Πρώην πρέσβειρα Κίνας: ΗΠΑ και Κίνα οφείλουν να επωμισθούν την ευθύνη διατήρησης της ειρήνης και ηρεμίας

Oι εγχώριες πολιτικές επιλογές των ισχυρών κρατών δεν περιορίζονται στο εσωτερικό των συνόρων τους. Γι’ αυτό, ο μελλοντικός προσανατολισμός των ΗΠΑ αποτελεί θέμα μείζονος σημασίας για τον κινεζικό λαό. Αναμφίβολα, οι σινοαμερικανικές σχέσεις τραυματίστηκαν την τελευταία τετραετία. Οι ΗΠΑ είναι πεπεισμένες πως η Κίνα επιθυμεί να εξελιχθεί σε παγκόσμια ηγεμονία. Το Πεκίνο, από την άλλη, θεωρεί ότι οι ΗΠΑ θέτουν προσκόμματα στην κινεζική ανάπτυξη, παρεμποδίζοντας την προσπάθεια βελτίωσης της ζωής του κινεζικού λαού.

Αμφότερες οι πλευρές πιστεύουν ότι σφάλλει ο «απέναντι». Ταυτόχρονα, κάθε πρωτοβουλία της μιας χώρας θεωρείται, από την άλλη, προσπάθεια υπονόμευσης. Η βελτίωση της τεταμένης σχέσης επιβάλλει την προσεκτική αξιολόγηση, από κάθε πλευρά, των προθέσεων της άλλης. Η Κίνα δεν θέλει να αντικαταστήσει τις ΗΠΑ στην ηγετική θέση τους στον κόσμο. Αναλόγως, το Πεκίνο δεν χρειάζεται να ανησυχεί ότι η Ουάσιγκτον επιζητεί να μεταβάλει το κινεζικό σύστημα. Θα ήταν τραγικό, τα δύο πανίσχυρα κράτη να βρεθούν σε τροχιά σύγκρουσης εξαιτίας λανθασμένων αντιλήψεων. Κάτι τέτοιο θα έπληττε τα συμφέροντά τους και εκατομμύρια άνθρωποι και επιχειρήσεις θα πλήρωναν το βαρύ τίμημα. Προφανώς, οι δύο κυβερνήσεις στοχεύουν στην υλοποίηση σημαντικών πολιτικών στο εσωτερικό. Ακόμη και αν είναι αναπόφευκτος ο ανταγωνισμός, η διαχείρισή του πρέπει να είναι προσεκτική και να κυριαρχεί πάντα πνεύμα συνεργασίας. Είναι εφικτή η ανάπτυξη μιας ταυτόχρονης σχέσης συνεργασίας και ανταγωνισμού μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας, με βασικό πυλώνα τον καθησυχασμό των αμοιβαίων ανησυχιών. Στον επιχειρηματικό και τεχνολογικό τομέα, πρέπει να ισχύσουν οι νόμοι και οι κανόνες. Το Πεκίνο οφείλει να αφουγκραστεί και να αντιμετωπίσει τις λογικές ανησυχίες των αμερικανικών εταιρειών που δραστηριοποιούνται στη χώρα, όπως η καλύτερη προστασία των πνευματικών δικαιωμάτων, η κυβερνοασφάλεια και η προστασία της ιδιωτικότητας. Η Κίνα, άλλωστε, καταβάλλει φιλότιμες προσπάθειες σε όλους αυτούς τους τομείς, ενισχύοντας τη σχετική νομοθεσία και βελτιώνοντας την εφαρμογή της.

Η Ουάσιγκτον, από την πλευρά της, οφείλει να διασφαλίσει ισότιμους κανόνες ανταγωνισμού για τις κινεζικές επιχειρήσεις στις ΗΠΑ. Οι φόβοι για τα τεχνολογικά πλεονεκτήματα της Huawei δεν πρέπει να εκφράζονται με κυβερνητικό εκφοβισμό. Κάτι τέτοιο πλήττει την εταιρεία, περιορίζοντας ταυτόχρονα την πρόσβαση εκατομμυρίων ανθρώπων στην τεχνολογική πρόοδο. Η αμερικανική κυβέρνηση οφείλει, αντιθέτως, να ενθαρρύνει τις εγχώριες εταιρείες να συνεργαστούν, και να συναγωνιστούν, με τον κινεζικό τεχνολογικό κολοσσό.

Ταυτόχρονα, η προσπάθεια αποκλεισμού της πρόσβασης στη δημοφιλή κοινωνική πλατφόρμα TikTok, με την πρόφαση ότι αποτελεί απειλή για την εθνική ασφάλεια, είναι άδικη, αφού η αμερικανική κυβέρνηση δεν απέδειξε τους ισχυρισμούς της και η εταιρεία δεσμεύθηκε να συμμορφωθεί με όλους τους αμερικανικούς νόμους και κανόνες. 

Γενικότερα, η αμερικανική θεωρία περί εθνικής ασφάλειας έναντι των κινεζικών εταιρειών φαίνεται υποκριτική. Το Πεκίνο, μετά 40 χρόνια μεταρρυθμίσεων και εξωστρέφειας, υποδέχθηκε ενθουσιωδώς δυτικές τεχνολογίες και αμερικανικές επιχειρήσεις, θωρακίζοντας ταυτόχρονα την εθνική ασφάλειά του. Εφόσον τα δύο κράτη διαπραγματευθούν με ειλικρίνεια, θα ανοικοδομήσουν μια στέρεη βάση για την ανάπτυξη μακροπρόθεσμων σχέσεων, που θα είναι συλλογικά επωφελείς. 

Οι παρεμβάσεις

Στον πολιτικό τομέα, οι ΗΠΑ οφείλουν να εγκαταλείψουν την κακιά συνήθεια παρέμβασης στα εσωτερικά ζητήματα των άλλων κρατών. Ας ελπίσουμε ότι διδάχθηκαν από τις αποτυχημένες παρεμβάσεις σε Αφγανιστάν, Ιράκ και Λιβύη. Η ανησυχία, άλλωστε, για εξωτερικές παρεμβάσεις στην εκλογική διαδικασία θα πρέπει να υπενθυμίσει στην Ουάσιγκτον ότι και τα άλλα κράτη είναι ευαίσθητα στις δικές της παρεμβάσεις. Ταυτόχρονα, ΗΠΑ και Κίνα οφείλουν να επωμισθούν την ευθύνη διατήρησης της ειρήνης και ηρεμίας που απολαμβάνει τόσα χρόνια η περιοχή Ασίας-Ειρηνικού. Η Ουάσιγκτον οφείλει να σεβαστεί την κινεζική εθνική ενότητα, σταματώντας τις προκλήσεις για το θέμα της Ταϊβάν ή την αναμόχλευση των διεκδικήσεων στη Νότια Σινική Θάλασσα. Προκειμένου να αποφευχθούν οι παρεξηγήσεις και οι απροσδόκητες συγκρούσεις, οι στρατιωτικές αρχές των δύο κρατών οφείλουν να συνεννοηθούν και να αναπτύξουν μηχανισμούς διαχείρισης μελλοντικών κρίσεων, βρίσκοντας τρόπους που θα καταστήσουν δυνατή την ειρηνική συμβίωσή τους. 

Τέλος, πληθώρα παγκοσμίων προβλημάτων καθιστούν επιτακτική τη στενή συνεργασία ΗΠΑ – Κίνας. Σήμερα, πιο επείγουσα από όλα είναι η αντιμετώπιση της πανδημίας. Η επιστημονική συνεργασία των δύο κρατών θα συμβάλει στη δημιουργία πιο φθηνών εμβολίων, στα οποία θα έχουν όλοι πρόσβαση, εξέλιξη από την οποία θα επωφεληθεί η ανθρωπότητα.

Ενας άλλος τομέας που χρήζει άμεσης παρέμβασης είναι η κλιματική αλλαγή. Η παγκόσμια κοινότητα περιμένει από τις ΗΠΑ και την Κίνα να αναλάβουν, από κοινού, ηγετικό ρόλο στην αντιμετώπισή της. Η αντιμετώπιση όλων αυτών των προκλήσεων επιβάλλει την ομόνοια ΗΠΑ – Κίνας και την απρόσκοπτη συνεργασία με τους εμπλεκόμενους φορείς. Μόνο τότε η πολυμέρεια θα εξακολουθήσει να γεννάει ελπίδες για τη βελτίωση της ανθρωπότητας.

(πηγή: The New York Times)
 
* H κ. Fu Ying είναι πρώην πρέσβειρα και πρώην αναπληρώτρια υπουργός Εξωτερικών της Κίνας. Είναι επικεφαλής του Κέντρου Διεθνούς Ασφάλειας και Στρατηγικής, επίκουρη καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Τσινγκχουά και αντιπρόεδρος της επιτροπής εξωτερικών υποθέσεων στο 13ο Εθνικό Λαϊκό Κογκρέσο.  

ViaDiplomacy Newsroom