Πρέσπες: Verba volant, scripta manent
Του Παναγιώτη Καρκατσούλη*
Για όλους όσους ακόμη εξακολουθούν να εθελοτυφλούν σε σχέση με την «καλή» συμφωνία των Πρεσπών ας αποσαφηνίσουμε τα εξής:
Μόλις προχθές εστάλη στο ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών από το αντίστοιχο υπουργείο της γείτονος μια ρηματική διακοίνωση με την οποία αποσαφηνίζονται ορισμένα σημεία των αλλαγών στο Σύνταγμα της «Βόρειας Μακεδονίας». Τα σημεία αυτά, σημειωτέον, αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της συμφωνίας και επεξηγούν κάποιες διατυπώσεις του κειμένου της, σύμφωνα με την κατανόηση των συντακτών τους. Υποτίθεται, ότι επ’ αυτών διαβουλεύεται η ελληνική πλευρά.
Παρακολουθώντας, όμως, τις θέσεις της πλειοψηφίας στην Επιτροπή της Βουλής είδα ότι είτε συμφωνούν άνευ άλλου μ’ αυτές είτε αναλίσκονται σε μεθοδολογικές-τεχνικές παρατηρήσεις για το πως εμφανίζονται στην γείτονα χώρα οι τροπολογίες που ενσωματώνονται στο Σύνταγμά της.
Οι βουλευτές της πλειοψηφίας αποδεικνύονται, για ακόμη μια φορά, ράθυμοι και οπαδοί της ελάσσονος προσπάθειας. Οι αντιδράσεις τους σ’ ένα τόσο σοβαρό θέμα θυμίζουν τις ημέρες της συζήτησης του «κειμένου» του δημοψηφίσματος του Ιουλίου 2015. Ουδείς από τους ρήτορες που εξαπέλυαν πύρινους λόγους στην ολομέλεια είχε καταλάβει ποιο ήταν το κείμενο επί του οποίου ετίθετο το ερώτημα του δημοψηφίσματος μέχρι και την περάτωση της σχετικής συζήτησης.
Ανακάλεσα εκείνο το γεγονός ακούγοντας, τις τοποθετήσεις και τα επιχειρήματα των βουλευτών της πλειοψηφίας στην Επιτροπή. Αγορεύει, για παράδειγμα, μια «χρυσή» μεταγραφή του κυβερνώντος κόμματος και με περισσή αυτοπεποίθηση αναφέρει ότι, μετά και την ρηματική διακοίνωση, αποσαφηνίσθηκε, πλήρως, ότι με τον όρο «εθνικότητα» εννοείται στην Συμφωνία η «ιθαγένεια». Πέραν του λογικού επιχειρήματος, το οποίο ο ρήτορας αρνείται, ότι δεν μπορεί η εθνικότητα και η γλώσσα να μην ακολουθούν το όνομα της χώρας, δεν αντιλαμβάνεται ότι το «citizenship» εισάγει, από την πίσω πόρτα την ύπαρξη μακεδονικής εθνότητας: Μπορεί, δηλαδή, με αυτή τη διευθέτηση ένας πολίτης της γείτονος να είναι Μακεδόνας υπήκοος, με αλβανική ή μακεδονική εθνικότητα.
Αλλά και όσον αφορά την γλώσσα, για την προέλευση της οποίας, η ρηματική διακοίνωση επαναλαμβάνει το έωλο επιχείρημα ότι σε κάποια σύνοδο του ΟΗΕ, πριν από 42 χρόνια, σε μια συζήτηση για τον τρόπο με τον οποίο θα τυποποιούνταν οι ντοπιο-λαλιές της περιοχής καταλογογραφήθηκε και η «μακεδονική», πάλι είναι έκδηλη η ραθυμία και η ήσσονα προσπάθεια της πλειοψηφίας. Πόσο μεγάλος κόπος θα ήταν να αναζητήσουν μια πιο έγκυρη γνώμη για το τι, ακριβώς, συγκροτεί μια γλώσσα κι εάν μια διάλεκτος της βουλγαρικής γλώσσας μπορεί να αποτελεί την γλώσσα των «Μακεδόνων»; Αρκούνται, ξανά, στον αόριστη επεξήγηση της διακοίνωσης ότι η γλώσσα αυτή ανήκει στις νοτιοσλαβικές. Υποθέτω ότι και η «σερβοκροατική» ανήκει σ’ αυτές, αφού τότε ήταν επίσημη «γλώσσα» αλλά σήμερα δεν υπάρχει.
Σήμερα, όσοι Έλληνες βουλευτές εξακολουθούν να διακηρύσσουν ότι η συμφωνία των Πρεσπών είναι μια καλή συμφωνία και ότι θα την ψηφίσουν «με χέρια και με πόδια» όπως δήλωνε, προχθές, έμπλεος υπερηφάνειας, βορειοελλαδίτης συριζαίος βουλευτής πρέπει να ξέρουν ότι δεν υπάρχει για αυτούς κανένα άλλοθι. Πέρα από τα λόγια υπάρχουν τα γραπτά των οποίων η άγνοια δεν συγχωρείται. Όσοι στηρίζουν αυτή την συμφωνία φροντίζουν για την διαιώνιση της παρακαταθήκης του Στρατάρχη Τίτο που ονειρευόταν να υφαρπάξει την ελληνική Μακεδονία με δόλωμα τα Σκόπια. Η ιστορία θα τους καταγράψει ως άξιους συνεχιστές της προσπάθειάς του. Η πλειοψηφία των Ελλήνων, όμως, που αντιδρά στην περαιτέρω συρρίκνωση του ελληνισμού θα τους καταχωρήσει στην, μεγάλη δυστυχώς, ομάδα των ανάξιων των καιρών εκπροσώπων του.
* Ο Παναγιώτης Καρκατσούλης είναι πρώην βουλευτής, υποψήφιος στην Α’ Αθήνας με το Κίνημα Αλλαγής.