Το Πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ για την Άμυνα – Προβληματισμός και κριτική

Μία πλήρως αναλυτική και κατατοπιστική παρουσίαση του προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ για τις Ελληνικές  Ένοπλες Δυνάμεις δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα https://belisarius21.wordpress.com όπου ο συντάκτης προσπαθεί να κωδικοποιήσει, να παρουσιάσει, να ερμηνεύσει και να αξιολογήσει τις προτάσεις του κόμματος της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης για την Εθνική Άμυνα.

Πρόκειται για ένα χώρο που η Αριστερά δεν θα μπορούσε να ειπωθεί ότι διαθέτει το συγκριτικό πλεονέκτημα στην πολιτική σκηνή της χώρας.

Παρόλα αυτά ο συντάκτης του άρθρου πραγματοποιεί μια αναλυτική διεισδυτική παρουσίαση για την κεντρική ιδέα των προτάσεων του ΣΥΡΙΖΑ, επισημαίνοντας τις διαφορές από παλαιότερες προτάσεις, αλλά και την πολιτική σκέψη με την οποία το κόμμα της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης προσεγγίζει το ζήτημα της Εθνικής Άμυνας.  Ακολουθεί το εξαιρετικό και τεκμηριωμένο αναλυτικό κείμενο της ιστοσελίδας.

Οι Ένοπλες Δυνάμεις που χρειάζεται η χώρα

Ο πρόλογος του προγράμματος, που προηγείται της ανάπτυξης των εννέα βασικών θέσεων του ΣΥΡΙΖΑ για την άμυνα που είναι

  1. Σύγχρονο μοντέλο δημοκρατικού και κοινωνικού ελέγχου των Ενόπλων Δυνάμεων
  2. Νέα στρατηγική σχεδιασμού της Άμυνας της χώρας
  3. Παραγωγική ανασυγκρότηση της αμυντικής βιομηχανίας – ενίσχυση της έρευνας και καινοτομίας
  4. Νέα Στρατηγική Προμηθειών των Ενόπλων Δυνάμεων
  5. Νέα Πολιτική Αξιοποίησης του ανθρώπινου δυναμικού των Ενόπλων Δυνάμεων
  6. Αναβάθμιση της Θητείας
  7. Αναπροσανατολισμός – αναβάθμιση της εκπαίδευσης σε όλα τα επίπεδα
  8. Μέτρα για τη βελτίωση της ζωής του προσωπικού των Ενόπλων Δυνάμεων
  9. Ενίσχυση του κοινωνικού ρόλου των Ενόπλων Δυνάμεων
    είναι ο εξής:

Εμείς (ο ΣΥΡΙΖΑ) πιστεύουμε ότι για να βγει η Άμυνα της χώρας από τα σημερινά αδιέξοδα και να μπορέσει να ανταποκριθεί με επιτυχία στις σύγχρονες προκλήσεις, δεν αρκεί απλά να ξεπεράσουμε συγκεκριμένες παθογένειες και αγκυλώσεις του παρελθόντος. Χρειάζονται ριζικές τομές σε όλα τα επίπεδα και επιτάχυνση της προσαρμογής δομών, αντιλήψεων και πρακτικών στα δεδομένα του 21ου αιώνα.

Οι Ένοπλες Δυνάμεις που εμείς πιστεύουμε ότι χρειάζεται η χώρα, είναι μικρότερου σχήματος και υποδομών και μικρότερου κόστους, εστιάζουν όχι στα αριθμητικά μεγέθη αλλά σε ποιοτικούς δείκτες αποτελεσματικότητας και αποδοτικότητας, αξιοποιούν στο μέγιστο το αμυντικό δυναμικό της χώρας και την αμυντική βιομηχανία, έχουν στέρεο δημοκρατικό προσανατολισμό και ισχυρούς δεσμούς με την κοινωνία.

Το πλαίσιο που καταθέτουμε σήμερα αποτελεί συνολική πρόταση για τον αμυντικό τομέα της χώρας που περιλαμβάνει: σύγχρονο μοντέλο δημοκρατικού και κοινωνικού ελέγχου των Ένοπλες Δυνάμεις, νέα στρατηγική σχεδιασμού της Άμυνας της χώρας, στρατηγική για την παραγωγική ανασυγκρότηση της αμυντικής βιομηχανίας, αναβάθμιση της πολιτικής αξιοποίησης του ανθρώπινου δυναμικού, νέα στρατηγική προμηθειών, αναβάθμιση της εκπαίδευσης σε όλα τα επίπεδα και ενίσχυση του κοινωνικού ρόλου των Ένοπλων Δυνάμεων“.

Υπό κανονικές συνθήκες, ο πρόλογος ενός κειμένου δε θα απαιτούσε ειδικό σχολιασμό. Όμως στο κείμενο του προλόγου διατυπώνεται μία κεντρική θέση του προγράμματος, η οποία παραδόξως δεν επαναλαμβάνεται στο υπόλοιπο κείμενο αλλά προφανώς το διατρέχει:

Οι Ένοπλες Δυνάμεις που χρειάζεται η χώρα είναι μικρότερου σχήματος και υποδομών και μικρότερου κόστους, εστιάζουν όχι στα αριθμητικά μεγέθη αλλά σε ποιοτικούς δείκτες αποτελεσματικότητας και αποδοτικότητας“.

Η αόριστη αυτή θέση αυτή που εμφανίζεται φευγαλέα στον πρόλογο, είναι τόσο κρίσιμη και κεντρική για τη σχεδιαζόμενη αμυντική πολιτική (αν υποθέσουμε τουλάχιστον ότι δεν αποτελεί φτηνό διαφημιστικό σύνθημα) που οφείλει τεκμηριωθεί, κάτι που ο συντάκτης του κειμένου αποφεύγει επιμελώς να κάνει. Ειδικότερα, ο συντάκτης οφείλει αφ’ενός να εξηγήσει τι σημαίνει «μικρότερο σχήμα», αφ΄ετέρου να τεκμηριώσει στοιχειωδώς σε ποια στοιχεία ή αντιλήψεις βασίζει τη θέση αυτή.

Ούτε εξήγηση δίνεται πουθενά, ούτε τεκμηρίωση.

Ελλείψει τέτοιων ρητών εξηγήσεων και τεκμηρίωσης, θα κάνουμε ορισμένες εύλογες υποθέσεις για τι μπορεί να εννοείται, προκειμένου να αντιληφθεί ο κάθε ενδιαφερόμενος τι ακριβώς υπονοείται (αλλά αποφεύγεται να αναφερθεί ρητώς).

Προφανώς, η προσέγγιση αυτή έχει κάποιο στοιχείο αυθαιρεσίας, αφού ο συντάκτης του κειμένου δεν εξηγεί και πρέπει εμείς να υποθέσουμε τι υπονοεί. Από την άλλη, το ζήτημα είναι τόσο κεντρικό που δεν μπορεί να αγνοηθεί, κι επιπλέον, διάσπαρτα κείμενα των βασικών διαμορφωτών της θέσης του ΣΥΡΙΖΑ για την άμυνα καθιστούν τις υποθέσεις σχετικά ασφαλείς.

Λογικά μιλώντας, η θέση ότι οι Ένοπλες Δυνάμεις που χρειάζεται η χώρα είναι «μικρότερου σχήματος και υποδομών και μικρότερου κόστους» μπορεί να σημαίνει ένα από τα εξής τρία πράγματα (ή έναν συνδυασμό τους):

α) είτε οι Ένοπλες Δυνάμεις είναι καλά οργανωμένες, αλλά έχουν υπερβολικά μεγάλο μέγεθος που τους προσδίδει πολεμική ισχύ μεγαλύτερη απ΄όση επιβάλει το «περιβάλλον ασφαλείας» και πρέπει να μειωθούν ώστε να απαλλαγούμε από την «υπερβάλλουσα ισχύ» και το συνακόλουθο υπερβάλλον κόστος
β) είτε οι Ένοπλες Δυνάμεις έχουν επαρκή πολεμική ισχύ αλλά είναι ανεπαρκώς «οργανωμένες και εκπαιδευμένες», και συνεπώς η ίδια η πολεμική ισχύς μπορεί να επιτευχθεί με «καλύτερη οργάνωση και εκπαίδευση» αλλά με λιγότερα «δομικά συστατικά» στρατιωτικής ισχύος – και άρα με «λιγότερους πόρους») (η αναφερόμενη «αποδοτικότητα» – efficiency).

Για να το πούμε απλοϊκά: αν μια υπάρχουσα ταξιαρχία ή φρεγάτα ή πολεμική μοίρα, ως έχουν, εκπαιδευτούν καλύτερα ώστε να αποδώσουν το μέγιστο των δυνατοτήτων τους, τότε χρειαζόμαστε πολύ λιγότερες από όσα έχουμε

γ) είτε οι Ένοπλες Δυνάμεις έχουν επαρκή πολεμική ισχύ και είναι «επαρκώς οργανωμένες» αλλά με κάποιο οργανωτικό πρότυπο που δεν αποδίδει την αναμενόμενη ισχύ, και που συνεπώς μπορεί να μεταβληθεί με κάποιον «ευφυή» τρόπο ώστε με λιγότερα «δομικά συστατικά» στρατιωτικής ισχύος (και άρα με «λιγότερους πόρους») να έχουμε (πολύ) καλύτερο αποτέλεσμα (η αναφερόμενη «αποτελεσματικότητα» – efficacy).

Για να το πούμε απλοϊκά: αν μια υπάρχουσα ταξιαρχία ή φρεγάτα ή πολεμική μοίρα, ως έχουν, οργανωθούν, εξοπλιστούν και εκπαιδευτούν τελείως διαφορετικά, τότε η απόδοσή τους θα είναι τόσο «μεγαλύτερη» που θα χρειαζόμαστε πολύ λιγότερες από όσα έχουμε

Τα ανωτέρω προφανώς ισχύουν στην περίπτωση που οι συντάκτες του κειμένου εννοούσαν αυτά που έγραφαν και δεν έκαναν απλώς «αντιγραφή-επικόλληση» από κονσέρβες.

Έχει, λοιπόν, ενδιαφέρον να εξεταστούν τα αναφερόμενα στην ουσία τους.

Σε καθεμία από τις τρεις περιπτώσεις, το πρώτο ζήτημα που προφανώς τίθεται είναι η επάρκεια της πολεμικής ισχύος των Ενόπλων Δυνάμεων, υφιστάμενης ή επιδιωκόμενης. Προφανώς, το κριτήριο της επάρκειας της στρατιωτικής ισχύος για έναν στρατιωτικό οργανισμό είναι η ισχύς των αντιπάλων του.

Λόγω ιδεολογικής προέλευσης, είναι δύσκολο για τους συντάκτες του προγράμματος να αναφέρουν τις λέξεις «απειλή», «αντίπαλος» και άλλες συναφείς, αλλά ευτυχώς ή δυστυχώς, αυτές είναι που καθορίζουν την απαίτηση στρατιωτικής ισχύος για τη δική μας χώρα.

Αν δεν υπάρχει «απειλή» ή «αντίπαλος», τότε δεν υφίσταται ανάγκη για Ένοπλες Δυνάμεις, και στοιχειώδης εντιμότητα θα επέβαλε την πρόταση για την κατάργησή τους.

Δεδομένου ότι τέτοια πρόταση δε γίνεται, υποθέτει κανείς εύλογα ότι και οι συντάκτες του κειμένου αποδέχονται ότι υπάρχουν απειλές και αντίπαλοι, και αυτοί αποτελούν το μέτρο της απαιτούμενης πολεμικής ισχύος της Ελληνικής Δημοκρατίας.

Υπό άλλες συνθήκες, θα ήταν πλεονασμός να αναφέρουμε ποια είναι η «απειλή» και ο «αντίπαλος», αλλά εν προκειμένω απαιτείται να υπενθυμιστεί ρητά: είναι κατά κύριο λόγο οι Τουρκικές Ένοπλες Δυνάμεις, και δευτερευόντως ο συνδυασμός παραστρατιωτικής και στρατιωτικής απειλής που προέρχεται από την Αλβανία.

Για την οικονομία του παρόντος κειμένου δε θα γίνει καμία αναφορά στην Αλβανική απειλή – κι όχι φυσικά επειδή αυτή είναι αμελητέα. Περιοριζόμενοι στην τουρκική απειλή, αναφέρουμε μερικά βασικά δεδομένα του συσχετισμού δυνάμεων μεταξύ των δύο πλευρών.

Το προσωπικό των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων (ΕΕΔ) ανέρχεται σε 134.000, ενώ των Τουρκικών Ενόπλων Δυνάμεων (ΤΕΔ) είναι 682.223.

Ο συνολικός προϋπολογισμός του ΥΠΕΘΑ για το 2014 ήταν 3,07 δις ευρώ, ενώ ο τουρκικός αντίστοιχος προϋπολογισμός (που είναι δύσκολο να εκτιμηθεί) ανήλθε για το 2014 σε 9,4 δις ευρώ (κατ’ ελάχιστον – στην πραγματικότητα αρκετά υψηλότερος).

Η δυσαναλογία σε κύρια οπλικά συστήματα είναι επίσης συντριπτική: 2.080 τουρκικά άρματα μάχης έναντι 1.244 ελληνικών, 24 κύριες μονάδες επιφανείας έναντι 13 ελληνικών, 293 σύγχρονα μαχητικά τουρκικά μαχητικά έναντι 246 ελληνικών – αναφέρονται μόνο ενδεικτικά μερικές βασικές κατηγορίες.

Η ανάλυση είναι, προφανώς, πολύ πιο σύνθετη, αλλά αν κανείς λάβει υπόψιν τα ακόμη πιο κρίσιμα ποιοτικά (και, κάπως δυσδιάκριτα στον αδαή) επιχειρησιακά δεδομένα, όπως ενδεικτικά ο χώρος, ο χρόνος, η επάνδρωση, η πρωτοβουλία των κινήσεων, τα ποσοτικά δεδομένα καθίστανται δραματικά για την ελληνική πλευρά.

Η βασική αίσθηση που προκύπτει από κάθε βήμα είναι μια καταθλιπτική τουρκική ποσοτική υπεροχή, η οποία μπορεί πάντα να αξιοποιηθεί άμεσα και πλήρως σε οποιαδήποτε ελληνο-τουρκική αντιπαράθεση, σε οποιοδήποτε επίπεδο.

Κατόπιν τούτου, το λιγότερο που μπορεί να ειπωθεί για τη θέση ότι η Ελλάδα χρειάζεται «μικρότερου σχήματος και μικρότερου κόστους Ένοπλες Δυνάμεις» είναι πως είναι κάπως… παράδοξη.

Σε κάθε περίπτωση, ο αμυντικός σχεδιασμός και ιδιαίτερα ο σχεδιασμός της «Δομής Δυνάμεων» (όπου φαίνεται να καταλήγει η «πρόταση» του ΣΥΡΙΖΑ), γίνεται βάση μιας ορισμένης διαδικασίας: μέσω της Πολιτικής Εθνικής Άμυνας σχεδιάζεται η Εθνική Στρατιωτική Στρατηγική, καταρτίζεται η Στρατιωτική Αξιολόγηση της Κατάστασης, δίδονται οι Κατευθύνσεις Αμυντικής Σχεδιάσεως και τέλος σχεδιάζεται η Νέα Δομή των Δυνάμεων.

Ο κύκλος αυτός δεν είναι γραφειοκρατική τυπικότητα – τα επί μέρους στάδια είναι κρίσιμα θεσμικά κείμενα και κάθε στάδιό του καθορίζει τις κατευθύνσεις του επομένου. Χωρίς αυτή την αλυσίδα… ο καθένας μπορεί στο σπίτι του να κάνει μια Δομή Δυνάμεων – δεν είναι δύσκολο άλλωστε.

Επισημαίνεται εδώ ότι ο φερόμενος ως βασικός συντάκτης του κειμένου του ΣΥΡΙΖΑ, από τη θέση του ως… διευθυντής του Πολιτικού Γραφείου του ΑΝΥΕΘΑ, υπέβαλε τη δική του δομή δυνάμεων προς έγκριση (από ενδιαφέρον για σεβασμό στους θεσμούς προφανώς, όπως ευαγγελίζεται το υπόλοιπο του κειμένου), και όταν αυτή δεν έγινε δεκτή – αφού προφανώς αγνοούσε το σύνολο των θεσμικών κειμένων (δηλαδή των βασικών θέσεων κρατικής πολιτικής για την άμυνα) αυτός εξεμάνη γιατί… τον πολεμούσε το κατεστημένο των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων.

Ειρήσθω εν παρόδω ότι από το περιστατικό αυτό δημιουργήθηκαν και τα γνωστά παραμύθια περί «κόντρας» του με τον τότε Α/ΓΕΣ, από την εποχή της… ΣΣΕ (απευθυνόμενα προφανώς σε ανθρώπους που δε γνωρίζουν πως λειτουργεί η ΣΣΕ).

Έχοντας τα βασικά ποσοτικά στοιχεία υπ΄όψιν, μπορεί κανείς να επανέλθει στον βασικό συλλογισμό που προηγήθηκε, και που αφορά τους τρεις πιθανούς τρόπους με τους οποίους αντιλαμβάνεται ο ΣΥΡΙΖΑ το «μικρότερο σχήμα» των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων.

Υπό κανονικές συνθήκες και με βάση μόνο τα ποσοτικά αυτά δεδομένα, είναι λίγο απίθανο να ισχυριστεί κανείς ότι έχουμε… υπερβάλλουσα πολεμική ισχύ η οποία θα πρέπει να μειωθεί προκειμένου να… έλθει σε ισορροπία με την τουρκική (περίπτωση (α)), οπότε μένει να εξεταστεί λογικά το πως μπορεί να ισχύουν τα (β) ή (γ).

Πριν όμως προχωρήσουμε, μία απλή παρατήρηση: Επειδή είναι εύκολο να πει κανείς ότι πρέπει να έχουμε «μικρότερες αλλά πιο αποτελεσματικές» Ένοπλες Δυνάμεις, θα πρέπει να είναι σε θέση στοιχειωδώς να υποστηρίξει τη θέση αυτή τεχνικά.

Θα πρέπει δηλαδή, όποιος υποστηρίζει κάτι τέτοιο, να μπορεί επί χάρτου, σε ρεαλιστικό πολεμικό παίγνιο να δείξει ότι πχ, το Δ’ ΣΣ, ήδη επικίνδυνα ασθενές έναντι της τουρκικής 1ης Στρατιάς μπορεί να ανταπεξέλθει στην απειλή, όπως μπορεί η ΑΣΔΕΝ και ο Στόλος καθώς και η Τακτική Αεροπορία να ανταπεξέλθουν στις πραγματικές, επιχειρησιακές απειλές που αντιμετωπίζουν.

Το σκεπτικό της μείωσης δε μπορεί να είναι: «έχουμε 10 Ταξιαρχίες, να τις κάνουμε 6″.

Θα πρέπει κανείς να μπορεί να δείξει επί του χάρτου, έναντι των συγκεκριμένων σχηματισμών του αντιπάλου, ότι σύμφωνα με μία νέα δομή, μπορεί να ανταπεξέλθει αποτελεσματικά. Οι δύο βασικοί «τεχνικοί» υπέρμαχοι των «μικρότερων ΕΔ» που συμμετέχουν στον ΣΥΡΙΖΑ δεν έχουν ποτέ επιδείξει, ούτε στοιχειωδώς, την επάρκεια των σχημάτων που μελετούν και εμμέσως εξαγγέλλουν.

Κι ο λόγος είναι απλός: οι υφιστάμενες ελληνικές δυνάμεις είναι εξαιρετικά ασθενείς για τις αποστολές που έχουν να εκτελέσουν, έναντι των αντιπάλων που θα κληθούν να τις εκτελέσουν.

Αν η πρόθεση είναι να επιτευχθεί το «μικρότερο σχήμα» με «αύξηση της αποδοτικότητας», αυτό σημαίνει πως η πρόθεση είναι να «εξαναγκαστούν» οι Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις να «κάνουν καλύτερα» τη δουλειά τους, όπως προβλέπεται ότι πρέπει να την κάνουν, ώστε να απαιτείται μικρότερος αριθμός από τα «συστατικά τους».

Έτσι, το υπονοούμενο είναι ότι, αν πχ, μία μοίρα φρεγατών εκπαιδευτεί καλύτερα (από το ατομικό επίπεδο των μελών των πληρωμάτων μέχρι το επιχειρησιακό επίπεδο της μοίρας), τότε, τη… δουλειά των 6 φρεγατών, πχ, μπορούν να την κάνουν 4.

Ή, αντίστοιχα, τη δουλειά μιας μοίρας 18 αεροσκαφών μπορεί να την κάνει μία μοίρα… 12 αεροσκαφών. Κατά μείζονα λόγο, μια καλύτερα «οργανωμένη και εκπαιδευμένη» ταξιαρχία είναι ισοδύναμη με μιάμιση πλημμελώς λειτουργούσα ταξιαρχία.

Μπορεί το σκεπτικό να φαίνεται ήδη φαιδρό καθώς αναπτύσσεται αναλυτικά και όχι με μισόλογα, αλλά είναι χρήσιμο να εξηγηθεί περαιτέρω το γιατί δεν ισχύει:Σε κανέναν επιχειρησιακό σχεδιασμό των ΕΔ, είτε εθνικό, είτε κλαδικό, δεν λαμβάνεται υπ΄όψιν κάποια «μειωμένη ισχύς» των διατιθεμένων μονάδων, λόγω πλημμελούς εκπαίδευσης και οργάνωσης.

Αντιθέτως, ούτως ή άλλως (ενδεχομένως και παραπειστικά), θεωρείται ότι μονάδες και σχηματισμοί αποδίδουν το μέγιστο των δυνατοτήτων τους. Σε σημαντικό βαθμό λαμβάνονται υπ’ όψιν οι δυνατότητες των υλικών μέσων που διαθέτουν – αλλά αυτές για να μεταβληθούν χρειάζονται… χρήματα.

Και πάρα πολλά, μάλιστα – σίγουρα περισσότερα απ΄όσα έχει διάθεση να διαθέσει ο ΣΥΡΙΖΑ για την άμυνα, κι απ΄όσα αντικειμενικά μπορεί να διαθέσει η Ελληνική Δημοκρατία στην παρούσα φάση.

Μία καλύτερα εκπαιδευμένη φρεγάτα δεν καλύπτει ανθυποβρυχιακά ή αντιαεροπορικά μεγαλύτερη έκταση, μία καλύτερα εκπαιδευμένη Ταξιαρχία δεν μπορεί να καλύψει μεγαλύτερο χώρο, ούτε μπορεί να αντιμετωπίσει δραματικά μεγαλύτερο αριθμό αντιπάλων, ούτε μία καλύτερα εκπαιδευμένη πολεμική μοίρα μπορεί να καταρρίψει κάποιον απροσδιόριστα μεγαλύτερο αριθμό αεροσκαφών.

Και ο κ. Ταφύλλης θα όφειλε να γνωρίζει ότι οι ελληνικές πολεμικές μοίρες είναι εξαιρετικά καλά εκπαιδευμένες – και για να εκπαιδευτούν περισσότερο, χρειάζονται… περισσότερα χρήματα. Επειδή η δήλωση για «μικρότερες δυνάμεις» επιθυμεί να δώσει έναν αέρα «διαχειριστικής επιστημοσύνης», επικαλούμενο «ποιοτικούς δείκτες αποτελεσματικότητας και αποδοτικότητας», αναρωτιέται κανείς αν το σκεπτικό είναι ότι σε κάποια… μοντέλα Λάντσεστερ, θα βελτιωθούν οι δείκτες ελληνικών μονάδων, ώστε να μπορέσουμε να τις μειώσουμε.

Ελπίζουμε ότι το επίπεδο στρατιωτικής αντίληψης των συντακτών δε βρίσκεται σε αυτό το επίπεδο.

Σε κάθε περίπτωση, είναι σημαντικό να ξέρουμε εκ των προτέρων, πως θα επέλθει η βελτίωση των «δεικτών αποδοτικότητας» και με ποιον μηχανισμό αυτό θα οδηγήσει σε μικρότερο σχήμα.

Αν η πρόθεση είναι να επιτευχθεί το «μικρότερο σχήμα» με «αύξηση της αποτελεσματικότητας» (η περίπτωση (γ)), τότε προφανώς υπάρχει κάποια απόρρητη αναφορά σε «επαναστατικές αντιλήψεις» για την οργάνωση της άμυνας, οι οποίες επιτρέπουν την δραστική αναθεώρηση των ποσοτικών δεδομένων, καλό θα ήταν αυτές οι αντιλήψεις να εκτεθούν, έστω και γενικά, για να κριθούν εγκαίρως.

Με την επιφύλαξη ότι κάτι τέτοιο δε διαφαίνεται ρητώς στο κείμενο, μπορεί να εκ προοιμίου να ειπωθεί το εξής: αν οι ελπίδες για «μικρότερες και πιο ευέλικτες» ένοπλες δυνάμεις έχουν τη θεωρητική τους βάση σε αντιλήψεις όπως αυτές που σε αλήστου μνήμης άρθρο αναφέρονταν στην ανάγκη για «μία ξεκάθαρη ανάγκη για μια δεύτερη ελληνική «Revolution in Military Affairs«» (μετά την… πρώτη, αυτή των… Βαλκανικών Πολέμων) και που αναπτύχθηκαν από στελέχη που φαίνεται να είχαν επιρροή στη διαμόρφωση των θέσεων του κόμματος για τα αμυντικά πράγματα, τότε έχουμε πραγματικά λόγους να ανησυχούμε για μεγάλες περιπέτειες.

Επειδή σε προγραμματικό κείμενο επανέρχεται το γνωστό στερεότυπο του συρμού για «μικρότερες, αποτελεσματικότερες και πιο ευέλικτες Ένοπλες Δυνάμεις» (που άλλωστε δεν αποτελεί εφεύρημα του ΣΥΡΙΖΑ), είναι σημαντικό να εξηγηθούν ορισμένα πράγματα.

Το στερεότυπο αυτό έχει δύο βασικές θεωρητικές πηγές – παντελώς άσχετες με την ελληνική περίπτωση.

Η πρώτη πηγή υπήρξε το δυτικο-ευρωπαϊκό εφεύρημα περί «μικρότερων αποτελεσματικότερων και πιο ευέλικτων δυνάμεων» της δεκαετίας του ’90, όταν η άμεση, μεγάλη, συμβατική στρατιωτική σοβιετική απειλή εξέλιπε, και μόνος λόγος υπάρξεως στρατιωτικής ισχύος για τις χώρες αυτές κατέστη η συνδρομή σε επεμβάσεις των ΗΠΑ σε τριτοκοσμικές (και στρατιωτικά υπανάπτυκτες) χώρες εκτός ευρωπαϊκού θεάτρου επιχειρήσεων.

Όταν η απειλή έπαψε να είναι οι Ομάδες Στρατιών του Σοβιετικού Στρατού στα γερμανικά σύνορα και έγιναν Άραβες και Αφρικανοί ταραξίες (τους οποίους μάλιστα κατ΄εξοχήν αναλάμβαναν οι ΗΠΑ), κι επιπλέον οποιαδήποτε στρατιωτική ενέργεια απαιτούσε τη μεταφορά δυνάμεων στην άλλη άκρη του κόσμου, τότε προφανώς οι ευρωπαϊκές δυνάμεις ανακάλυψαν την αξία των «μικρών κι ευέλικτων».

Οι «σύγχρονες» ευρωπαϊκές χώρες έχουν πλέον πλήρη συναίσθηση της απόλυτης στρατιωτικής και της συνακόλουθης γεωπολιτικής τους αδυναμίας, αλλά τουλάχιστον δεν κοροϊδεύουν τους εαυτούς τους.

Το να μπει στο ίδιο πνεύμα η Ελλάδα, ενώ αντιμετωπίζει… επί των συνόρων της μια μείζονα και πολιτικά επιθετική στρατιωτική απειλή από κράτος μέλος του ΝΑΤΟ, θυμίζει περισσότερο τον Θύμιο στης «Κακομοίρας» σε ρόλο «γεωστρατηγικού αναλυτή».

Η δεύτερη πηγή της ιδέας για τις «μικρότερες και πιο ευέλικτες» Ένοπλες Δυνάμεις υπήρξε μία συζήτηση της προηγούμενης δεκαετίας, κυρίως στις ΗΠΑ, περί «Επαναστάσεως στα Στρατιωτικά Πράγματα».

Συνοπτικά, η συζήτηση αυτή αφορούσε το πώς θα μπορούσαν οι ΗΠΑ να εκμεταλλευτούν το τεράστιο τεχνολογικό πλεονέκτημα που διέθεταν (και εν πολλοίς διαθέτουν) έναντι του υπολοίπου κόσμου, κυρίως στις αναδυόμενες τεχνολογίας της πληροφορικής και των τηλεπικοινωνιών, προκειμένου να μην «ενισχύσουν» απλώς «γραμμικά» τις υφιστάμενες δυνάμεις τους, αλλά να εισάγουν διαφορετικούς τρόπους διεξαγωγής επιχειρήσεων, όπως σε συγκεκριμένες ιστορικές στιγμές είχαν κάνει με εντυπωσιακό τρόπο άλλοι στρατοί, όπως ο γαλλικός των ναπολεόντειων πολέμων ή ο γερμανικός του Β΄ΠΠ.

Βασικό στοιχείο της συζήτησης αυτής υπήρξε η μείωση του όγκου των δυνάμεων προκειμένου να είναι δυνατή και οικονομικά και επιχειρησιακά η απόκτηση και εκμετάλλευση των ικανοτήτων αυτών.

Στους επίδοξους «αναλυτές» που ευαγγελίζονται τέτοιου είδους απόψεις, θα πρέπει να επισημανθούν δύο βασικές λεπτομέρειες:

Α. Η (μόνη) χώρα που έκανε λόγο για μία τέτοιου είδους «επανάσταση στις στρατιωτικές υποθέσεις» υπήρξαν οι ΗΠΑ, ακριβώς επειδή μια τέτοιου είδους «επανάσταση» προϋποθέτει το ευρύ τεχνολογικό πλεονέκτημα της πλευράς που θα το υιοθετήσει.

Αν δεν αυταπατόμαστε (σε λιακοπουλικό βαθμό), η Ελλάς, ως χώρα, όχι απλώς δεν έχει τέτοιου είδους πλεονέκτημα έναντι του βασικού της στρατηγικού αντιπάλου, αλλά ρεαλιστικά έχει μία ελαφρά υστέρηση. Μιας και οι μόνοι τρόποι να αποκτήσει κανείς ουσιώδες τεχνολογικό προβάδισμα είναι είτε να αγοράσει μαζικά (και πανάκριβα) τα τεχνικά εργαλεία από το εξωτερικό, είτε να τα παραγάγει ο ίδιος, θα πρέπει να εξηγηθεί είτε με τι τρόπο θα χρηματοδοτηθεί μία τέτοια ενδεχόμενη αγορά, είτε – στην περίπτωση που επιλεγεί η… εγχώρια επίτευξη του στόχου – με ποιον τρόπο θα επιτευχθεί η εγχώρια χρηματοδότηση του εγχειρήματος, και σε ποια εγχώρια πολεμική (ή συναφή) βιομηχανία θα στηριχθεί ένα τέτοιο κολοσσιαίο εγχείρημα, όταν οι αναφερόμενες βιομηχανίες είναι όχι απλώς ελάχιστες αλλά και υπανάπτυκτες.

Β. Η μοναδική ένδειξη ότι ένα τέτοιο σχήμα μπορεί να λειτουργήσει στην πράξη προέρχεται από τις συγκρούσεις των τεράστιων Ενόπλων Δυνάμεων των ΗΠΑ (με όλο τους το τεχνολογικό προβάδισμα, οι Αμερικανικές Ένοπλες Δυνάμεις παραμένουν κολοσσιαίες) με εξαιρετικά αδύνατους και υπανάπτυκτους στρατούς του Τρίτου Κόσμου.

Οι συγκρούσεις αυτές δεν έχουν καμία σχέση με το ελληνικό αμυντικό πρόβλημα, το οποίο είναι μάλλον μοναδικό στον Δυτικό Κόσμο.

Οι Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις καλούνται να αντιμετωπίσουν τις αντίστοιχες, συμβατικές, ισχυρότατες Τουρκικές Ένοπλες Δυνάμεις, δηλαδή να αντιμετωπίσουν ένα είδος προβλήματος το οποίο έχει να σημειωθεί κατ’ ουσίαν από τον τελευταίο αραβο-ισραηλινό πόλεμο του 1973 ή έστω του 1982, δηλαδή πριν από τριάντα ή σαράντα έτη.

Οι Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις πρέπει δηλαδή, χωρίς ιστορική εμπειρία, δική τους ή άλλη, να ενσωματώσουν τα πρακτικά συμπεράσματα και τις θεωρητικές αναζητήσεις συγκρούσεων άλλης φύσεως και από στρατούς άλλου είδους, στο πιο στέρεο έδαφος της στρατιωτικής εμπειρίας και θεωρίας.

Όταν το Ισραήλ επιχείρησε να κάνει ένα «άλμα προς το μέλλον» κατά τη δεκαετία του ’90, βρέθηκε αδύναμο μπροστά στην πολύ πιο αδύναμη Χεζμπολά – κι ενώ η υλικοτεχνική του υποδομή ήταν συντριπτικά ανώτερη του αντιπάλου του.

Αν εμείς επιχειρήσουμε τέτοια άλματα, και μάλιστα έναντι αντιπάλου πολύ ισχυρότερου, το αποτέλεσμα θα είναι τραγικό.

Συμπέρασμα

Όπως και σε άλλους τομείς της πολιτικής, η προοπτική εξουσίας έχει οδηγήσει τον ΣΥΡΙΖΑ σε δραματική αλλαγή της στάσης του έναντι του παλαιού «αριστερίστικου» προσώπου του. Προφανώς, σε περίπτωση ανάληψης της εξουσίας, η επαφή με την πραγματικότητα θα είναι τραυματική.

Παρ΄όλα αυτά, είναι προφανές τι προοιωνίζεται για τη στρατιωτική ισχύ της χώρας – και, τελικά, για την ασφάλειά της – η παρουσία στο «αμυντικό» επιτελείο του κόμματος ανθρώπων όπως οι φερόμενοι ως συντάκτες του κειμένου.

Συγγραφέας: Γιώργος Τσιμπούκης

Στρατηγικός Αναλυτής με μεγάλη εμπειρία στην ανάλυση αμυντικών συστημάτων και θεμάτων ασφάλειας. Αναλυτής – Συντάκτης σε εξειδικευμένα περιοδικά Άμυνας και Ασφαλείας.