Στη γεωπολιτική σκακιέρα διακυβεύεται η τιμή του πετρελαίου

Επί δεκαπέντε μήνες, από τον Ιανουάριο του περασμένου έτους, όταν ο ΟΠΕΚ και η Ρωσία συμφώνησαν να μειώσουν την παραγωγή πετρελαίου, οι τιμές του «μαύρου χρυσού» ανακάμπτουν. Βρίσκονται στα υψηλότερα επίπεδα των τελευταίων τριών ετών και φαίνεται να εξωθούνται ανοδικά λόγω γεωπολιτικών παραγόντων. Η προοπτική να ακυρωθεί η συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν και να επανέλθουν οι εναντίον του οικονομικές κυρώσεις φαίνεται να επηρεάζει τις τιμές του «μαύρου χρυσού» πολύ περισσότερο απ’ ό,τι οι αποφάσεις του ΟΠΕΚ και της Ρωσίας.

Το Brent βρέθηκε πάνω από τα 76 δολάρια το βαρέλι, μετά την απογοήτευση που εξέφρασε ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν επειδή δεν μπόρεσε να πείσει τον Αμερικανό πρόεδρο να μην ακυρώσει τη συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν. Ετσι, περίπου δύο εβδομάδες πριν από τη 12η Μαΐου, οπότε αναμένεται να λάβει την κρίσιμη απόφαση ο Ντόναλντ Τραμπ, τα σχόλια των αναλυτών της αγοράς περιστρέφονται γύρω από το επίμαχο θέμα του Ιράν.

Μιλώντας στο CNN ο Τζο Μακ Μόνιγκλ, αναλυτής ενέργειας στη Hedgeye Risk Manqgement, τόνισε ότι «σε μεγάλο βαθμό η άνοδος των τιμών οφείλεται στη στάση του Αμερικανού προέδρου προς το Ιράν, καθώς μιλάμε για έναν τεράστιο όγκο πετρελαίου». Εξάλλου, η ελεύθερη πτώση που σημείωσε το πετρέλαιο από το καλοκαίρι του 2014 και για περίπου δυόμισι χρόνια, κατέδειξε πόσο δύσκολο είναι να ανακτήσει τον έλεγχο των τιμών ο ΟΠΕΚ. Κύρια αιτία είναι ότι η αμερικανική βιομηχανία σχιστολιθικών υδρογονανθράκων παράγει με πυρετώδεις ρυθμούς.

Σύμφωνα με τον Στίβεν Ινς, διαπραγματευτή πετρελαίου στην OANDA, αν επανέλθουν οι κυρώσεις κατά της Τεχεράνης, «μπορεί να οδηγήσουν σε αύξηση της τιμής του πετρελαίου κατά 5 δολάρια το βαρέλι». Οι αναλυτές του κλάδου τείνουν να αγνοήσουν την άτυπη συνάντηση που είχαν τις τελευταίες ημέρες ο ΟΠΕΚ με τη Ρωσία, στο πλαίσιο της οποίας συμφωνήθηκε να παραταθεί η συμφωνία για τη μείωση της παραγωγής.

Η επίμαχη συμφωνία που συνήψαν το 2015 αφενός το Ιράν και αφετέρου η Κίνα, η Γαλλία, η Ρωσία, η Γερμανία, η Βρετανία και οι ΗΠΑ δέσμευσε την Τεχεράνη στην αναστολή κάθε δραστηριότητας που θα μπορούσε να οδηγήσει στη δημιουργία πυρηνικής βόμβας.

Ως αντάλλαγμα, η κυβέρνηση Ομπάμα προχώρησε στη χαλάρωση των οικονομικών κυρώσεων στο Ιράν. Το αποτέλεσμα αυτής της ενέργειας ήταν η σταδιακή αύξηση της παραγωγής ιρανικού πετρελαίου. Από τις αρχές του 2016, οπότε χαλάρωσαν οι εναντίον της κυρώσεις, η Τεχεράνη αύξησε την παραγωγή πετρελαίου κατά περίπου ένα εκατ. βαρέλια την ημέρα, φθάνοντας τα 3,8 εκατ. βαρέλια την ημέρα. Αν, όμως, ακυρώσει τη συμφωνία ο Αμερικανός πρόεδρος και επαναφέρει τις κυρώσεις κατά της Τεχεράνης, θα αφαιρεθούν και πάλι από την παγκόσμια αγορά τουλάχιστον 500.000 βαρέλια την ημέρα.

Boeing, Airbus, Total θα πληγούν αν επανέλθουν οι κυρώσεις κατά του Ιράν

Είναι προφανές ότι η Σαουδική Αραβία και οι πετρελαιοπαραγωγοί χώρες εντός και εκτός ΟΠΕΚ πρόκειται να κερδίσουν από μια επιστροφή στο καθεστώς του οικονομικού αποκλεισμού του Ιράν. Κάποιες άλλες, όμως, θα χάσουν. Οπως ανέφερε σε σχετικό ρεπορτάζ του το αμερικανικό δίκτυο CNN, ανάμεσα στους χαμένους θα είναι οι οδηγοί αυτοκινήτων, που θα πληρώνουν πολύ περισσότερα εάν αφαιρεθεί από την αγορά η παραγωγή της χώρας με τα πέμπτα μεγαλύτερα αποθέματα πετρελαίου στον κόσμο. Θα πληγούν, όμως, πολύ περισσότερο οι αεροναυπηγικές βιομηχανίες, τόσο η αμερικανική Boeing όσο και η ευρωπαϊκή Airbus, που έχουν κλείσει συμφωνίες με την Τεχεράνη. Η Boeing ήταν από τις πρώτες βιομηχανίες που έσπευσαν να επωφεληθούν από τη χαλάρωση των κυρώσεων. Υπέγραψε συμφωνία ύψους 8 δισ. δολαρίων για την πώληση 80 αεροσκαφών στον περσικό αερομεταφορέα Iran Air, αλλά και για την πώληση 30 αεροσκαφών αξίας 3 δισ. δολαρίων σε μια άλλη ιρανική εταιρεία, την Aseman Airlines. Σε ό,τι φορά την Airbus, έχει συμφωνήσει με την Τεχεράνη να τις πουλήσει 100 αεροσκάφη αξίας 100 δισ. δολαρίων.

Μεταξύ εκείνων που βιάστηκαν να κλείσουν συμφωνίες με το Ιράν και ενδέχεται να τις δουν να ακυρώνονται είναι ο γαλλικός πετρελαϊκός κολοσσός Total, που μαζί με την κινεζική κρατική πετρελαϊκή CNPC έχει υπογράψει συμβόλαιο ύψους 2 δισ. δολαρίων για την εκμετάλλευση ενός κολοσσιαίου κοιτάσματος φυσικού αερίου του Ιράν, του South Pars. Επίσης, η General Electric έχει από το περασμένο έτος παραγγελίες πολλών εκατ. δολαρίων από το Ιράν για τις επιχειρήσεις της στον τομέα του πετρελαίου και του φυσικού αερίου. Και βέβαια, οι επιπτώσεις δεν περιορίζονται μόνο σε βιομηχανίες σχετικά με τον πετρελαϊκό τομέα. Από την περασμένη χρονιά, η γερμανική Volkswagen έχει ανακοινώσει ότι πρόκειται να πουλήσει αυτοκίνητα στο Ιράν μετά 17 χρόνια. Μεγάλο αναμένεται να είναι το πλήγμα για την τουριστική βιομηχανία, καθώς ορισμένοι ταξιδιωτικοί όμιλοι βιάστηκαν να προτείνουν στην πελατεία τους να επισκεφθεί το Ιράν και να γνωρίσει τα επιτεύγματα του πολιτισμού του. Παράλληλα, θα ζημιωθούν αεροπορικές εταιρείες όπως η British Airways και η Lufthansa, που πραγματοποιούν και πάλι πτήσεις προς Ιράν, όπως και διεθνείς αλυσίδες ξενοδοχείων, σαν τη γαλλική Accor, που άνοιξε ξενοδοχεία στη χώρα από το 2015, και η ισπανική Melia, που σχεδίαζε να κάνει το ίδιο.

Και βέβαια στους χαμένους θα είναι η οικονομία του Ιράν, που ανέκαμψε την τελευταία διετία, όταν η χαλάρωση των κυρώσεων της έδωσε ανάσα. Ηδη τους τελευταίους μήνες έχει υποτιμηθεί το ιρανικό ριάλ έναντι του δολαρίου, και στο σύνολο του περασμένου έτους έχει χάσει περίπου το ένα τρίτο της αξίας του.

Έντυπη Καθημερινή

ViaDiplomacy Newsroom