Ρώσος πολιτικός αναλυτής: ΝΑΤΟ και Ρωσία μπορούν να φτάσουν σε συμφωνία

Τον τελευταίο μήνα, η Ρωσία έχει εξαπολύσει μια στρατηγική επίθεση για να σταματήσει μια για πάντα την επέκταση του ΝΑΤΟ προς ανατολάς. Η Μόσχα επιχειρεί να ολοκληρώσει αυτό που ξεκίνησε το 2014 στην Κριμαία: να αλλάξει υπέρ της τους όρους με τους οποίους έληξε ο Ψυχρός Πόλεμος.

Η εκστρατεία του Πούτιν ξεκίνησε στις 18 Νοεμβρίου, όταν ο Ρώσος Πρόεδρος δήλωσε σε μια συνεδρίαση ανώτατων αξιωματούχων του Υπουργείου Εξωτερικών ότι απαιτεί «σοβαρές μακροπρόθεσμες εγγυήσεις για την ασφάλεια της Ρωσίας». Την 1η Δεκεμβρίου, σε μια τελετή για ξένους πρεσβευτές που ανέλαβαν τα καθήκοντά τους, ήταν πιο ακριβής: «Ενώ θα συνεχίζουμε τον διάλογο με τις Ηνωμένες Πολιτείες και τους συμμάχους τους, θα επιμένουμε για την επίτευξη συγκεκριμένων συμφωνιών που θα αποκλείουν οποιαδήποτε επέκταση του ΝΑΤΟ προς ανατολάς, καθώς και την ανάπτυξη οπλικών συστημάτων κοντά στο έδαφος της Ρωσίας. Προτείνουμε να ξεκινήσουν ουσιαστικές συνομιλίες για το ζήτημα αυτό. Θα ήθελα να σημειώσω ότι χρειαζόμαστε συγκεκριμένες νομικές εγγυήσεις, καθώς οι δυτικοί εταίροι μας δεν τήρησαν τις προφορικές δεσμεύσεις που είχαν αναλάβει».

Η Μόσχα φαίνεται πως άρχισε να αναθεωρεί τη «στρατηγική εμπιστοσύνη» της στις σχέσεις της με τη Δύση και την Ουκρανία μετά την απόφαση του ΝΑΤΟ να χορηγήσει τον Ιούνιο του 2020 στην Ουκρανία το καθεστώς των Βελτιωμένων Ευκαιριών. Το Κίεβο ήλπιζε μάλιστα να χαρακτηριστεί και Μείζων Σύμμαχος Εκτός ΝΑΤΟ, κάτι που θα αφαιρούσε κάθε περιορισμό στις σχέσεις του με τις ΗΠΑ.

Αυτά, σε συνδυασμό με τις δυτικές κυρώσεις κατά της Ρωσίας, την έλλειψη προόδου στην εφαρμογή των Συμφωνιών του Μινσκ και την ακινητοποίηση των ρωσικών εργαλείων για τον επηρεασμό της ουκρανικής πολιτικής, θεωρήθηκαν από τη Μόσχα ενδείξεις μετακίνησης της Ουκρανίας προς τη δυτική σφαίρα επιρροής. Ακόμη κι αν οι συμφωνίες του Μινσκ εφαρμοστούν με τον τρόπο που θα επιθυμούσε η Μόσχα, η Ρωσία και πάλι δεν θα μπορούσε να πετύχει τον στρατηγικό της στόχο να κρατήσει την Ουκρανία στη δική της σφαίρα επιρροής.

Η επιστροφή του Ντονμπάς στο πολιτικό σύστημα της Ουκρανίας θα στερήσει τη Ρωσία από το δικαίωμα του βέτο στην εξωτερική ή αμυντική πολιτική της Ουκρανίας. Το Κίεβο θα μπορεί να περιθωριοποιεί τις λεγόμενες δημοκρατίες του Ντονέτσκ και του Λουχάνσκ, όπως έκανε ο Πρόεδρος Ζελένσκι με τον φιλορώσο ολιγάρχη Βίκτορ Μεντβέντσουκ, το πολιτικό του κόμμα και το κανάλι του.

H εφαρμογή των συμφωνιών του Μινσκ μπορεί να αποσταθεροποιήσει βραχυπρόθεσμα την Ουκρανία, το Κίεβο όμως θα προσαρμοστεί γρήγορα και τότε ο δρόμος του ΝΑΤΟ για την Ουκρανία -αν όχι της Ουκρανίας για το ΝΑΤΟ- θα ανοίξει. Η εμμονή της Μόσχας με αυτές τις συμφωνίες την εμπόδισε μέχρι τώρα να λύσει άλλα της προβλήματα με την Ουκρανία και κατέστησε τη σχέση της με τη Δύση όμηρο των ελιγμών του Κιέβου.

Τώρα, η Μόσχα αναζητεί έναν τρόπο να βγει από το αδιέξοδο, κλείνοντας απευθείας μια συμφωνία με τη Δύση ότι το ΝΑΤΟ θα σταματήσει την επέκτασή του. Έτσι, η Ουκρανία θα αναγκαστεί να αναζητήσει μια συμφωνία με τους όρους της Ρωσίας. Εκτός από την υπόσχεση ότι η Ουκρανία δεν θα ενταχθεί στο ΝΑΤΟ, η Ρωσία θέλει και εγγυήσεις ότι δεν θα υπάρξουν στο ουκρανικό έδαφος εγκαταστάσεις ή στρατιωτική υποδομή του ΝΑΤΟ.

Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς τη Δύση να συμφωνεί με αυτούς τους όρους, ιδιαίτερα σε μια νομικά δεσμευτική μορφή. Οι μη ρεαλιστικές απαιτήσεις όμως της Μόσχας έχουν προκαλέσει υποψίες στη Δύση ότι κρύβουν μια επικείμενη στρατιωτική επιχείρηση κατά της Ουκρανίας.

Μπορεί όμως να αναληφθεί από τη Δύση μια πολιτική δέσμευση για μη επέκταση του ΝΑΤΟ προς τα σύνορα της Ρωσίας; Αυτό θα μπορούσε να γίνει με δύο τρόπους. Ο ένας είναι να περιληφθεί μια τέτοια παράγραφος στη διακήρυξη της συνόδου του ΝΑΤΟ που θα γίνει το 2022 στη Μαδρίτη. Ο άλλος είναι να περιληφθεί κάτι ανάλογο στο νέο στρατηγικό δόγμα του ΝΑΤΟ που θα υιοθετηθεί από την ίδια σύνοδο. Οι εγγυήσεις αυτές δεν θα είναι νομικά δεσμευτικές. Θα επιτρέψουν όμως στη Ρωσία να νιώθει ότι η επέκταση του ΝΑΤΟ προς ανατολάς δεν θα γίνει.

(*) Ο Βλαντίμιρ Φρολόφ είναι ρώσος πολιτικός αναλυτής

(Πηγή: The Moscow Times)

ViaDiplomacy Newsroom