Προβλήματα στην τουρκο-γερμανική στρατιωτική βιομηχανική συνεργασία προκαλεί η κρίση στις σχέσεις Τουρκίας-Ε.Ε
Σοβαρά ερωτηματικά προκαλεί στα πολιτικά κόμματα της Γερμανίας, υπό το πρίσμα των τελευταίων εξελίξεων στις Γερμανο-Τουρκικές σχέσεις, η πρόσφατη απόφαση της εταιρείας Rheinmetall AG να συνεργαστεί με την τουρκο-καταριανή εταιρεία BMC και την μαλαισιανή εταιρεία Etika Strategi, για την ανάπτυξη και κατασκευή τεθωρακισμένων οχημάτων μάχης.
Η εν λόγω εταιρεία υπέγραψε τον Αύγουστο του 2016 Μνημόνιο συνεργασίας με τις δύο προαναφερθείσες εταιρείας για την σχεδίαση, ανάπτυξη και κατασκευή τροχοφόρων και ερπυστριοφόρων τεθωρακισμένων οχημάτων μάχης, με πιθανούς πελάτες την Τουρκία, την Μαλαισία τις χώρες του Περσικού Κόλπου και τις Ασιατικές χώρες.
Σύμφωνα με τουρκική πηγή η συνεργασία των παραπάνω εταιρειών και πιο ειδικά η συμμετοχή της Rheinmetall AG στην κοινοπραξία θα μπορούσε να επεκταθεί και στο πρόγραμμα κατασκευής του τουρκικής ανάπτυξης άρμα μάχης Altay.
Όμως, ενώ οι επιχειρηματικές αυτές εξελίξεις δεν προκάλεσαν κάποια ανησυχία στην Γερμανία τον περασμένο Αύγουστο όταν οι τρείς εταιρείες ανακοίνωσαν επίσημα την συνεργασία τους, η πρόσφατη κρίση στις ευρω-τουρκικές σχέσεις με αιτία το επερχόμενο Τουρκικό δημοψήφισμα της 16 Απριλίου 2017 έχει ανησυχήσει τα πολιτικά κόμματα στην Γερμανία.
Η επιθετική πολιτική της Τουρκίας στο εσωτερικό των Ευρωπαϊκών χωρών με αφορμή το τουρκικό δημοψήφισμα της 16ης Απριλίου, αποκάλυψε στους Ευρωπαίους ηγέτες το αληθινό πρόσωπο της τουρκικής πολιτικής ηγεσίας, η οποία ακολουθώντας μεγαλο-ιδεατικές αντιλήψεις, επεδίωξε να παρέμβει στα εσωτερικά πολιτικά θέματα της Γερμανίας, της Γαλλίας, του Βελγίου, της Ολλανδίας, της Δανίας και την Ελβετίας καταστρατηγώντας διεθνείς κανόνες και πρακτικές.
Ουσιαστικά η «ασυλία» που μέχρι σήμερα απολάμβανε ο Ερντογάν από τους Ευρωπαίους πολιτικούς μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του Ιουλίου του 2016 φαίνεται να αίρεται σταδιακά, αφού όπως εκτιμάται, η προκλητική παρεμβατική πολιτική της Άγκυρας άγγιξε τις ευαίσθητες πολιτικές χορδές της Δύσης, η οποία βλέπει στο πρόσωπο του Ερντογάν τον νέο αυταρχικό, πολιτικά αυτόνομο και αναθεωρητή ισλαμιστή ηγέτη της Τουρκίας.
Οι πρόσφατες πολιτικές εξελίξεις στις σχέσεις Ευρώπης-Τουρκίας, φαίνεται να έχουν κινητοποιήσει τα πολιτικά κόμματα της Γερμανίας, τα οποία είναι ιδιαίτερα ευαίσθητα στο ζήτημα της πώλησης σε τρίτες χώρες στρατιωτικού υλικού και τεχνολογίας.
Πριν από μερικά χρόνια, η Γερμανία είχε αποφασίσει να να παγώσει την εξαγωγή 700 αρμάτων μάχης τύπου Leopard 2A7 στην Σαουδική Αραβία, λόγω των αμφιβολιών που εγέρθηκαν αναφορικά με την μελλοντική χρήση των αρμάτων αυτών αλλά και λόγω της κατάστασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο Βασίλειο.
Η στάση του Ερντογάν στο ζήτημα των τουρκικών προεκλογικών συγκεντρώσεων στις ευρωπαϊκές χώρες για το Δημοψήφισμα της 16ης Απριλίου, σε συνδυασμό με την αναφορά της Αρμοστείας Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ για την εκτεταμένη χρήση τουρκικών αρμάτων μάχης μέσα σε πόλεις στο Τουρκικό Κουρδιστάν κατά την διάρκεια των πρόσφατων συγκρούσεων με μαχητές του PKK και η πρόκληση τουλάχιστον 600 νεκρών αμάχων κατά την διάρκεια των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων του Τουρκικού Στρατού στην περιοχή αυτή, έχει προβληματίσει τα πολιτικά κόμματα στην Γερμανία.
Υπό αυτά τα δεδομένα, η συνεργασία της εταιρείας Rheinmetall AG με την Τουρκία, μπαίνει στο μικροσκόπιο των γερμανικών κομμάτων, τα οποία ζητούν να ελεγχθούν οι παράμετροι αυτής της βιομηχανικής συνεργασίας.
Από την πλευρά της η εταιρεία διαμηνύει ότι σέβεται και πρόκειται να συνεχίσει να σέβεται τους Γερμανικούς νόμους για την εξαγωγή στρατιωτικού υλικού και τεχνολογίας αν και η αυστηρότητα τους έχει ήδη δημιουργήσει προβλήματα στην εμπορική προώθηση των προϊόντων της στην Μέση Ανατολή.
Παρα τις όποιες διαβεβαιώσεις για την νομιμότητα της βιομηχανικής συνεργασίας της Rheinmetall AG με την τουρκική εταιρεία BMC εκτιμάται ότι η μελλοντική συνεργασία της Γερμανικής αμυντικής βιομηχανίας με την Τουρκική θα υπόκειται σε πιο αυστηρούς ελέγχους.
Φυσικά όποιοι και αν είναι οι νέοι αυστηροί κανόνες που θα επιβάλουν οι Γερμανοί σε μελλοντικές βιομηχανικές συνεργασίας με την Τουρκία, η αμυντική βιομηχανία της γειτονικής χώρας θα μπορεί να συνεχίζει να αποκομίζει σημαντικά εξαγωγικά συμβόλαια για οπλικά συστήματα που ενσωματώνουν γερμανική τεχνολογία, αφού τα προηγούμενα χρόνια οι Γερμανοί δεν είχαν θέσει κάποιους σοβαρούς περιορισμούς και οι Τούρκοι απέκτησαν την σχετική τεχνολογία την οποία αφομοίωσαν και την αντέγραψαν.
Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημανθεί η πλήρης ελληνική απουσία από οποιαδήποτε παρέμβαση που θα μπορούσε να αποτρέψει την πώληση Γερμανικών οπλικών συστημάτων και τεχνολογίας στην Τουρκία, αφού ουδέποτε το Ελληνικό κράτος ενημέρωσε την Γερμανική Βουλή και κυβέρνηση για την επιθετική κατά την Ελλάδας, χρήση των γερμανικών οπλικών συστημάτων που αποκτήθηκαν τα τελευταία 17 χρόνια.
Η συγκεκριμένη πολιτική συγκυρία επιτρέπει την έναρξη μιας τέτοιας εκστρατείας από την Ελλάδα και την Κύπρο, όχι μόνο στην Γερμανία αλλά και σε άλλες χώρες της Ε.Ε παραδοσιακούς προμηθευτές της Τουρκίας, οι οποίες θα πρέπει να πιεστούν να επανεξετάσουν τους κανονισμούς για την πώληση στρατιωτικού υλικού στην Τουρκία.
Η πλήρη ισοπέδωση τεσσάρων πόλεων στο Τουρκικό Κουρδιστάν, ο θάνατος 600 αμάχων από τα τουρκικά πυρά στην ίδια περιοχή, η αμφισβήτηση των Ελληνικών συνόρων στο Αιγαίο, η κατοχή του 37% της Κυπριακής Δημοκρατίας, αλλά και η πολιτική των στρατιωτικών και πολιτικών παρεμβάσεων στην Συρία, το Ιράκ και τις χώρες της Ε.Ε αντίστοιχα, θα πρέπει να αποτελέσουν το προειδοποιητικό «καμπανάκι» προς την πολιτική ελίτ της Ε.Ε για το μέλλον των σχέσεων της με την Τουρκία ειδικότερα δε όταν η τελευταία έχει αποδείξει την δυνατότητα της να χειραγωγεί τους Μουσουλμανικούς πληθυσμούς που διαβιούν στην Γαλλία (4,2 εκατ. μουσουλμάνοι, 7% του πληθυσμού), το Βέλγιο (1 εκατ. μουσουλμάνοι, 7% του πληθυσμού), την Γερμανία (4,7 εκατ. μουσουλμάνοι, 5,7% του πληθυσμού) και την Ολλανδία (700.000 μουσουλμάνοι, 4% του πληθυσμού.