Σε αποκορύφωμα οδηγείται η σινο-αμερικανική σύγκρουση
«Θηλυκός» μήνας ο Αύγουστος και πολλά δραματικά γεγονότα έχουν σημειωθεί κατ΄ αυτόν, από την έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, το 1914, έως την είσοδο στην πυρηνική εποχή με τον βομβαρδισμό της Χιροσίμα και του Ναγκασάκι, το 1945. Όχι Αύγουστο, αλλά πάντως αμέσως μετά (1η Σεπτεμβρίου 1939) ξεκίνησε ο 2ος Παγκόσμιος Πόλεμος. (Παρ΄ ημίν τον Αύγουστο αποχώρησε το τελευταίο ελληνικό απόσπασμα από τη Μικρά Ασία και άρχισε η πυρκαγιά που έκαψε τη Σμύρνη το 1922, οι Ιταλοί τορπίλισαν την Έλλη το 1940 και οι τουρκικές δυνάμεις προέλασαν μέχρι τη Λευκωσία το 1974)
Ίσως δεν είναι απολύτως τυχαίο. Το καλοκαίρι κάπως αδυνατίζουν τα «ρεφλέξ» και η ετοιμότητα ηγεσιών, κρατών και κοινωνιών, καθιστώντας την εποχή ιδεώδη για εκπλήξεις.
Εφέτος, οι πρώτες ήδη μέρες του Αυγούστου μας επεφύλαξαν διεθνώς έναν καταιγισμό εξαιρετικά ανησυχητικών εξελίξεων. Νέες ενδείξεις επιτάχυνσης της κλιματικής καταστροφής (γιγαντιαίες φωτιές στην Αρκτική), κατάρρευση της συνθήκης INF, μιας από τις σημαντικότερες ελέγχου των πυρηνικών όπλων, αργά αλλά σταθερά κλιμακούμενος «πόλεμος των τάνκερ» στα στενά του Ορμούζ (από όπου περνάει ο μεγάλος όγκος του παγκόσμιου πετρελαίου), επικίνδυνη διασπορά «στρατηγικών χάους» και «σύγκρουσης πολιτισμών» στη νότιο Ασία (όπου η πυρηνική Ινδία κατήργησε την αυτονομία του Κασμίρ, προκαλώντας την οργή του πυρηνικού Πακιστάν), νέες κυρώσεις κατά της Βενεζουέλας και τουρκικές απειλές για εισβολή στη Συρία εναντίον των Κούρδων. Από την Μεσόγειο, τη Λιβύη και τη Συρία έως την Ινδία, μια τεράστια περιοχή, ζωτικής στρατηγικής σημασίας για όλες τις παγκόσμιες ισορροπίες, βρίσκεται τώρα σε πρωτοφανή, άνευ προηγουμένου αστάθεια, έχοντας μεταβληθεί σε πεδίο άσκησης πολιτικής όλων των μεγάλων δυνάμεων και εγκυμονώντας κάθε είδους κινδύνους, ακόμα και πυρηνικής ανάφλεξης. Και, σα να μην έφταναν αυτά, οδηγηθήκαμε και στη σοβαρότερη και ταχέως κλιμακούμενη κρίση μεταξύ Ηνωμένων Πολιτειών και Κίνας, μια κρίση που, όπως και εκείνη που σοβεί στον Κόλπο, εμπεριέχει τον κίνδυνο να αποτελέσει καταλύτη νέου μείζονος επεισοδίου της διεθνούς (και ευρωπαϊκής) οικονομικής κρίσης.
Δεν χρειάζεται πάρα πολύ φαντασία για να αρχίσει να συγκρίνει κανείς την εποχή που ζούμε, τα παρατηρούμενα επίπεδα «εντροπίας», «χάους», αν προτιμάτε, του παγκόσμιου συστήματος, με εκείνη που προηγήθηκε του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου. Φυσικά υπάρχουν σήμερα πυρηνικά όπλα και γι΄ αυτόν ακριβώς και μόνο τον λόγο οι συγκρούσεις δεν έχουν πάρει ανοιχτή, «μετωπική» μορφή. Αλλά αυτά τα όπλα είναι ακριβώς που κάνουν πιο επικίνδυνες τις συγκρούσεις, αν τελικά δεν εξαρτηθούν. Διερωτάται κανείς αν είναι δυνατόν η ανθρωπότητα να πηγαίνει επ΄ άπειρον στα χείλη του γκρεμού και να μην πέσει ποτέ. Ας αφήσουμε πάντως αυτή τη συζήτηση προς το παρόν, αφού, κάνοντάς την κινδυνεύουμε να οδηγήσουμε τον αναγνώστη σε «ασπρόμαυρες» αντιδράσεις του τύπου άρνησης πραγματικότητας («αυτά είναι καταστροφολογίες») ή, αντίθετα, «η καταστροφή έρχεται και δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα για να την εμποδίσουμε», που τελικά καταλήγουν, από αντίθετα σημεία αφετηρίας, στο ίδιο σημείο. Πιο γόνιμη, εκτιμούμε, είναι τώρα μια ανάλυση που θα εμπνέεται από το ρητό του Σπινόζα: «Μη γελάτε, μη κλαίτε, να καταλαβαίνετε».
Το πιο ανησυχητικό άλλωστε, ακόμα και από αυτές τις ίδιες τις εξελίξεις καθ΄ εαυτές, είναι ότι δεν προκάλεσαν διεθνώς παρά πολύ περιορισμένες, εντελώς δυσανάλογες της σημασίας τους αντιδράσεις. Πριν από μερικές δεκαετίες, ίσως και χρόνια, θα ήταν δραματικά πρωτοσέλιδα, τώρα θεωρούνται «κανονικότητα». Ο Γάλλος, κάπως «αιρετικός», αλλά συχνά ενδιαφέρων και οξυδερκής, οικονομολόγος Ζακ Σαπίρ, παρατήρησε κάποτε ότι ο Α΄ και ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος έγιναν γιατί κανείς δεν περίμενε ότι θα γίνουν. (Το ίδιο μπορούμε να πούμε και για την κατάρρευση της ΕΣΣΔ). Αντίθετα, η συνείδηση που προέκυψε από την εμπειρία του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου εμπόδισε να γίνουν εφικτά σχέδια που εξυφαίνονταν αμέσως μετά τη λήξη του για έναν Τρίτο, όπως η ανάμνηση των φοβερών καταστροφών που επισώρευσαν στην Ευρώπη οι ναπολεόντειοι πόλεμοι, εμπόδισαν για έναν αιώνα σχεδόν την έκρηξη μεγάλων συγκρούσεων στην ήπειρο.
Πάντως, όταν είχε συναφθεί, το 1987, την συνθήκη INF την είχε χαιρετίσει όλη η ανθρωπότητα, ως ένα από τα σημαντικότερα βήματα που έγιναν ποτέ για την εμπέδωση της ειρήνης μεταξύ των υπερδυνάμεων και την αποφυγή του κινδύνου πυρηνικού πολέμου. Ελπίζει κανείς η αποκήρυξή της να μην αποδειχθεί το αντίθετο. Ήδη πάντως, οι ΗΠΑ ανακοίνωσαν ότι επιδιώκουν την ανάπτυξη νέων όπλων μέσου βεληνεκούς (που απαηγόρευε η INF) περιμετρικά της Κίνας, κατά προτίμηση σε διάστημα μικρότερο του έτους. Το Πεκίνο απήντησε από την πλευρά του ότι δεν θα καθίσει άπραγο να τα βλέπει αυτά, αλλά θα αναπτύξει με τη σειρά του τα κατάλληλα αντίμετρα, οδηγώντας έτσι σε ένα νέο, πιο επικίνδυνο και πιο αποσταθεροποιητικό ανταγωνισμό πυρηνικών εξοπλισμών στον Ειρηνικό. Απομένει επίσης να δούμε που θα εγκατασταθούν τα νέα αμερικανικά όπλα (η Αυστραλία δήλωσε ήδη ότι δεν τα θέλει), με πρώτο βέβαια και πιο προφανή υποψήφιο, μέχρι στιγμής, τις αμερικανικές βάσεις στη νήσο Γκουάμ.
Κίνα, ο κύριος αντίπαλος της Αμερικής
Ο εκτελών καθήκοντα υπουργού Άμυνας των ΗΠΑ, ο κ. Άσπερ, πάντως, που επισκέπτεται αυτές τις μέρες σειρά χωρών στην κινεζική περίμετρο, από τη Νέα Ζηλανδία μέχρι τη Μογγολία, υπήρξε εξαιρετικά σαφής περιγράφοντας την Κίνα και τη Ρωσία ως τους βασικούς αντιπάλους της Αμερικής («με αυτή τη σειρά», όπως προσέθεσε). Ο γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ, ο κ. Στόλτενμπεργκ, πήρε την σκυτάλη λέγοντας ότι η άνοδος της Κίνας πρέπει να απασχολήσει τη Συμμαχία και καθιστώντας σαφές ότι δεν επιθυμεί την είσοδο του Πεκίνου και των εταιρειών του στην τεχνολογία 5G, κινητής τηλεφωνίας, που δεν αφορά όμως μόνο τα τηλέφωνα, αλλά επίσης το «’Ιντερνετ των πραγμάτων» και θα έχει -όπως υπογράμμισε και ο ίδιος- θεμελιώδη σημασία για την οργάνωση παγκοσμίως των κοινωνιών. Ο κ. Στόλτενμπεργκ εκδήλωσε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ενίσχυση των δυνατοτήτων δράσης του ΝΑΤΟ στην Ασία, την Αφρική και την Αρκτική, περιγράφοντας ουσιαστικά μια συμμαχία με παγκόσμιο ορίζοντα, πολύ μακριά από την αρχική σύλληψη της Ατλαντικής Συμμαχίας ως ευρω-αμερικανικής κυρίως.
H δήλωση Άσπερ, που συνέπεσε με τον νέο γύρο αμερικανικών και κινεζικών οικονομικών μέτρων και αντιμέτρων, επιβεβαιώνει την είσοδο στην πρακτική πολιτική των κατευθύνσεων που διαγράφτηκαν ήδη με την «Εθνική Στρατηγική Ασφάλειας» του Λευκού Οίκου, από τον Δεκέμβριο του 2017, κείμενο που χαρακτήριζε ως κεντρική προτεραιότητα τον «ανταγωνισμό των μεγάλων δυνάμεων» εναντίον των «αναθεωρητικών», όπως τις αποκαλούσε, δυνάμεων, της Κίνας και της Ρωσίας. Οι ΗΠΑ πρέπει να επιδιώξουν μια «όχι ειρηνική (un-peaceful) συνύπαρξη» με την Κίνα και να της επιβάλλουν τις θέσεις της, συνόψισε χαρακτηριστικά ο James Carafano, στρατηγιστής στο σημαντικό και σκληροπυρηνικό Heritage Foundation, αλλά και ο κύριος σύμβουλος της ομάδας μετάβασης του Τραμπ, προ της ανάληψης της προεδρίας, για το State Deprtement.
Διαφωνίες στην Ουάσιγκτον
Όπως συνέβη όμως προηγουμένως και με την πολιτική στη Μέση Ανατολή και έναντι της Τουρκίας και του Ιράν, έτσι και το θέμα της πολιτικής απέναντι στην Κίνα μοιάζει να διχάζει την Ουάσιγκτον. Σύμφωνα με αποκαλυπτικό δημοσίευμα της Wall Street Journal, στη σύσκεψη που αποφάσισε τα τελευταία οικονομικά μέτρα, διαφώνησαν με την κλιμάκωση το οικονομικό επιτελείο του Προέδρου, με επικεφαλής τον υπουργό Οικονομικών και βετεράνο της Goldman Sachs, αλλά και ο γαμπρός και σύμβουλος του κ. Τραμπ, ο Τζάρετ Κούσνερ, που ενδιαφέρεται κυρίως για το Ιράν.
Το έκαναν γιατί φοβούνται τις συνέπειες για την παγκόσμια οικονομία, ή για να κρατήσουν ζωντανή την ελπίδα ότι το άνοιγμα της Κίνας στο δυτικό κεφάλαιο θα μπορέσει παρόλα αυτά να ανοίξει τον δρόμο για μια «αλλαγή καθεστώτος» στο Πεκίνο; Οι μεγάλες επενδύσεις δυτικού κεφαλαίου επί δεκαετίες στην Κίνα επετράπησαν όχι μόνο για οικονομικούς και γεωπολιτικούς (αντίθεση στην ΕΣΣΔ) λόγους, αλλά και με την ελπίδα ότι τελικά οι Κινέζοι θα ακολουθούσαν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο τον δρόμο του Γκορμπατσόφ και του Γέλτσιν στη Ρωσία. Αυτό δεν έγινε και τώρα η Δύση αντιμετωπίζει μια Κίνα που εξακολουθεί να ελέγχεται από μια ισχυρή εθνική εξουσία, ενώ έχει απογειωθεί οικονομικά και τεχνολογικά, απειλώντας την παγκόσμια ηγεμονία των Ηνωμένων Πολιτειών και των μεγάλων δυτικών τραπεζών.
Ο κ. Μνιούχιν ελπίζει ίσως πάντα ότι οι Κινέζοι θα υποχωρήσουν τελικά στο αίτημα για άνοιγμα του τραπεζικού τους συστήματος στους ξένους, στη μετατρεψιμότητα του γουάν και την ιδιωτικοποίηση της γης, εντασσόμενοι πλήρως στη «χρηματοπιστωτική παγκοσμιοποίηση» και ανοίγοντας, εντέλει, τον δρόμο, σε κάποιας μορφής «αλλαγή καθεστώτος». Ο κ. Κούσνερ, από την πλευρά του, έχει κάθε λόγο να εμφανίζεται φιλικός προς το Πεκίνο, για να εξασφαλίσει την ανοχή του σε μια σκληρή πολιτική κατά του Ιράν.
Αλλά η κοινότητα εθνικής ασφαλείας και των ειδικών επί της Κίνας όπως και τα μεγάλα ΜΜΕ μοιάζουν να έχουν κερδηθεί στην άποψη ότι η ρήξη με το Πεκίνο είναι και επιθυμητή και αναπόφευκτη. Ακολουθούμενη στο σημείο αυτό από τον «πολέμαρχο» της «ριζοσπαστικής Δεξιάς», τον πολύ Στιβ Μπάνον. Μια εφημερίδα που μόνο αγάπη για τον Τραμπ δεν τη διακρίνει, οι Νιου Γιορκ Τάιμς, υποστήριξαν στις 21 Ιουλίου την (σημειολογική μάλλον παρά πραγματική) προσπάθεια του Προέδρου να καλυτερέψει τις σχέσεις με τη Ρωσία, αφήνοντας να εννοηθεί ότι πρέπει να κερδηθεί η Μόσχα εναντίον του Πεκίνου.
Μόνο που αυτά είναι εύκολο να τα λες και δύσκολο να τα κάνεις. Η επιβολή νέων οικονομικών μέτρων κατά της Κίνας οδήγησε ήδη στην διακοπή της εισαγωγής αμερικανικών αγροτικών προϊόντων, που πλήττει άμεσα την εκλογική βάση του Ταμπ, αλλά και υποτίμηση του γουάν, κάτω του ψυχολογικού ορίου των 7 γουάν ανά δολάριο, απειλώντας να επεκτείνει τον εμπορικό σε νομισματικό πόλεμο και να εντείνει τελικά τα φαινόμενα εισόδου σε ύφεση της παγκόσμιας και ευρωπαϊκής οικονομίας.