Τα στρατηγικά συμφέροντα της Τουρκίας και η Δύση
Είναι κοινός τόπος ότι ο στρατηγικός στόχος ανέλιξης της Τουρκίας σε περιφερειακή δύναμη, απομακρύνεται συνεχώς. Η επιχειρούμενη υπέρβαση που έθεσε ως στόχο η ισλαμική ηγεσία της χώρας, οδήγησε στην ψύχρανση των σχέσεών της με τους δυτικούς της συμμάχους, ενώ η στρατηγική συνεργασία με τις αναδυόμενες δυνάμεις της Ευρασίας παραμένει αβέβαιη. Οι ανακατατάξεις τόσο στην εσωτερική πολιτική σκηνή της Τουρκίας όσο και στην περιφερειακή σκηνή, φαίνεται πως έχουν αναστρέψει το ευνοϊκό κλίμα που υπήρχε προηγουμένως.
Οι επιλογές του Τούρκου Προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν να ακολουθήσει, αφενός, ένα μοντέλο αυταρχικής διακυβέρνησης στο εσωτερικό, και αφετέρου, μια πιο προκλητική εξωτερική πολιτική, τόσο σε περιφερειακό όσο και σε διεθνές επίπεδο, καθιστούν επισφαλή την αξιοπιστία της Άγκυρας στη δυτική συμμαχία. Οι πρόσφατες εντάσεις μεταξύ Τουρκίας και Δύσης προσφέρουν τροφή για σκέψη όσον αφορά τις σχέσεις των περιφερειακών μονάδων του διεθνούς συστήματος με τις μεγάλες δυνάμεις, η στάση των οποίων είναι καθοριστική στην υλοποίηση των στόχων που θέτουν οι ηγεσίες των πρώτων.
Η αδυναμία να καλύψει άμεσα τις ανάγκες ασφάλειας της χώρας, που επιδιώκει η ηγεσία του AKP με αφορμή το συγκρουσιακό φαινόμενο, το οποίο διαδραματίζεται στα μεσανατολικά σύνορά της, την οδηγεί στην αναζήτηση λύσεων στο εξωτερικό με μοναδικό κριτήριο την εξυπηρέτηση των αναγκών της. Η προσπάθεια απόκτησης εκ μέρους της Τουρκίας ρωσικών πυραυλικών συστημάτων S-400, οι οποίοι δεν είναι συμβατοί με τα νατοϊκά πυραυλικά συστήματα, δημιούργησε τριβές μεταξύ της Άγκυρας και της Ουάσιγκτον. Πέραν των τεχνικών διαστάσεων, το ζήτημα έχει πρωτίστως πολιτικό χαρακτήρα.
Η ισλαμική ηγεσία της Τουρκίας επιδιώκει την απόκτηση αντιαεροπορικών συστημάτων εδώ και αρκετά χρόνια. Υπενθυμίζεται ότι πολύ πριν προσεγγίσει την Ρωσία, είχε φτάσει ένα βήμα πριν την προμήθεια των κινεζικής προέλευσης πυραυλικών συστημάτων HQ-9, τα οποία μολονότι δεν είχαν πολύ χαμηλότερο κόστος από εκείνα των δυτικών εταιρειών που είχαν καταθέσει προσφορά, παρείχαν τελικά τη δυνατότητα συμπαραγωγής τους, ανταποδοτικό όφελος που είχε ενθαρρύνει την Άγκυρα να κατευθυνθεί προς αυτή την επιλογή. Τα κινεζικά πυραυλικά συστήματα δεν ήταν, επίσης, συμβατά με τα νατοϊκά, με αποτέλεσμα η Άγκυρα να ενδώσει τότε, το 2014, στις πιέσεις της δύσης. Η τουρκική ηγεσία είχε ξεκινήσει να ψάχνει για εναλλακτικές, ωστόσο, η κρίση με το ρωσικό βομβαρδιστικό τον Νοέμβριο του ίδιου χρόνου είχε αποκλείσει εκ των πραγμάτων οποιαδήποτε σκέψη αγοράς ρωσικών οπλικών συστημάτων. Η επαναπροσέγγιση, όμως, μεταξύ Άγκυρας και Μόσχας τον Ιούνιο του 2016, στην πορεία προσέφερε νέες προοπτικές. Πρόσφατα, ο Τούρκος Πρόεδρος ανακοίνωσε με ενθουσιασμό την υπογραφή της συμφωνίας με τη Μόσχα και ότι η Άγκυρα είχε καταβάλει ένα ποσό για τη θέση σε ισχύ της. Αξιοσημείωτο είναι ότι η Τουρκία πέτυχε, επίσης, την συμπαραγωγή των ρωσικών πυραυλικών συστημάτων, συμφωνία που θα μπορούσε να της επιτρέψει να επωφεληθεί από την μεταφορά τεχνογνωσίας από τη Ρωσία.
Η διαφαινόμενη πρόθεση της Άγκυρας να αποκτήσει κάποιο βαθμό αυτονομίας από το δυτικό συνασπισμό και η τάση της να ασκήσει ηγεμονικές πολιτικές στην περιφέρειά της, καθιστά τους δυτικούς αναλυτές και πολιτικούς ολοένα και πιο σκεπτικούς απέναντι στα αιτήματά της που αφορούν θέματα ασφάλειας και τεχνογνωσίας. Η διολίσθησή της Τουρκίας στον αυταρχισμό και το πολύ χαμηλό επίπεδο ανθρωπίνων δικαιωμάτων κυρίως μετά την απόπειρα πραξικοπήματος τον Ιούλιο του 2016, η εμμονή της ηγεσίας της να απαιτήσει από δυτικές κυρίως χώρες την έκδοση τούρκων πολιτών που κατηγορούνται για συμμετοχή στην απόπειρα πραξικοπήματος του 2016 ή/και την κοινότητα του Φετουλάχ Γκιουλέν, και κυρίως ο εκβιασμός των δυτικών κρατών με συλλήψεις υπηκόων τους (δημοσιογράφοι και ακτιβιστές), είναι στοιχεία που συνηγορούν και ενισχύουν τον παραπάνω σκεπτικισμό. Στις Η.Π.Α. έχει ξεκινήσει ήδη η συζήτηση για το αν θα πρέπει να υλοποιηθεί η συμφωνία με την Τουρκία για την συμπαραγωγή σε περίπου ένα χρόνο των αεροσκαφών F-35, τα οποία διαθέτουν αναπτυγμένη τεχνολογία Οι δε νατοϊκοί αξιωματούχοι δεν άργησαν να υπογραμμίσουν ότι τα κράτη-μέλη του Συμφώνου έχουν, βεβαίως, το δικαίωμα της «ελεύθερης επιλογής» οπλικών συστημάτων, δεν είναι άμοιρη όμως αυτή και του κόστους που της αναλογεί.
Η προπέτεια της ισλαμικής ηγεσίας της Τουρκίας να αποκτήσει στρατηγικά όπλα με κάθε τρόπο, ακόμη και από αναδυόμενες δυνάμεις της Ευρασίας με τις οποίες η Δύση δεν έχει κατ’ ανάγκη τις καλύτερες πάντα σχέσεις, καθώς και η συνεχής απομάκρυνση από τις δυτικές αξίες και αρχές, συνιστούν σοβαρό πρόβλημα για τη συμμαχία. Οι ανάγκες επιβίωσης της Τουρκίας, όπως αυτές προσδιορίζονται από την ισλαμική ηγεσία της, θα είναι τελικά εκείνες που θα καθορίσουν την συμπόρευση της χώρας με τη Δύση, ενώ οι επιλογές που θα κάνει η ηγεσία της τον βαθμό αξιοπιστίας της χώρας για τη δυτική συμμαχία.
Ο Νικόλας Ραπτόπουλος είναι επίκουρος Καθηγητής του Πανεπιστημίου Πειραιά και διευθυντής του Εργαστηρίου Τουρκικών και Ευρασιατικών Μελετών