Σολτς: Δεν μπορούμε να αφήσουμε στο μεταναστευτικό μόνες τους, την Ελλάδα και Ιταλία
O Γερμανός καγκελάριος Όλαφ Σολτς, επ’ ευκαιρία της σημερινής του συνάντησης με την Ιταλίδα πρωθυπουργό Τζόρτζια Μελόνι, στην Ρώμη, παραχώρησε αποκλειστική συνέντευξη στην εφημερίδα του Μιλάνου «Corriere della Sera», στην οποία αναφέρεται στο μεταναστευτικό, στη δημοσιονομική σταθερότητα και στις κύριες προκλήσεις διεθνούς πολιτικής.
Με αναφορά στο προσφυγικό και στο μεταναστευτικό ο Γερμανός καγκελάριος τόνισε: «Πρώτα απ΄όλα, η Ιταλία, η Ελλάδα και οι άλλες μεσογειακές χώρες αντιμετωπίζουν μια τεράστια πρόκληση, διότι ο αριθμός προσφύγων που φτάνουν στα σύνορά τους παρουσιάζει αύξηση. Δεν μπορούμε να αφήσουμε την Ιταλία και τις άλλες χώρες μόνες τους, αλλά πρέπει να υιοθετήσουμε μια προσέγγιση με βάση την αλληλεγγύη και το αίσθημα ευθύνης. Η Γερμανία, από την μεριά της, πλήττεται ιδιαίτερα από την δευτερογενή μετανάστευση. Το περασμένο έτος πάνω από ένα εκατομμύριο άνδρες και γυναίκες, προερχόμενοι από την Ουκρανία, βρήκαν προστασία στην χώρα μας και, παράλληλα, άλλες 230.000 πρόσφυγες προερχόμενοι από άλλες χώρες, ήρθαν στην Γερμανία, παρότι δεν έχουμε εξωτερικά σύνορα της Ένωσης. Για το λόγο αυτό, έχουμε ανάγκη από μια αλληλέγγυα κατανομή, με αίσθημα ευθύνης και γνώσεις από μέρους των κρατών-μελών της ΕΕ. Χρειαζόμαστε και σεβασμό των διάφορων κανόνων που αφορούν όποιον ζητά προστασία, με αναφορά στις διαδικασίες παροχής ασύλου και ένταξης στις χώρες της Ένωσης».
Σχετικά με τον πόλεμο στην Ουκρανία, ο Γερμανός καγκελάριος δήλωσε: «Δεν ξέρουμε πότε θα τελειώσει ο πόλεμος αυτός. Ένα είναι σαφές: ο πρόεδρος Πούτιν έχει τη δυνατότητα να τον τερματίσει αμέσως, αποσύροντας τις δυνάμεις του και παύοντας τις εχθροπραξίες. Μετά από αυτό θα μπορούσαν να ακολουθήσουν συνομιλίες για μια δίκαιη ειρήνη μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας, όπως προτείνει εδώ και καιρό το Κίεβο. Αλλά η Ρωσία δεν μετακινείται από τα ιμπεριαλιστικά της αιτήματα. Πρέπει να είμαστε έτοιμοι να βοηθήσουμε την Ουκρανία ακόμη για πολύ καιρό».
Σε σχέση με την κρατική στήριξη των βιομηχανικών δραστηριοτήτων, ο Γερμανός καγκελάριος υπογράμμισε ότι «οι αποφάσεις της γερμανικής κυβέρνησης εντάσσονται στο πλαίσιο πρωτοβουλιών που και άλλες χώρες αναλαμβάνουν υπέρ της ανταγωνιστικότητας της βιομηχανίας τους» και ότι «υπάρχει συναίνεση σχετικά με το ότι η ευρωπαϊκή νομοθεσία για τις κρατικές βοήθειες πρέπει να γίνει ακόμη πιο ευέλικτη και λειτουργική».
Με αναφορά, τέλος, στα δημοσιονομικά, ο Όλαφ Σολτς δήλωσε στην «Corriere della Sera» ότι «χρειάζεται δημοσιονομική σταθερότητα, ξεκάθαροι κανόνες οι οποίοι να τυχαίνουν σεβασμού και ένα κοινό, διαφανές πλαίσιο», αλλά ότι «δεν θέλουμε να οδηγήσουμε μεμονωμένες χώρες σε ένα πλαίσιο λιτότητας».
H EE επιχειρεί να ξεμπλοκάρει τη μεταρρύθμιση της μεταναστευτικής πολιτικής
Οι ευρωπαίοι υπουργοί Εσωτερικών συνεδριάζουν σήμερα στο Λουξεμβούργο για να προσπαθήσουν να ξεμπλοκάρουν το ακανθώδες ζήτημα της μεταρρύθμισης της μεταναστευτικής πολιτικής, προβλέποντας αλληλεγγύη μεταξύ των κρατών μελών στην υποδοχή των προσφύγων και επιταχυμένη εξέταση ορισμένων αιτημάτων για άσυλο στα σύνορα.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξέφρασε την αισιοδοξία της για τις πιθανότητες να σημειωθεί πρόοδος, τις οποίες διπλωμάτες υπολογίζουν σε «50-50», καθώς το ζήτημα της μετανάστευσης είναι συγκρουσιακό.
Μια συμφωνία μεταξύ των 27 θα άνοιγε το δρόμο για διαπραγματεύσεις με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για την υιοθέτηση της μεταρρύθμισης πριν από την άνοιξη του 2024.
Η πρόταση συμβιβασμού που υποβλήθηκε από τη Σουηδία, τη χώρα που ασκεί την προεδρία του Συμβουλίου της ΕΕ κατά το τρέχον εξάμηνο, προβλέπει υποχρεωτική, αλλά «ευέλικτη», ευρωπαϊκή αλληλεγγύη. Τα κράτη μέλη θα είναι υποχρεωμένα να υποδεχθούν έναν ορισμένο αριθμό αιτούντων άσυλο που φθάνουν σε μια χώρα της ΕΕ που δέχεται μεταναστευτική πίεση («μετεγκαταστάσεις»), ή διαφορετικά να παράσχουν οικονομική συμβολή σ’ αυτή τη χώρα.
Πρόκεται για απόπειρα να βρεθεί μια ισορροπία ανάμεσα στις μεσογειακές χώρες πρώτης άφιξης, οι οποίες υποστηρίζουν την αυτόματη μετεγκατάσταση σε άλλες χώρες του συνασπισμού, και κράτη όπως η Ουγγαρία ή η Πολωνία, που αρνούνται να τους επιβληθεί να φιλοξενήσουν αιτούντες άσυλο.
Οι συνομιλίες αφορούν ένα οικονομικό αντάλλαγμα της τάξης των 20.000 ευρώ για κάθε αιτούντα άσυλο που δεν μετεγκαθίσταται, σύμφωνα με διπλωματικές πηγές.
«Δεν μπορείτε να ζητάτε από ορισμένα κράτη μέλη να κάνουν μετεγκαταστάσεις ενώ άλλα δεν θα πρέπει να κάνουν τίποτα, αυτό δεν θα ήταν ανεκτό», εξήγησε η επίτροπος Εσωτερικών Υποθέσεων της ΕΕ Ίλβα Γιούανσον την Τρίτη, στη διάρκεια ενημέρωσης των δημοσιογράφων.
Το άλλο κείμενο, που θα εξετάσουν οι υπουργοί, υποχρεώνει τα κράτη μέλη να θέσουν σε εφαρμογή στα σύνορα μια επιταχυμένη διαδικασία εξέτασης των αιτημάτων ασύλου για ορισμένους μετανάστες που προδήλως δεν μπορούν να επιλεγούν για να τύχουν τέτοιας προστασίας, επειδή έρχονται από χώρα που θεωρείται «ασφαλής». Και αυτό με στόχο να διευκολύνεται η επιστροφή τους σ’ αυτή.
«Δεν υπάρχει κανένας λόγος άνθρωποι που έρχονται από την Αλβανία, το Πακιστάν ή την Τουρκία να αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο με ανθρώπους που έρχονται από το Αφγανιστάν, τη Συρία ή το Σουδάν», σχολίασε η Ίλβα Γιούανσον.
Μερικές χώρες, μεταξύ των οποίων η Ουγγαρία και η Πολωνία, εξέφρασαν στη διάρκεια συνομιλιών την αντίθεσή τους στις προτάσεις για μεταρρύθμιση, σύμφωνα με διπλωματικές πηγές. Οι αποφάσεις λαμβάνονται με ενισχυμένη πλειοψηφία, πράγμα που σημαίνει ότι για να υπάρξει συμφωνία αυτή πρέπει να υποστηριχθεί από 15 χώρες από τις 27, οι οποίες να αντιπροσωπεύουν τουλάχιστον το 65% του πληθυσμού της ΕΕ.
Το μεταναστευτικό ζήτημα έχει επιστρέψει ψηλά στην ημερήσια διάταξη των 27, καθώς έχουν αυξηθεί οι αφίξεις στην ΕΕ, έπειτα από μια παύση που συνδεόταν με την πανδημία. Η τάση είναι προς μία όλο και πιο περιοριστική προσέγγιση, καθώς η άκρα δεξιά σημείωσε πρόσφατα εκλογικές επιτυχίες σε χώρες της ΕΕ.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παρουσίασε το Σεπτέμβριο 2020 την πρότασή της για το Σύμφωνο για τη Μετανάστευση και το Άσυλο, η οποία περιλαμβάνει πακέτο μέτρων, για να επιχειρηθεί να αρχίσει και πάλι μια μεταρρύθμιση που είχε μπλοκαριστεί μετά την μεταναστευτική κρίση του 2015-2016 και την αποτυχία των ποσοστώσεων κατανομής των αιτούντων άσυλο.