Προς επαναχάραξη συνόρων στα Βαλκάνια;
Ο χώρος των Βαλκανίων αποτελεί για την χώρα μας την άμεση φυσική γειτονιά της, γεγονός που καθιστά απαραίτητο να παρακολουθούμε προσεκτικά τις εξελίξεις σ’ αυτόν, να τις αποτιμάμε, και να είμαστε πάντοτε έτοιμοι να λαμβάνουμε θέση επί των τεκταινομένων και να παρεμβαίνουμε όποτε διακυβεύονται ζωτικά για μας συμφέροντα.
Πρόσφατες εξελίξεις στα Δυτικά Βαλκάνια δείχνουν σαφώς ότι βρισκόμαστε αντιμέτωποι με ιστορικές και ραγδαίες αλλαγές, οι οποίες θα έχουν συνέπειες για ολόκληρη την περιοχή, έναντι των οποίων δεν μπορούμε να παραμείνουμε αδιάφοροι, απλοί θεατές. Αναφέρομαι στον εξελισσόμενο διάλογο μεταξύ Σερβίας και Κοσόβου, ο οποίος διεξάγεται υπό την αιγίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης με στόχο την εξομάλυνση των σχέσεων των δύο αυτών χωρών, στο πλαίσιο του οποίου οι ηγέτες των δύο χωρών έχουν φθάσει να μιλούν ανοιχτά για το ενδεχόμενο ανταλλαγής εδαφών μεταξύ τους.
Όπως ήταν φυσικό, η προοπτική αυτή της ανταλλαγής εδαφών, δηλ. η προοπτική αλλαγής συνόρων στα Βαλκάνια σήμερα, έχει προκαλέσει πλήθος αντιδράσεων και αμφιλεγόμενων τοποθετήσεων υπέρ ή κατά της ιδέας.
Για να σχηματίσει κανείς ακριβέστερη ιδέα ως προς το διακύβευμα, θα πρέπει να πάρει τα πράγματα με κάποια σειρά: Όταν, στις αρχές της δεκαετίας 1990, κατέρρεε η Γιουγκοσλαβία και μερικές μέχρι τότε ομόσπονδες Δημοκρατίες της κήρυσσαν ανεξαρτησία, η διεθνής κοινότητα – με κύριες κινητήριες δυνάμεις την, τότε, ΕΟΚ και τις ΗΠΑ – υιοθέτησε την θέση ότι τα σύνορα που υπήρχαν ήδη μεταξύ των πρώην ομόσπονδων Δημοκρατιών θα θεωρούνταν στο εξής σύνορα μεταξύ των καινούργιων κρατών, χωρίς καμμιά αλλαγή επί του εδάφους. Απλώς, τα εσωτερικά σύνορα θα μετατρέπονταν σε διεθνή.
Η αλλαγή συνόρων μεταξύ κρατών θεωρήθηκε, και θεωρείται ακόμη, θεμιτή και νόμιμη μόνον αν είναι αποτέλεσμα αμοιβαίας, και αβίαστης, συμφωνίας των εμπλεκομένων. Σήμερα η διεθνής κοινότητα εμφανίζεται αρνητική σε τέτοια αλλαγή, σε σημείο που και η σκέψη έχει αναχθεί σε ένα είδος ταμπού, καθώς θεωρείται δεδομένο ότι καμμιά χώρα δεν θα δεχθεί αβίαστα να παραχωρήσει εδάφη σε γείτονά της, και άρα ο μόνος τρόπος για να γίνει αλλαγή συνόρων είναι ο πόλεμος με όλα όσα αυτό συνεπάγεται. Αλλά ακόμη και η ειρηνική ανταλλαγή εδαφών αντιμετωπίζεται με βαθειά δυσπιστία, καθώς θα συνεπάγεται, αργά ή γρήγορα, και επώδυνες συνέπειες, όπως μετακινήσεις πληθυσμών, κλπ. Επί πλέον, η προσπάθεια δημιουργίας εθνικά αμιγών κρατών αντιβαίνει σε βασικές αρχές σεβασμού της διαφορετικότητας και προστασίας των μειονοτήτων, καθώς στην πράξη αποτελεί προσπάθεια υποκατάστασης των αρχών αυτών.
Μια από τις κατευθυντήριες αρχές της διεθνούς κοινότητας κατά την παρέμβασή της στις συγκρούσεις που προκάλεσε η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας ήταν το απαραβίαστο των συνόρων που ήδη υπήρχαν ανάμεσα στις συνιστώσες οντότητες της Γιουγκοσλαβίας, ανεξάρτητα από το ότι οι οντότητες αυτές αναγνωρίζονταν πλέον ως κρατικές. Η ίδια αρχή ίσχυσε και για την περίπτωση του Κοσόβου, περίπτωση που εμφάνιζε μιαν ιδιαιτερότητα κατά το ότι στην Γιουγκοσλαβία το Κόσοβο δεν αποτελούσε πλήρη ομόσπονδη Δημοκρατία, αλλά ήταν επαρχία, για ένα διάστημα αυτόνομη, της Δημοκρατίας της Σερβίας.
Ακριβώς λόγω της ιδιαιτερότητας αυτής, η ανεξαρτητοποίηση του Κοσόβου δεν έγινε με απλή κήρυξη ανεξαρτησίας, αλλά χρειάστηκε να ακολουθήσει μια μακρά και οδυνηρή διαδικασία, η οποία περιλάμβανε ένοπλη πάλη Αλβανών Κοσοβάρων κατά της Σερβίας, Σερβική επιχείρηση εθνοκάθαρσης των Αλβανών του Κοσόβου, η οποία απετράπη τελικά με τον βομβαρδισμό της Σερβίας από το ΝΑΤΟ (Μάρτιο-Ιούνιο 1999), στην συνέχεια διακυβέρνηση της επαρχίας από τα Ην. Έθνη και ανάληψη πρωτοβουλίας απ’ αυτά για την επίλυση του προβλήματος, για να καταλήξει στην κήρυξη ανεξαρτησίας από τους Αλβανούς Κοσοβάρους, στις 17 Φεβρουαρίου 2008, βάσει σχεδίου/πρότασης που είχε συντάξει η εντεταλμένη από τα Ην. Έθνη διεθνής επιτροπή και είχε απορρίψει η Σερβία. Ακριβώς δε επειδή η ίδια είχε απορρίψει το σχέδιο ανεξαρτητοποίησης του Κοσόβου, η Σερβία αποκαλεί, ανακριβώς, την κήρυξη ανεξαρτησίας του τελευταίου μονομερή.
Υπενθυμίζεται ότι η ανεξαρτησία του Κοσόβου έχει αναγνωρισθεί κατά κύριο λόγο από Δυτικές χώρες (περιλαμβανομένων και των τριών Δυτικών μονίμων μελών του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ην. Εθνών, Βρετανίας, Γαλλίας, ΗΠΑ, και της Γερμανίας) και από φίλα προσκείμενες προς αυτές αναπτυσσόμενες χώρες. Με την Σερβία συντάσσονται στο ζήτημα αυτό κατά κύριο λόγο η Ρωσία, λιγότερο έντονα η Κίνα, πολλές χώρες που ανήκαν στο πάλαι ποτέ λεγόμενο Κίνημα των Αδεσμεύτων, δηλ. χώρες επιφυλακτικές έως εχθρικές προς την Δύση, καθώς και χώρες που θεωρούν ότι η ακεραιότητά τους απειλείται από εθνικές μειονότητες στην επικράτειά τους. Ο αριθμός των αναγνωρίσεων ανέρχεται σήμερα σε περίπου 115 (επί συνόλου 193 χωρών μελών των Ην. Εθνών). Η χώρα μας περιλαμβάνεται στις πέντε χώρες μέλη της ΕΕ που δεν έχουν αναγνωρίσει (μαζί με Κύπρο, Ισπανία, Σλοβακία, Ρουμανία).
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι Δυτικές χώρες που υποστηρίζουν, και κατά το δυνατό επηρεάζουν και καθοδηγούν το Κόσοβο, θεώρησαν εξ αρχής κύριο μέλημά τους να διασφαλίσουν και στην περίπτωση του Κοσόβου την αρχή του σεβασμού των υπαρχόντων συνόρων. Έτσι, το σύνταγμα της χώρας δηλώνει ρητά, ήδη στο πρώτο του άρθρο (1.3), ότι «η Δημοκρατία του Κοσόβου δεν θα έχει εδαφικές διεκδικήσεις εναντίον άλλου κράτους, και δεν θα επιδιώξει την ένωση με άλλο κράτος ή με μέρος άλλου κράτους».
Η σημερινή πραγματικότητα στις δύο αυτές χώρες είναι τέτοια που δεν ικανοποιεί ούτε την Σερβία ούτε το Κόσοβο, αλλά ούτε και την διεθνή κοινότητα, δηλ. τις χώρες που υποστηρίζουν την μια ή την άλλη πλευρά της διαμάχης.
Η Σερβία έχει χάσει πλέον το Κόσοβο στην πράξη, παρ’ όλο που έχει φροντίσει να προσθέσει τροπολογία στη σύνταγμά της (ήδη το 2006, όταν συνεχίζονταν οι διαπραγματεύσεις της επιτροπής των Ην. Εθνών για την επίλυση του Κοσοβαρικού προβλήματος) που διαδηλώνει ότι το Κόσοβο αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της επικράτειάς της. Αλλά και από καθαρά νομική άποψη, η Σερβία έχει χάσει, αφού το Διεθνές Δίκαιο έχει επίσημα επικυρώσει την νομιμότητα της κρατικής υπόστασης του Κοσόβου, πράγμα που έγινε όταν το ανώτατο δικαστικό όργανο του Διεθνούς Δικαίου, δηλ. το εδρεύον στην Χάγη Διεθνές Δικαστήριο, αποφάνθηκε, τον Ιούλιο 2010, ότι η κήρυξη ανεξαρτησίας του Κοσόβου δεν παραβίασε καμμία αρχή του Διεθνούς Δικαίου, δηλ. ήταν νόμιμη.
Ως προς το Κόσοβο, ναι μεν αυτό έχει δικαιωθεί από το Διεθνές Δίκαιο και υποστηρίζεται από τις περισσότερες Δυτικές, δημοκρατικές, χώρες, αλλά ο αριθμός των χωρών που αναγνωρίζουν την ανεξαρτησία του δεν είναι ικανοποιητικός και φαίνεται να παραμένει στάσιμος για το προβλεπόμενο μέλλον, ενώ οι πόρτες των περισσότερων σημαντικών διεθνών οργανισμών, περιλαμβανομένων των Ην. Εθνών, παραμένουν κλειστές γι’ αυτό. Επί πλέον, παρά την τεράστια οικονομική, θεσμική και πολιτική βοήθεια της ΕΕ και των ΗΠΑ, οι διαδικασίες οικοδόμησης του κρατικού μηχανισμού (state building), εμπέδωσης του κράτους δικαίου (rule of law) και ανάπτυξης της οικονομίας έχουν να επιδείξουν πενιχρά αποτελέσματα.
Και οι δύο χώρες, Σερβία και Κόσοβο, έχουν εναποθέσει τις ελπίδες τους για ένα καλλίτερο μέλλον στην Ευρώπη, δηλ. στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Το ίδιο κάνουν άλλωστε και οι λοιπές χώρες των Δυτικών Βαλκανίων, οι οποίες βρίσκονται όλες αντιμέτωπες με προβλήματα οικονομικά, κοινωνικά, πολιτικά τέτοια που αδυνατούν να επιλύσουν μόνες τους. Με εξαίρεση την Σερβία και την Βοσνία και Ερζεγοβίνη (λόγω της Σερβικής συνιστώσας της) οι λοιπές χώρες των Δυτικών Βαλκανίων είναι ήδη ή επιδιώκουν να γίνουν και μέλη του ΝΑΤΟ. Η ΕΕ είναι θετική στην προοπτική ένταξης ολόκληρης της περιοχής, αλλά όχι χωρίς όρους. Ένας ρητός και απαράβατος όρος είναι ότι καμμιά χώρα δεν μπορεί να ενταχθεί, αν έχει εκκρεμή εδαφικά/συνοριακά προβλήματα με άλλη χώρα. Η ΕΕ, ως κατ’ εξοχήν εγγυητής, και «εξαγωγέας», σταθερότητας, δεν μπορεί πλέον να εισαγάγει στους κόλπους της την αστάθεια που συνοδεύει τις εδαφικές εκκρεμότητες.
Ειδικά για την Σερβία και το Κόσοβο, η ΕΕ έχει θέσει ως προϋπόθεση της ένταξής τους την εξομάλυνση των μεταξύ τους σχέσεων μέσω διαπραγματεύσεων που η ίδια έχει θεσπίσει και διευκολύνει, ήδη από το 2011, οι οποίες θα πρέπει να καταλήξουν σε «νομικά δεσμευτική συμφωνία, το περιεχόμενο της οποίας θα καθορισθεί από τις δύο πλευρές». Η προσεκτική αυτή διατύπωση σημαίνει απλούστατα ότι οι δύο χώρες θα πρέπει να καταλήξουν σε επίσημη συμφωνία αμοιβαίας αναγνώρισης, κάτι που η γραφειοκρατία των Βρυξελλών δεν επιτρέπεται να εκφράσει ρητά εξ αιτίας του γεγονότος ότι 5 χώρες- μέλη δεν έχουν ανααγνωρίσει το Κόσοβο.
Οι ηγεσίες των δύο χωρών έχουν κατανοήσει, και αποδεχθεί, την αδήριτη αυτή αναγκαιότητα, καθ’ όσον αποδίδουν πρωταρχική σημασία στην στρατηγική επιλογή τους για ένταξη στην ΕΕ, και έχουν αποδυθεί σε προσπάθειες να πείσουν τους πολίτες τους για την ορθότητα της στρατηγικής τους επιλογής και την αναγκαιότητα συμβιβασμού με την άλλη πλευρά. Φυσικά μεγαλύτερο πρόβλημα έχει η Σερβική ηγεσία, γιατί αυτή πρέπει να κάνει δύο κατ’ εξοχήν οδυνηρά για την χώρα βήματα, δηλ. να ενστερνισθεί Δυτικές αρχές και να αναγνωρίσει το Κόσοβο. Αντίθετα, η Κοσοβαρική ηγεσία έχει εξ αρχής καταστήσει σαφές ότι η χώρα ανήκει στην Δύση και προσβλέπει στην ένταξή της στους Ευρω-ατλαντικούς θεσμούς, άρα χρειάζεται να πείσει τους πολίτες της όχι για τον επιδιωκόμενο στόχο, αλλά μόνο για τα μέτρα που αποβλέπουν στην επίτευξή του.
Οι προσπάθειες του Σέρβου Προέδρου, Αλεξάνταρ Βούτσιτς, να πείσει τους πολίτες του για την ανάγκη προσχώρησης της χώρας τους στην Δύση, και – ακόμη πιο δύσκολο – για την συνεπαγόμενη ανάγκη επίσημης αποδοχής της πραγματικότητας που έχει δημιουργήσει η ανεξαρτησία της πρώην επαρχίας τους, είναι πράγματι αξιοθαύμαστες, ιδιαίτερα αν ληφθεί υπ’ όψη ότι η δαιμονοποίηση της Δύσης παραμένει πάγιο συστατικό του δημόσιου λόγου του από την αρχή ήδη της πολιτικής του καριέρας, την οποία ξεκίνησε κατά την τραγική δεκαετία του 1990 ως στέλεχος ακροδεξιού εθνικιστικού κόμματος, ιδιότητα με την οποία άλλωστε διετέλεσε και υπουργός Πληροφοριών σε κυβέρνηση συνασπισμού του Σλομπόνταν Μιλόσεβιτς. Εν πάση περιπτώσει, στην προσπάθειά του να παρουσιάσει τις διαγραφόμενες εξελίξεις ως συμφέρουσες στην χώρα του έχει επιλέξει το επιχείρημα ότι στις διαπραγματεύσεις για την οριστική επίλυση του Κοσοβαρικού ζητήματος η Σερβία θα προβεί σε υποχωρήσεις και παραχωρήσεις (δηλ. αναγνώριση) έναντι των Αλβανοκοσοβάρων, υπό τον όρο ότι θα λάβει κι αυτή κάποιο αντάλλαγμα. Τους τελευταίους δε μήνες συγκεκριμενοποιεί το αντάλλαγμα αυτό ως εδαφικές παραχωρήσεις του Κοσόβου προς την Σερβία, και συζητεί ανοιχτά την ιδέα διχοτόμησης του Κοσόβου, έτσι ώστε μια περιοχή στο βόρειο Κόσοβο (ένα δέκατο της συνολικής έκτασης) που κατοικείται σε μεγάλη πλειοψηφία από Σέρβους να προσαρτηθεί στην Σερβία.
Η ιδέα διχοτόμησης του Κοσόβου με την παραπάνω μορφή, δηλ. προσάρτηση της περιοχής βορείως του ποταμού Ίμπαρ στην Σερβία, δεν είναι καινούργια, εμφανιζόταν δε μέχρι πρόσφατα ως ιδιαίτερα προσφιλής σε Σερβικούς εθνικιστικούς κύκλους. Σταθερός διαχρονικά υποστηρικτής είναι ο σημερινός Υπουργός Εξωτερικών, Ίβιτσα Ντάτσιτς (αρχηγός του Σοσιαλιστικού κόμματος, που ίδρυσε ο Μιλόσεβιτς, του οποίου και διετέλεσε εκπρόσωπος Τύπου Μιλόσεβιτς στην δεκαετία του 1990).
Μη ανεχόμενος να υπερκερασθεί από τις Σερβικές εθνικιστικές ακρότητες, ο Κοσοβάρος Πρόεδρος, Χασίμ Θάτσι, ξέθαψε και προβάλλει μιαν Αλβανική εθνικιστική ακρότητα, την απόσχιση από την νοτιοδυτική Σερβία της κοιλάδας του Πρέσεβο, περιοχής που κατοικείται σε μεγάλη πλειοψηφία από Αλβανούς και εφάπτεται του ανατολικού Κοσόβου.
Έτσι βλέπουμε σήμερα να παίρνει μορφή μια ιδέα ανταλλαγής εδαφών μεταξύ Σερβίας και Κοσόβου, με το βόρειο Κόσοβο να προσαρτάται στην Σερβία και μέρος της νοτιοδυτικής Σερβίας να προσαρτάται στο Κόσοβο. Είναι πάντως ενδεικτικό της σοβαρότητας της ιδέας, αλλά και των ατόμων που την διακινούν, ότι και οι δύο πλευρές απορρίπτουν έντονα η μία την πρόταση της άλλης. Ο Σέρβος Πρόεδρος διαβεβαιώνει το ακροατήριό του ότι η Σερβία μόνο θα πάρει έδαφος από το Κόσοβο και δεν θα παραχωρήσει ούτε ένα τετραγωνικό εκατοστό. Και ο Κοσοβάρος Πρόεδρος διαρρηγνύει τα ιμάτιά του ότι θα συμβεί το εντελώς αντίθετο.
Οι Δυτικές χώρες που ενδιαφέρονται για τις εξελίξεις στα Βαλκάνια ήσαν μέχρι πρόσφατα ομόφωνες στην απόρριψη κάθε ιδέας ανταλλαγής εδαφών και αλλαγής συνόρων στην περιοχή, μέχρις ότου η κυβέρνηση των ΗΠΑ διαχώρισε την θέση της στις 24 Αυγούστου, δηλώνοντας ότι «δεν προτίθεται να εμπλακεί στις διαφορές των Σέρβων και των Κοσοβάρων», άρα, αν οι δύο πλευρές συμφωνήσουν σε μια όποια λύση, οι ΗΠΑ θα είναι ικανοποιημένες.
Είναι πλέον σαφές ότι ένα θέμα που είχε θεωρηθεί ότι ανήκει στο παρελθόν έχει επιστρέψει στην ημερήσια διάταξη. Πάντως, παρά τον σάλο που έχει προκαλέσει η ανακίνηση του θέματος, η υλοποίησή του παραμένει ακόμη άκρως αμφίβολη. Οι δυσκολίες του εγχειρήματος εμφανίζονται ανυπέρβλητες· και οι επιπτώσεις που θα είχε, στην ειρήνη και στην σταθερότητα των σημερινών Βαλκανίων, ακόμη και απόπειρα υλοποίησής του θα μπορούσαν να αποδειχθούν εκρηκτικές.
Προσωπική μου εκτίμηση είναι ότι δεν θα πραγματοποιηθεί τελικά η συζητούμενη ανταλλαγή εδαφών. Τυχόν πραγματοποίησή της, κατά τρόπο ειρηνικό (χρήση μη ειρηνικών μέσων θα πρέπει να αποκλεισθεί στην σημερινή συγκυρία), θα με εξέπληττε πολύ περισσότερο από όσο η εγκατάλειψη της ιδέας.
Μια ανάλυση του προτεινόμενου εγχειρήματος θα μπορούσε να αποτελέσει το θέμα άλλου άρθρου. Εκείνο που θα ήθελα να επισημάνω στο παρόν άρθρο είναι ότι η ανακίνηση ενός τόσο δύσκολου και δυνητικά εκρηκτικού θέματος, όπως είναι η επαναχάραξη συνόρων στην σημερινή Βαλκανική συγκυρία, έρχεται να δείξει ότι τα Βαλκάνια εξακολουθούν «να παράγουν ιστορία», για να θυμηθούμε την γνωστή, και ορθή, ρήση ότι «τα Βαλκάνια παράγουν περισσότερη ιστορία από όση μπορούν να καταναλώσουν»· και ότι στα Βαλκάνια μπορούμε ανά πάσα στιγμή να βρεθούμε αντιμέτωποι με διλήμματα τέτοια που μια λαθεμένη επιλογή θα μπορούσε να ανατρέψει ισορροπίες που έχουν επιτευχθεί με προσπάθειες δεκαετιών και θυσίες χιλιάδων ανθρώπων.
Εμείς ως χώρα τί θέση παίρνουμε; Μας είναι εν τέλει αδιάφορο αν αρχίσουν αλλαγές συνόρων στην γειτονιά μας στηριζόμενες στην ιδέα στην οποία στηρίζονται οι Σερβικές απαιτήσεις για το βόρειο Κόσοβο και οι Κοσοβαρικές για το Πρέσεβο; ότι δηλ. μια εθνική/εθνοτική μειονότητα ενός κράτους που κατοικεί ως πλειονότητα σε παραμεθόρια περιοχή, η οποία εφάπτεται ενός γειτονικού κράτους με ομοεθνή προς την εν λόγω μειονότητα πληθυσμό, μπορεί να ενωθεί με το ομοεθνές της κράτος;
Επίσης, τί θέση παίρνουμε έναντι των προσπαθειών δημιουργίας εθνικά/εθνοτικά αμιγών, δηλ. «καθαρών», κρατών στην περιοχή μας;
Τα ερωτήματα αυτά καθώς και, γενικότερα, οι συζητήσεις που γενούν οι ιδέες επαναχάραξης συνόρων με σκοπό την δημιουργία εθνικά αμιγών κρατών δείχνει ότι η χώρα μας δεν έχει την πολυτέλεια να αγνοεί ή να παραμένει απλός παρατηρητής των τεκταινομένων στα Βαλκάνια. Ο βαθμός αλληλεξάρτησης χωρών, λαών, εθνοτήτων, και θρησκειών στην περιοχή μας, η μακροβιότητα που επιδεικνύουν οι διάφορες φιλίες και, κυρίως, οι διάφορες έχθρες και οι διάφορες ζήλειες μεταξύ των λαών της γειτονιάς μας αποτελούν πειστικά τεκμήρια ότι κανένα διακύβευμα στα Βαλκάνια δεν είναι τέτοιο που να μη μας αφορά ως λαό και ως χώρα. Ο,τιδήποτε γίνεται στα Βαλκάνια μας αφορά. Στο δράμα που εκτυλίσσεται στην Βαλκανική σκηνή εμείς δεν είμαστε, δεν μπορούμε να είμαστε, απλοί θεατές, ανήκουμε κι εμείς στα πρόσωπα του δράματος. De nobis fabula narratur!