Η Ρωσία επιστρέφει στη Μέση Ανατολή
Η διπλωματία του προέδρου Βλαντιμίρ Πούτιν αλλάζει τις γεωπολιτικές ισορροπίες στη «σκακιέρα της Μέσης Ανατολής».
Τα διαπιστευτήρια μιας ανταγωνιστικής μεγάλης δύναμης δίνουν οι διπλωματικές κινήσεις της Ρωσίας πάνω στην εύφλεκτη Μέση Ανατολή με αφορμή την κρίση της Συρίας, σηματοδοτώντας την επιστροφή της Μόσχας σε μια περιοχή που μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης είχε χάσει τα ερείσματα της. Η πρωτοβουλία του ρώσου προέδρου Βλαντιμίρ Πούτιν να τεθούν υπό διεθνή έλεγχο και να καταστραφούν τα χημικά όπλα του καθεστώτος της Δαμασκού αποδείχθηκε ιδιαίτερα ευφυής καθώς ανέβαλλε μια αμερικανό-καθοδηγούμενη στρατιωτική επέμβαση, έδωσε πίστωση χρόνου στο σύριο πρόεδρο Μπασάρ Άσαντ και εμφάνισε τη Ρωσία ως διεθνή δύναμη που ενδιαφέρεται για την επιβολή της ειρήνης και της σταθερότητας. O πρόεδρος Πούτιν επικράτησε κατά κράτος στη διπλωματική σκηνή του αμερικανού ομόλογού του Μπάρακ Ομπάμα (αναζητούσε απεγνωσμένα συμμάχους σε εσωτερικό και διεθνές επίπεδο) και άφησε το στίγμα μιας παγκόσμιας πολιτικής προσωπικότητας που ενδιαφέρεται για την ειρήνη, που συγκράτησε την επιθετικότητα της αμερικάνικης υπερδύναμης και που παραμένει πιστός στους συμμάχους του. Η διπλωματική κίνηση της Μόσχας προκαλεί και διαφαινόμενες αλλαγές στην εξωτερική πολιτική μεγάλων και περιφερειακών δυνάμεων που επηρεάζουν τη διαμόρφωση των γεωπολιτικών εξελίξεων στη Μέση Ανατολή.
Διπλωματία και γεωπολιτικά συμφέροντα
Η Ρωσία υπερασπίστηκε το δόγμα που σέβεται την κυριαρχία και την εδαφική ακεραιότητα των άλλων κρατών, τη λήψη πολυμερών αποφάσεων και το ρόλο των Ηνωμένων Εθνών και του Συμβουλίου Ασφαλείας στη διατήρηση της παγκόσμιας ειρήνης και ασφάλειας. Η διπλωματία του Κρεμλίνου στη Μέση Ανατολή επενδύει στην ενίσχυση της «σιίτικης ημισελήνου» (Ιράν, Συρία, Χεζμπολάχ, Ιράκ) έναντι του «σουνίτικου τόξου» (Σαουδικής Αραβίας, Τουρκίας, Κατάρ) γιατί αυτό υπαγορεύουν τα ρωσικά εθνικά συμφέροντα που δεν επιθυμούν τη διείσδυση του εξτρεμιστικού Ισλάμ στο αποκαλούμενο «μαλακό υπογάστριο» της Ρωσίας, δηλαδή στο Βόρειο Καύκασο και στην Κεντρική Ασία. Η Ρωσία δεν εγκατέλειψε το στενό σύμμαχος της Μπασάρ Άσαντ ακόμα και όταν μια αμερικανική στρατιωτική επέμβαση ήταν προ των πυλών και κατάφερε να κάνει τη δύσπιστη Δύση, για χάρη της ειρήνης, να δεχτεί το σχέδιο της για τον έλεγχο των χημικών όπλων. Η Μόσχα έχει τεράστια γεωπολιτικά συμφέροντα που είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με την παραμονή του Άσαντ στην εξουσία. Η ναυτική βάση της Ταρσό αποτελεί τη μόνη πρόσβαση του Ρωσικού Στόλου στη Μεσόγειο Θάλασσα και έχει και συμβολική σημασία καθώς είναι απομεινάρι από την εποχή της πανίσχυρης Σοβιετικής Ένωσης. Παράλληλα η Ρωσία προσβλέπει και στην εκμετάλλευση των ενεργειακών σχεδίων που σχετίζονται με τη βιωσιμότητα του καθεστώς της Δαμασκού και την ενίσχυση της «σιίτικης ημισελήνου». Ιράκ, Συρία και Ιράν συμφώνησαν το 2011 να κατασκευάσουν έναν αγωγό φυσικού αερίου αξίας 10 δις. δολαρίων που θα μετέφερε φυσικό αέριο από το ιρανικό πεδίο SouthPars προς την Ευρώπη μέσω του Λιβάνου και της Μεσόγειου. Τον αγωγό θα μπορούσε να διαχειριστεί ο ρωσικός κρατικός ενεργειακός κολοσσός Gazprom και η ημερήσια δυνατότητα μεταφοράς φυσικού αερίου υπολογίζονταν σε περίπου 110 δις. κυβικά μέτρα.
Αμερικανό- ρωσική προσέγγιση
Η Μόσχα εκμεταλλευόμενη τη διεθνή και εσωτερική απομόνωση του Μπάρακ Ομπάμα στην προσπάθειά του να βρει στηρίγματα για μια αμερικάνικη επίθεση κατά της Συρίας κατάφερε με την πρόταση για τα χημικά όπλα του Άσαντ να αποσπάσει τη συνεργασία του. Η δυναμική επανεμφάνιση της Μόσχας στη Μέση Ανατολή και το status της μεγάλης δύναμης που αρχίζει να της προσδίδεται ενδεχομένως να αποτελεί μια ευκαιρία για τις ΗΠΑ να μοιραστούν την ευθύνη που έχουν για την περιφερειακή ασφάλεια. Οι αμερικανοί θα μπορούσαν να έχουν υπό την εποπτεία την ασφάλεια των θαλάσσιων οδών του Περσικού Κόλπου και η Ρωσία να επιφορτιστεί με την αποστολή του ελέγχου και της καταστροφής των χημικών όπλων της Συρίας. Μια ρωσική επιτυχία πάνω στο επίμαχο αυτό θέμα θα θέσει τις βάσεις για μια πιο ευρύτερη αμερικανό-ρωσική συνεργασία και η Μόσχα θα μπορεί να αναλάβει έναν πιο ενεργό ρόλο στην αποτροπή της διάδοσης των πυρηνικών και των χημικών και βιολογικών όπλων σε παγκόσμιο επίπεδο. Άντιθετα μια ρωσική αποτυχία, θα πλήξει την αξιοπιστία της Μόσχας και θα την κάνει να φάνει συνένοχη στις πολιτικές του Άσαντ. Παράλληλα μια Ρωσία ανασφαλής, διπλωματικά απομονωμένη και απειλούμενη από τη Δύση δεν θα μπορεί ποτέ να συνεισφέρει στη παγκόσμια ειρήνη και ασφάλεια και ούτε να βοηθήσει τον Ομπάμα να σώσει τη φήμη του σε μελλοντικές διπλωματικές προσπάθειες για επίλυση κρίσεων και σε συμφωνίες ελέγχου Όπλων Μαζικής Καταστροφής (WMD).
Στρατηγικές σε επανεξέταση
Η ρωσική πρωτοβουλία για την επίλυση της κρίσης της Συρίας και η συνεργασία της με την Ουάσινγκτον φαίνεται να επηρεάζει και τις σχέσεις των αμερικανών τόσο με τους συμμάχους τους όσο και με τους παραδοσιακούς εχθρούς τους. Η πρώτη ένδειξη παραπέμπει στη διάθεση ΗΠΑ και Ιράν να διαπραγματευτούν για το επίμαχο ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα με στόχο να αρθεί το αδιέξοδο των συνομιλιών και να υποχωρήσει η αμοιβαία δυσπιστία και εχθρότητα. Η κυβέρνηση της Τεχεράνης υπό το νέο μετριοπαθή ιρανό πρόεδρο Χασάν Ρουχανί δείχνει να θέλει να προσδώσει ένα τόνο λογικής στα επίμαχα θέματα που αφορούν την επίλυση του πυρηνικού αδιεξόδου μέχρι και την άρνηση του Ολοκαυτώματος. Ο Ρουχανί έχει δηλώσει ότι το Ιράν θα πρέπει να διατηρήσει το πυρηνικό του πρόγραμμα για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας και κάλεσε τη διεθνή κοινότητα να κάνει νέα βήματα για διαπραγματεύσεις. Επιπλέον και ο ανώτατος θρησκευτικός ηγέτης του Ιράν Αλί Χαμενεί προειδοποίησε το σκληροπυρηνικό στρατιωτικό κατεστημένο να μείνει έξω από την άσκηση της πολιτικής. Οι ΗΠΑ από την πλευρά τους φαίνονται έτοιμες να συμμετάσχουν σε συνομιλίες με το Ιράν για το πυρηνικό του πρόγραμμα στο πλαίσιο ενός αμοιβαίου σεβασμού και εφόσον η Τεχεράνη αποδείξει ότι αυτό είναι μόνο για ειρηνικούς και όχι στρατιωτικούς σκοπούς. Ο Ομπάμα από την πλευρά του ίσως να μπορεί να μετριάσει κάποιες αμερικάνικες κυρώσεις αν διαπιστώσει μια ειλικρινή στάση της Τεχεράνης, παρά τις χρονοβόρες διαδικασίες που απαιτούνται από το Κογκρέσο για την κατάργηση κυρώσεων. Πιθανές διαπραγματεύσεις μεταξύ Ουάσινγκτον και Τεχεράνης για επίλυση των πυρηνικών θα δώσουν την ευκαιρία στη Ρωσία να διαδραματίσει σημαντικό διαπραγματευτικό ρόλο, να πιστωθεί μια θετική έκβαση και να προωθήσει περαιτέρω το προφίλ της ειρηνικής μεγάλης δύναμης που οικοδομεί. Η Μόσχα γνωρίζει πολύ καλά εξαιτίας της Συρίας ότι οι σύμμαχοί της μέσα στη Μέσα Ανατολή είναι επιρρεπής στην εσωτερική αστάθεια και στις διεθνείς πιέσεις . Ένα ιρανικό πυρηνικό κράτος-παρίας θα έχει ακόμα λιγότερους συμμάχους και θα αντιμετωπίσει και έντονες εξωτερικές προκλήσεις , συμπεριλαμβανομένης της απειλής μιας ξένης στρατιωτικής επέμβασης. Ωστόσο η Μόσχα δεν επιθυμεί να δει το Ιράν να εξελίσσεται σε μια πυρηνική δύναμη γιατί γνωρίζει πολύ καλά ότι οι πυρηνικές δυνάμεις αποκτούν ένα ισχυρό status στη διεθνή διπλωματική σκηνή και έχει την επίγνωση ότι δεν θα μπορεί να επηρεάσει πλέον εύκολα την Τεχεράνη για να ευθυγραμμιστεί με τη ρωσική εξωτερική πολιτική.
Ωστόσο η αμερικανό-ρωσική συνεργασία για τα χημικά της Συρίας και τα ανοίγματα ΗΠΑ και Τεχεράνης για ενδεχόμενο διάλογο δεν έχουν την ίδια θετική αντιμετώπιση από τη Σαουδική Αραβία στενό σύμμαχο της Ουάσινγκτον που επιδιώκει μια διεθνή επέμβαση στη Συρία. Το Ριάντ έχει υιοθετήσει μια εξωτερική πολιτική που επικεντρώνεται: (α) στο να εμποδίσει την εμφάνιση και την ανάπτυξη νεοεμφανιζόμενων ισλαμικών δυνάμεων που θα απειλήσουν τον Οίκο των Σάουντ και (β) στην πτώση καθεστώτων που έχουν απομακρυνθεί από την σφαίρα επιρροής του και έχουν ενταχθεί στο ανταγωνιστικό ιρανικό στρατόπεδο – Συρία. Η Τεχεράνη και το Ριάντ που ηγούνται της «σιίτικης ημισελήνου» και του «σούνιτικου άξονα» αντίστοιχα, έχουν εκ διαμέτρου αντίθετες στρατηγικές σε πολιτικό και γεωπολιτικό επίπεδο για τον Περσικό Κόλπο και τη Μέση Ανατολή. Ενδεχόμενη καταστροφή των συριακών χημικών όπλων θα αποδυναμώσει τη Σαουδική Αραβία και θα ενισχύσει τους περιφερειακούς αντιπάλους της. Επιπλέον μια επαναπροσέγγιση Ουάσιγκτον και Τεχεράνης θα ερμηνευθεί από το Ριάντ ως πλήγμα στην ιδιαίτερη σχέση που απολαμβάνει με τις ΗΠΑ. Όμως ούτε οι αμερικανοί ούτε οι ιρανοί μπορούν, επισημαίνουν αναλυτές, να διατηρήσουν τη μεταξύ τους εχθρότητα και δυσπιστία για να ικανοποιήσουν την επιθυμία του Ριάντ να παραμείνει ο μόνος περιφερειακός σύμμαχος της Ουάσινγκτον. Παράλληλα η επίλυση της κρίσης της Συρίας ενδέχεται να εγκαινιάσει μια νέα εποχή στις αμερικανό-ρωσικές σχέσεις, που θα μπορούσε να δημιουργήσει μια Νέα Τάξη Πραγμάτων στη Μέση Ανατολή που θα υπονομεύσει το ρόλο της Σαουδικής Αραβίας στην ευρύτερη περιοχή καθώς τις δύο τελευταίες δεκαετίες ως στενός σύμμαχος των αμερικανών μονοπωλεί την εξουσία.
Συμπεράσματα
Η πρωτοβουλία του ρώσου προέδρου Βλαντιμίρ Πούτιν για τον έλεγχο των χημικών όπλων του καθεστώτος της Δαμασκού θεωρείται, σύμφωνα με αναλυτές, μια τεράστια διεθνή γεωστρατηγική νίκη για τη χώρα του που την εμφανίζει μια μεγάλη δύναμη στη Μέση Ανατολή που θα αντιμετωπίζεται εφεξής επί ίσους όρους. Παράλληλα μπορεί να χαρακτηριστεί και ως το μόνο σχεδόν πραγματικά έξυπνο βήμα της ρωσικής διπλωματίας πάνω στον εμφύλιο της Συρίας. Η Ρωσία επιστρέφει πάλι στη Μέση Ανατολή σε μια περιοχή όπου η Σοβιετική Ένωση είχε στενούς συμμάχους. Όμως οι γεωπολιτικές ισορροπίες εξελίχθηκαν εις βάρος της Μόσχας καθώς μετά την πτώση του συνταγματάρχη Μουαμάρ Καντάφι στη Λιβύη από την Νατοϊκή αεροπορική επέμβαση ο μόνος σύμμαχος της Ρωσίας είναι η Συρία του Μπασάρ Άσαντ.
Ο Πούτιν κατάλαβε ότι δεν θα μπορούσε να ανεχτεί άλλη μια ταπεινωτική νίκη που θα στερούσε από τη χώρα του και το τελευταίο έρεισμα της μέσα στη Μέση Ανατολή καθώς και τη ναυτική παρουσία της στη βάση Ταρσό της Συρίας. Ο ρώσος πρόεδρος με την πρόταση για τα χημικά επέδειξε εξαιρετικές διπλωματικές ικανότητες κάνοντας «ματ» στην επιθετική πολιτική του Μπάρακ Ομπάμα και σώζοντας τον Άσαντ από μια ξένη επέμβαση, ο οποίος πρέπει να τηρήσει τις δεσμεύσεις του απέναντι στη διεθνή κοινότητα διότι γνωρίζει πολύ καλά ότι δεν θα υπάρξει μια δεύτερη ευκαιρία. Η Ρωσία και οι ΗΠΑ παρά το ότι συνεργάζονται έχουν εκφράσει διαφορετικές απόψεις για το καθεστώς της Δαμασκού. Οι αμερικανοί επιμένουν ότι ο Άσαντ πρέπει να αποτελέσει παρελθόν σε μια μεταβατική περίοδο ενώ οι ρώσοι θεωρούν ότι χρειάζεται για να μην οδηγηθεί η Συρία στο χάος.
Η αμερικανό-ρωσική προσέγγιση παρά τα αντίθετα εθνικά συμφέροντα και τους διαφορετικούς συμμάχους των δυο πλευρών αποδεικνύει ότι η διπλωματική επίλυση είναι προτιμότερη από τις εισβολές και τις σκληροπυρηνικές προσεγγίσεις και δημιουργεί ελπίδες για μια διαχείριση των κρίσιμων διεθνών θεμάτων που θα βασίζεται στον πολυμερισμό και όχι στις μονομερείς δράσεις που στερούνται διεθνούς νομιμότητας.
Δημοσιεύτηκε στο Άμυνα & Διπλωματία, έτος 24ο, Οκτώβριος 2013, τεύχος 265, σσ. 8-11