ήταν η ουσία, η καρδιά της διαφοράς μας με τους γείτονες. Είχε δε το ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών διαχρονικά τον ρεαλισμό να θεωρεί ότι η θέση αυτή δεν μπορεί να αφορά τα εσωτερικά πράγματα των Σκοπίων, στα οποία αρνείτο να αναμιχθεί, αλλά αποκλειστικά τις διεθνείς σχέσεις. Στη βάση αυτή χαράχθηκε και η ελληνική κόκκινη γραμμή όταν η Ελλάδα, τη δεκαετία του 2000, υιοθέτησε και πάλι ως εθνική γραμμή τη λύση της σύνθετης ονομασίας.
Η συμφωνία των Πρεσπών αποτελεί μια τεράστια και σαφή υποχώρηση από την θέση αυτή της σύνθετης ονομασίας με γεωγραφική έννοια, διότι όπως ήδη εξηγήσαμε στην αρχή αναγνωρίζει -και μάλιστα ως υπέρτερης ισχύος ελληνικό εσωτερικό δίκαιο- την ύπαρξη «μακεδονικού» έθνους. Κάτι που καθιστά ήσσονος σημασίας το θέμα του ονόματος του γειτονικού κράτους.
Το παράδοξο είναι ότι η υποχώρηση αυτή δεν ήταν καν απαίτηση του διεθνούς παράγοντα, που αυτό που τον ενδιέφερε ήταν να μπουν τα Σκόπια στο ΝΑΤΟ και τίποτε άλλο. Ακόμα και ως ΠΔΓΜ αν δεχόμασταν την είσοδό τους χωρίς καμία άλλη ρύθμιση ο διεθνής παράγων θα ήταν ικανοποιημένος. Η αναγνώριση Μακεδονικού έθνους ήταν αυτόβουλή υποχώρηση της κυβέρνησης Τσίπρα, λόγω της βαθύτατης άγνοιας και παλαιο-κομουνιστικής ιδεοληψίας (και είμαι εξαιρετικά επιεικής) του πρωθυπουργού και του τότε υπουργού Εξωτερικών, που ήταν έτοιμοι ακόμα και Μακεδονία του Ίλιντεν να αποδεχθούν.
Η υποχώρηση αυτή αντί να οδηγεί σε λύση το πρόβλημα των Σκοπίων θα πυροδοτήσει τεράστια προβλήματα στις σχέσεις των δύο χωρών στα επόμενα χρόνια και θα δημιουργήσει μια μόνιμη πηγή αναταραχής και αποσταθεροποίησης του ήδη προβληματικού ελληνικού πολιτικού συστήματος, αφού εκλαμβάνεται από την πλειοψηφία του -και είναι- μια απολύτως αναιτιολόγητη διπλωματική ήττα.
Σε όσους ισχυρίζονται ότι πήραμε την σύνθετη ονομασία erga omnes και συνεπώς έπρεπε κάτι να δώσουμε η απάντηση είναι απλή. Δίνουμε την είσοδο στο ΝΑΤΟ ενός κράτους που δεν έχει καμία αμυντική προστιθέμενη αξία και ζητά την είσοδο του με βασικό επιχείρημα ότι είναι προβληματικό. Αυτό θα ήταν υπεραρκετό αντάλλαγμα για μια λύση σύνθετης ονομασίας με γεωγραφική έννοια για όλες τις διεθνείς χρήσεις. Όλα τα υπόλοιπα ήταν εκ του περισσού και εκ του πονηρού. Θα τα πληρώσουμε ακριβά και στο εσωτερικό και πολύ φοβάμαι και στις σχέσεις μας με την γειτονική Τουρκία. Ο πρώτος άλλωστε που έσπευσε να δει ο κ. Ντιμιτρόφ, μετά το πέρασμα της συμφωνίας στα Σκόπια, ήταν ο κ. Τσαβούσογλου. Και αυτό ασφαλώς δεν ήταν τυχαίο.