Συναντήσεις Ερντογάν με Σολτς και Πεζεσκιάν στη Νέα Υόρκη
Ο πρόεδρος της Τουρκίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν συναντήθηκε με τον καγκελάριο της Γερμανίας Όλαφ Σολτς στη Νέα Υόρκη, όπου βρίσκονται οι δύο ηγέτες στο πλαίσιο των εργασιών της 79ης Γενικής Συνέλευσης του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών.
Η συνάντηση πραγματοποιήθηκε στο «Σπίτι της Τουρκίας» στην αμερικανική μεγαλούπολη όπου έχει καταλύσει ο πρόεδρος Ερντογάν και σύμφωνα με ανακοίνωση της Διεύθυνσης Επικοινωνίας της τουρκικής προεδρίας, στην ατζέντα των δύο ηγετών κυριάρχησαν οι διμερείς σχέσεις Τουρκίας-Γερμανίας, η «αναζωογόνηση της διαδικασίας ένταξης της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση», και ο πόλεμος Ισραήλ/Χαμάς στη Λωρίδα της Γάζας.
Στην ανακοίνωση της τουρκικής προεδρίας αναφέρεται ότι κατά τη διάρκεια της συνάντησης, ο πρόεδρος Ερντογάν τόνισε ότι «η Τουρκία και η Γερμανία είναι δύο σύμμαχοι με βαθιά ριζωμένες σχέσεις και δεσμούς», ότι «συνεχίζονται οι προσπάθειες για τη βελτίωση της συνεργασίας σε όλους τους τομείς, την αξιοποίηση και την αύξηση των ευκαιριών» και ότι «η Τουρκία είναι έτοιμη για βήματα που θα ωφελήσουν και τις δύο χώρες».
Χαρακτήρισε εξάλλου «απαραίτητο να αναζωογονηθούν οι σχέσεις μεταξύ της Τουρκίας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης», ενώ σημείωσε πως «η Τουρκία αναμένει υποστήριξη από τη Γερμανία για την επίλυση το συντομότερο δυνατόν του ζητήματος των θεωρήσεων» εισόδου των Τούρκων πολιτών στις χώρες της ζώνης Σένγκεν.
Ο πρόεδρος της Τουρκίας υποστήριξε επίσης ότι «το Ισραήλ επιδιώκει να διευρύνει τον κύκλο της βίας», «δεν βλέπει κανένα κακό στην παραβίαση του Διεθνούς Δικαίου και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων» και «η υποστήριξη των δυτικών χωρών στο Ισραήλ οδήγησε σε πρωτοφανείς σφαγές στη Γάζα κι έκανε το Ισραήλ ακόμη πιο θρασύ».
Συνάντηση και με τον πρόεδρο του Ιράν
Ο Ερντογάν είχε συνάντηση και με τον πρόεδρο του Ιράν Μασούντ Πεζεσκιάν στη Νέα Υόρκη. Πραγματοποιήθηκε στο «Σπίτι της Τουρκίας», στην αμερικανική μεγαλούπολη, όπου έχει καταλύσει ο Ταγίπ Ερντογάν και σύμφωνα με ανακοίνωση της Διεύθυνσης Επικοινωνίας της τουρκικής προεδρίας κυρίαρχα θέματα στην ατζέντα των δύο προέδρων ήταν οι διμερείς σχέσεις μεταξύ Τουρκίας και Ιράν καθώς και οι ισραηλινές επιθέσεις στα Παλαιστινιακά Εδάφη και τον Λίβανο.
Στην ανακοίνωση της τουρκικής προεδρίας αναφέρεται ότι «κατά τη διάρκεια της συνάντησης, ο πρόεδρος Ερντογάν δήλωσε ότι οι ιστορικοί και πολιτιστικοί δεσμοί μεταξύ της Τουρκίας και του Ιράν αντανακλούσαν πάντα θετικά στις σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών και ότι στη νέα περίοδο θα αξιοποιηθούν οι ευκαιρίες συνεργασίας σύμφωνα με τα συμφέροντα των δύο χωρών και ότι πιστεύει ότι οι σχέσεις θα αναπτυχθούν και θα προωθηθούν σε κάθε τομέα».
Ο πρόεδρος Ερντογάν δήλωσε ότι «είναι σημαντικό να ληφθούν μέτρα που εξυπηρετούν την ειρήνη απέναντι στην επιθετικότητα του Ισραήλ που απειλεί την ειρήνη και τη σταθερότητα στην περιοχή, ότι η διεθνής κοινότητα θα πρέπει να υψώσει περισσότερο τη φωνή της με βάση το Διεθνές Δίκαιο, της διπλωματίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων προκειμένου να τερματιστεί το συντομότερο δυνατό η βία του Ισραήλ στην Παλαιστίνη και το Λίβανο»
Είπε επίσης ότι «η Τουρκία συνεχίζει να αυξάνει τις προσπάθειές της για την παροχή ανθρωπιστικής βοήθειας στους αμάχους στα παλαιστινιακά εδάφη, ιδίως στη Γάζα, όπου λαμβάνουν χώρα ισραηλινές σφαγές».
Οι σχέσεις της Τουρκίας με το γειτονικό του Ιράν χαρακτηρίζονται από περιφερειακό ανταγωνισμό, αλλά και μία επιβεβλημένη από τις γεωπολιτικές συνθήκες συνεργασία. Η Τεχεράνη αντιτίθεται στα σχέδια της ‘Αγκυρας για δημιουργία του λεγόμενου διαδρόμου του Ζανγκεζούρ που θα περνάει κατά μήκος των ιρανικών συνόρων, εντός του εδάφους της Αρμενίας και θα ενώνει την Τουρκία με το Αζερμπαϊτζάν και τις τουρκογενείς χώρες της Κεντρικής Ασίας. Η Τουρκία από την πλευρά της δεν κρύβει την ενόχλησή της για τις στενές σχέσεις του Ιράν με την κουρδική παράταξη της Πατριωτικής Ένωσης του Κουρδιστάν του Μπαφέλ Ταλαμπανί, με έδρα την πόλη Σουλεϊμανίγια του Βορείου Ιράκ. Οι δύο χώρες στηρίζουν ωστόσο της Χαμάς στον πόλεμο της Γάζας και έχουν κοινή στάση έναντι του Ισραήλ. Οι δύο γειτονικές χώρες έχουν επίσης ανεπτυγμένες εμπορικές σχέσεις, ο όγκος των οποίων αγγίζει τα 6 δισ. δολάρια.