Πρώην σύμβουλος του Τραμπ στην «Κ»: Ο Τζέφρι Πάιατ ανέτρεψε εμπόδια για την ευρύτερη Περιφερειακή δραστηριοποίηση της Ελλάδας
Η Φιόνα Χιλ δεν είναι το τυπικό δείγμα μέλους των υψηλών κλιμακίων του κατεστημένου εθνικής ασφαλείας στην Ουάσιγκτον. Ως γυναίκα βρετανικής καταγωγής (είναι κόρη ενός ανθρακωρύχου και μιας μαίας από τη Β. Αγγλία, με την αντίστοιχη προφορά), ξεχωρίζει μεταξύ των γκρίζων μεσηλίκων WASPS που κυριαρχούν στον χώρο – και ξεχώρισε ακόμα περισσότερο με την κατάθεσή της το 2019 ενώπιον της Βουλής των Αντιπροσώπων, κατά την πρώτη διαδικασία καθαίρεσης του Ντόναλντ Τραμπ. Η «Κ» συνομίλησε μαζί της μέσω Zoom για την Ελλάδα, την Τουρκία, τη Ρωσία (που γνωρίζει όσο λίγοι) και την παρακμή της αμερικανικής πολιτικής.
«Η Ανατολική Μεσόγειος έχει αποκτήσει αυξημένο στρατηγικό ενδιαφέρον, με την ανακάλυψη μεγάλων αποθεμάτων αερίου, με την προσφυγική κρίση και με την επέμβαση της Ρωσίας στη Συρία», εξηγεί η κ. Χιλ, που την περίοδο 2017-2019 ήταν επικεφαλής της διεύθυνσης Ευρωπαϊκών και Ρωσικών Υποθέσεων στο αμερικανικό Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας και σήμερα είναι senior fellow στο Ινστιτούτο Brookings. Επί ημερών Τραμπ, στο πλαίσιο της αναθεώρησης της αμερικανικής πολιτικής προς την περιοχή, «έγινε μια απόπειρα αποκατάστασης των σχέσεων με την Τουρκία, που είχαν χαλάσει από το 2003 και την αμερικανική επέμβαση στο Ιράκ». Η αγορά των πυραύλων S-400 από τη Ρωσία, ωστόσο, εκτροχίασε την προσπάθεια αυτή και, ως μέρος της νέας προσέγγισης της Ουάσιγκτον, «επιχειρήθηκε η στρατηγική αναβάθμιση της σχέσης με την Ελλάδα».
Η αναβάθμιση αυτή, εξηγεί η κ. Χιλ, αναμένεται να συνεχιστεί επί προεδρίας Μπάιντεν: «Το ζήτημα δεν είναι ιδεολογικό, δεν υπάρχει διαφορετική προσέγγιση από τους Δημοκρατικούς σε σχέση με τους Ρεπουμπλικανούς. Θα συνεχίσουν να διερευνώνται τρόποι περαιτέρω εμβάθυνσης της σχέσης. Είχαμε έναν πολύ δυνατό πρέσβη στην Ελλάδα, τον Τζεφ Πάιατ, ο οποίος ενδέχεται τώρα να αναλάβει ένα πιο σημαντικό πόστο στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ. Με τις εξελίξεις που δρομολογήθηκαν κατά τη διάρκεια της θητείας του στην Αθήνα, μπορούμε να περιμένουμε ότι (οι διμερείς σχέσεις) θα συνεχίσουν στην ίδια πορεία».
Η κ. Χιλ αναδεικνύει τον κρίσιμο ρόλο του κ. Πάιατ στην επίλυση του ζητήματος της ονομασίας με τη Βόρεια Μακεδονία. «Αυτό ήταν μέρος της ευρύτερης προσπάθειας να κινηθεί προς τα εμπρός η σχέση ΗΠΑ – Ελλάδας, να μην παραμένει βαλτωμένη σε ζητήματα που ήταν μεν πολύ σημαντικά για την ελληνική πλευρά, αλλά που από την οπτική της Ουάσιγκτον γίνονταν αντιληπτά περισσότερο ως εμπόδια για την ευρύτερη δραστηριοποίηση της Ελλάδας σε περιφερειακό επίπεδο». Σχετικά με τα ελληνοτουρκικά, παρατηρεί ότι προηγούμενοι Ελληνες πρωθυπουργοί είχαν καταφέρει να οικοδομήσουν μια αρκετά στενή σχέση με τον Ταγίπ Ερντογάν. «Η μετατόπιση που έχει συμβεί τα τελευταία χρόνια δεν οφείλεται σε κάποια δομική αλλαγή στις διμερείς σχέσεις, αλλά περισσότερο σε εξελίξεις στο εσωτερικό της Τουρκίας», παρατηρεί.
Σύμφωνα με την πρώην αξιωματούχο του Λευκού Οίκου, ο πρόεδρος Τραμπ δεν είχε σαφή εικόνα ούτε για τον Αλέξη Τσίπρα ούτε για τον Κυριάκο Μητσοτάκη. «Είναι θέμα προσωπικότητας αγκάλιασε θερμά τη σχέση με την Ελλάδα γιατί η ελληνοαμερικανική κοινότητα έχει πολλούς σημαντικούς εκπροσώπους στην αμερικανική πολιτική. Ηταν, πρέπει να πω, μια πολύ επιφανειακή προσέγγιση», σημειώνει, εννοώντας ότι η στάση του 45ου προέδρου υπαγορεύθηκε από πολιτικούς υπολογισμούς και όχι από κάποιο συνεκτικό στρατηγικό όραμα. Θυμάται την «πολύ αμήχανη στιγμή» στην κοινή συνέντευξη Τύπου στον Λευκό Οίκο, όταν ο Αλέξης Τσίπρας ερωτήθηκε για ορισμένα αρνητικά σχόλια που είχε κάνει για τον Τραμπ όταν ήταν υποψήφιος για την προεδρία, αλλά, όπως λέει, «δεν είχε καμία επίδραση» στις σχέσεις των δύο πλευρών.
Η ίδια ήταν συμφοιτήτρια με τον κ. Μητσοτάκη στις αρχές της δεκαετίας του ’90 στο Harvard. «Τρώγαμε μαζί στην τραπεζαρία της φοιτητικής εστίας των μεταπτυχιακών», θυμάται. «Εχω πολύ καλή γνώμη γι’ αυτόν. Είχα και τότε – απλώς δεν φανταζόμουν ποτέ ότι θα ξανασυναντιόμασταν σε ένα τόσο επίσημο πλαίσιο». Αλλά είχε γνωρίσει και τον κ. Τσίπρα –«μια πολύ διαφορετική περίπτωση ανθρώπου» από τον νυν πρωθυπουργό–, όταν είχε επισκεφθεί το Brookings πριν κερδίσει τις εκλογές, «και είχαμε εντυπωσιαστεί πολύ μαζί του». Θεωρεί μάλιστα ότι «χειρίστηκε τις σχέσεις με τις Ηνωμένες Πολιτείες πολύ προσεκτικά και πολύ έξυπνα».
Μνήμες αυτοκρατορίας
Η κ. Χιλ θεωρεί ότι η σχέση μεταξύ της Ρωσίας και της Τουρκίας τα τελευταία χρόνια –που η ίδια αποφεύγει να χαρακτηρίσει με τον όρο «rapprochement»– θυμίζει την ιστορική σχέση μεταξύ της Οθωμανικής και της Ρωσικής Αυτοκρατορίας. «Αυτό συνεπάγεται πολλές εντάσεις και κινδύνους. Υπάρχει ιστορική αντιπαλότητα μεταξύ των δύο χωρών – στη Μαύρη Θάλασσα, στην Ανατολική Μεσόγειο… Εχουν έλθει σε μια συνεννόηση λόγω του κοινού τους ενδιαφέροντος για τη Συρία, αλλά ακόμα κι εκεί η οπτική τους είναι πολύ διαφορετική – όπως και στη Λιβύη, όπου η Ρωσία, ανησυχητικά, έχει στείλει δυνάμεις για να διευρύνει την επιρροή της στη Μεσόγειο. Αλλά και στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ, όπου είναι σαφές ότι η Ρωσία επέτρεψε στο Αζερμπαϊτζάν να επιλύσει τη διαμάχη με στρατιωτικά μέσα, η επέμβαση της Τουρκίας επέτρεψε στο Μπακού να προχωρήσει πολύ πιο πέρα από ό,τι η ρωσική πλευρά είχε προβλέψει».
Ο αλυτρωτισμός και η νοσταλγία για το αυτοκρατορικό παρελθόν της Τουρκίας, αλλά και άλλων μελών του, όπως η Ουγγαρία, αποτελεί σημαντική πρόκληση για το ΝΑΤΟ, σημειώνει η Βρετανοαμερικανή ειδικός. «Η Τουρκία δεν συμπεριφέρεται όπως θα περιμέναμε από ένα σύμμαχο στο ΝΑΤΟ. Η αγορά των ρωσικών πυραύλων S-400 ήταν πρόβλημα, πολλές χώρες εξέφρασαν ανησυχία για αυτό. Υπήρχε η ισχυρή προσδοκία ότι η Τουρκία δεν θα δοκίμαζε τους πυραύλους, αλλά ο Ερντογάν το έκανε, πηγαίνοντας ενάντια σε παρασκηνιακές συμφωνίες που είχαν γίνει. Οι Τούρκοι επιμένουν ότι έχει μεγάλη αξία γι’ αυτούς η συμμετοχή στο ΝΑΤΟ, ότι είναι στρατηγική επιλογή συνεπώς η Συμμαχία πρέπει να βρει τον τρόπο να ασκήσει επιρροή και να επιβάλει με πιο αυστηρό τρόπο ορισμένους κανόνες».
Η συζήτηση περνάει στην πιο ταραχώδη πτυχή της θυελλώδους προεδρίας Τραμπ – τις σχέσεις με τη Ρωσία και τη διαχείριση της ρωσικής επέμβασης στις αμερικανικές εκλογές του 2016. Η ρωσική επέμβαση στις προεδρικές εκλογές ναρκοθέτησε ακόμα και τις πιο ρεαλιστικές πρωτοβουλίες της διοίκησης Τραμπ για τη διαχείριση των αμερικανορωσικών σχέσεων. «Πολλοί έλεγαν ότι ο Τραμπ δεν θα είχε κερδίσει χωρίς τους Ρώσους και εκείνος ψυχολογικά δεν μπορούσε να το διαχειριστεί αυτό. Εβαλε συνεπώς γενικότερα κατά της ιδέας ότι οι Ρώσοι επενέβησαν – το οποίο είχε όντως συμβεί». Ετσι, εξηγεί η κ. Χιλ, η οποία έγραψε το 2013 μαζί με τον Κλίφορντ Γκάντι ένα από τα πιο διεισδυτικά βιβλία για τον πρόεδρο Πούτιν («Mr Putin: Operative in the Kremlin»), η υπόθεση εξελίχθηκε «σε εγχώριο πολιτικό δράμα».
Στόχος η Χίλαρι Κλίντον
Η δική της εκτίμηση είναι ότι οι Ρώσοι ήθελαν να αποδυναμώσουν στον μέγιστο δυνατό βαθμό τη Χίλαρι Κλίντον –«ο Πούτιν είχε πάρει προσωπικά κάποια πράγματα που είχε πει ως υπουργός Εξωτερικών και θεωρούσε ότι θα τηρήσει σκληρή γραμμή απέναντι στη Ρωσία ως πρόεδρος»–, αλλά δεν περίμεναν ότι ο Τραμπ θα εκλεγεί. Η επέμβασή τους, τελικά, ήταν επιτυχημένη σε ένα βαθύτερο επίπεδο: «Ηθελαν να υπάρχουν αμφιβολίες για τη νομιμότητα του αποτελέσματος των εκλογών, καθώς τους ενοχλεί βαθιά η αμερικανική ρητορική περί δημοκρατίας και η κριτική σε εκλογικές διαδικασίες που η Ουάσιγκτον θεωρεί ανελεύθερες ή στημένες. Η προϋπάρχουσα πόλωση τους διευκόλυνε, αλλά κατάφεραν να την οδηγήσουν σε νέα ύψη. Πέτυχαν μια τεράστια νίκη χωρίς να επενδύσουν πολλά – με μια επιχείρηση παραπληροφόρησης παλαιάς κοπής, όπως οι παρεμβάσεις με τις οποίες δοκίμασαν να ανατρέψουν την επίλυση του ζητήματος της ονομασίας με τη Βόρεια Μακεδονία.
Στην Ελλάδα δεν ξεγελαστήκατε – και έπρεπε κι εμείς να είχαμε δείξει τον ίδιο βαθμό επαγρύπνησης. Ηταν μια νίκη που τους χαρίσαμε, με την υπερβολική αντίδραση των ηττημένων στις εκλογές και την ακραία απάντηση των Ρεπουμπλικανών». Ο πρόεδρος Μπάιντεν «προσπαθεί τώρα να επαναφέρει μια διακομματική προσέγγιση στην εξωτερική πολιτική», σημειώνει, αλλά «δεδομένου του πόσο πολιτικοποιήθηκε το ζήτημα της Ρωσίας, αυτό θα είναι πολύ δύσκολο».
Βρέθηκα σε ναρκοπέδιο
Η έμπειρη πρώην αξιωματούχος επιμένει ότι δεν μετανιώνει που δέχθηκε να υπηρετήσει στον Λευκό Οίκο επί Τραμπ, γιατί θεωρούσε κρίσιμο να συμβάλει στο να δοθεί η κατάλληλη απάντηση στη Μόσχα μετά την επέμβασή της στις αμερικανικές εκλογές. «Αυτό για το οποίο μετανιώνω είναι πόσο αφελής ήμουν σχετικά με την εγχώρια πολιτική σκηνή και τους βασικούς παίκτες. Ηξερα περισσότερα για τη ρωσική πολιτική παρά για την αμερικανική. Ισως έπρεπε να είχα αφιερώσει περισσότερο χρόνο βλέποντας Fox News. Η άγνοιά μου με οδήγησε να μπλέξω σε ορισμένες υποθέσεις που οδήγησαν στην πρώτη διαδικασία καθαίρεσης. Ηταν σαν να έχω μπει σε ένα ναρκοπέδιο χωρίς να έχω διαβάσει τις προειδοποιητικές πινακίδες».
(πηγή Καθημερινή/ Παύλος Παπαδόπουλος , Γιάννης Παλαιολόγος)