Πολλαπλή ήττα των ΗΠΑ στο μέτωπο της Συρίας
Την παραμονή του πολέμου στο Ιράκ, το 2003, ο πρωθυπουργός της Βρετανίας Τόνι Μπλερ, απευθυνόμενος σε μια κοινή συνεδρίαση των σωμάτων του Κογκρέσου για την αποστολή της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, είχε πει: «Σε μια μικρή γωνιά αυτής της αχανούς χώρας, στη Νεβάδα ή στο Αϊνταχο ή σε άλλες περιοχές στις οποίες ουδέποτε έχω βρεθεί, αλλά πάντα ήθελα να πάω, υπάρχει ένας τύπος που συνεχίζει τη ζωή του, απόλυτα ευχαριστημένος, που ασχολείται με τη δουλειά του, λέγοντας στους πολιτικούς ηγέτες της χώρας: “Γιατί εγώ, γιατί εμείς, γιατί η Αμερική;” και η μοναδική απάντηση είναι “επειδή η μοίρα σε έφερε σε αυτόν τον τόπο, σε αυτό το σημείο της Ιστορίας, τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, και το καθήκον είναι δικό σου”». Ο Μπλερ εξακολουθεί να έχει δίκιο για την αποστολή που εναπέθεσε η μοίρα στους ώμους των ΗΠΑ, αλλά λίγα χρόνια αργότερα είναι σαφές πως πολλοί Αμερικανοί έχουν εξαντληθεί από αυτόν τον ρόλο.
Μετά περίπου τέσσερις δεκαετίες εξωτερικής πολιτικής που οικοδομήθηκε στη βάση της ανάσχεσης της Σοβιετικής Ενωσης και δύο δεκαετίες μετά τη στρατηγική της διεύρυνσης, της επέκτασης δηλαδή της δημοκρατικής σφαίρας σε όλο τον κόσμο, με την τεράστια ισχύ που απολάμβανε η Αμερική αφότου κέρδισε τον Ψυχρό Πόλεμο, οι Αμερικανοί θέλουν ένα διάλειμμα. Ο πρόεδρος Τραμπ δεν έχει άδικο σε αυτό το σημείο.
Η δουλειά του προέδρου ωστόσο είναι να εξισορροπήσει την κατανοητή επιθυμία των Αμερικανών με το γεγονός ότι τα συμφέροντα και οι αξίες των ΗΠΑ προϋποθέτουν τη δραστηριοποίησή μας σε όλο τον πλανήτη με έναν βιώσιμο τρόπο.
Αυτό σημαίνει να κάνουμε τρία πράγματα: να τραβάμε λεπτές διαχωριστικές γραμμές, να σεβόμαστε τους συμμάχους και να ενισχύουμε τις νησίδες αξιοπρέπειας. Αλίμονο, ο Τραμπ παραβίασε και τις τρεις αυτές αρχές στη Συρία.
Πρώτον, ο Αμερικανός πρόεδρος και ο αμερικανικός στρατός απέτυχαν να διαχωρίσουν το Ισλαμικό Κράτος από το Ιράκ και τη Συρία, και αυτό επειδή τόσο ο Τραμπ όσο και το Πεντάγωνο είχαν θέσει στον αυτόματο πιλότο τον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας. Οπως είχα προειδοποιήσει από το 2017, το Ισλαμικό Κράτος στη Συρία λειτουργούσε σε πολύ διαφορετικό πλαίσιο από ό,τι στο Ιράκ. Στο Ιράκ ήταν ο εχθρός της δημοκρατίας των πολλαπλών δογμάτων.
Το ίδιο και στη Συρία, όπου όμως ανάλογη στάση υιοθέτησαν επίσης η Ρωσία, το σιιτικό Ιράν, η σιιτική Χεζμπολάχ και το καθεστώς του Μπασάρ αλ Ασαντ. Οι παίκτες αυτοί και το Ισλαμικό Κράτος άξιζαν ο ένας τον άλλον.
«Αν εξουδετερώσουμε το Ι.Κ. στη Συρία τώρα, απλώς θα μειώσουμε την πίεση στον Ασαντ, στο Ιράν, στη Ρωσία και στη Χεζμπολάχ και θα τους διευκολύνουμε να αφιερώσουν όλες τους τις δυνάμεις στην καταστροφή των μετριοπαθών ανταρτών στην Ιντλίμπ», έγραφα. Αυτό συνέβη ουσιαστικά.
Αναλαμβάνοντας από κοινού με τους Κούρδους την ευθύνη για την καταπολέμηση του Ι.Κ. στη Συρία, απαλλάξαμε τη Ρωσία, το Ιράν, τη Χεζμπολάχ και τον Ασαντ από ένα μεγάλο βάρος, ανοίγοντάς τους τον δρόμο για να πατάξουν τους εγχώριους αντιπάλους του καθεστώτος. Και το πιο τρελό είναι πως το κάναμε τζάμπα, δεν ζητήσαμε καν αυτονομία για τους Κούρδους της Συρίας που ήταν οι σύμμαχοί μας, ούτε κατανομή της εξουσίας με τους μετριοπαθείς σουνίτες αντάρτες.
Λάθος μήνυμα
Αισθάνομαι φρικτά για τους Κούρδους, αλλά ίσως η Αμερική καταφέρει να γελάσει τελευταία: ο Τραμπ άφησε τον Πούτιν να κερδίσει τη Συρία και το καθήκον να στηρίζει το καθεστώς Ασαντ, που διέπραξε γενοκτονία, και να διαχειρίζεται τις προσπάθειες του Ιράν να χρησιμοποιεί τη Συρία ως εφαλτήριο επιθέσεων εις βάρος του Ισραήλ.
Ακόμη όμως κι αν ισχυριστεί κανείς ότι η αποστασιοποίηση από τους Κούρδους της Συρίας ήταν η σωστή κυνική στρατηγική, έχει σημασία πώς προβαίνει σε τέτοιου είδους πράξεις ένας πρόεδρος. Αποχωρώντας από τη Συρία κατ’ αυτόν τον τρόπο, στέλνουμε ένα μήνυμα σε κάθε σύμμαχο των ΗΠΑ: «Καλύτερα να αρχίσεις να κάνεις σχέδια για να φροντίσεις τον εαυτό σου, επειδή αν η Ρωσία, η Κίνα ή το Ιράν αποφασίσουν να σε κυνηγήσουν ή να σε τρομοκρατήσουν, η Αμερική δεν πρόκειται να σε στηρίξει, εκτός αν έχεις πληρώσει προκαταβολικά».
Αυτό που καθιστά την Αμερική μοναδική ως παγκόσμια δύναμη είναι πως έχουμε συμμάχους που μοιράζονται τα συμφέροντα και τις αξίες μας, ενώ η Ρωσία και η Κίνα έχουν μόνο κράτη-πελάτες, όπως η Συρία.
«Οταν αποσύρουμε ξαφνικά την υποστήριξή μας από έναν σύμμαχο, θέτουμε σε αμφισβήτηση την αξιοπιστία μας παντού», σχολίασε ο Μάικλ Μαντελμπομ, συγγραφέας του βιβλίου «Η άνοδος και η πτώση της ειρήνης στον κόσμο». Αυτό δεν είναι επιχείρημα υπέρ της διατήρησης κακών πολέμων για πάντα, όπως το Βιετνάμ, πρόσθεσε.
«Αν οι Γερμανοί και οι Ιάπωνες καταλήξουν ότι οι εγγυήσεις ασφαλείας της Αμερικής δεν ισχύουν πια, θα αποκτήσουν πυρηνικά όπλα, κάτι το οποίο ούτε εμείς θέλουμε ούτε εκείνοι».
Οι νησίδες αξιοπρέπειας
Προσοχή! Τέτοιου είδους αμερικανική εξωτερική πολιτική στο άμεσο μέλλον δεν θα οδηγήσει σε έναν σταθερότερο κόσμο ούτε σε μία πιο οικονομική εξωτερική πολιτική. Αυτό που καταλαβαίνουν πλέον όλοι είναι πως δεν έχουμε τον χρόνο, την υπομονή, την ενέργεια ή την τεχνογνωσία να εδραιώσουμε τη δημοκρατία στη Μέση Ανατολή. Μπορούμε όμως να ενισχύσουμε την αξιοπρέπεια, ελπίζοντας ότι οι νησίδες αξιοπρέπειας θα συνδεθούν μεταξύ τους και θα κάνουν τη δημοκρατία να ανθίσει. Το ιρακινό Κουρδιστάν και οι κουρδικές περιοχές της Συρίας, ενώ υπάρχει διαφθορά αλλά και συμπεριφορές φατριών, είναι νησίδες αξιοπρέπειας όπου οι γυναίκες έχουν δικαιώματα, το Ισλάμ έχει μετριοπαθείς μορφές και η δυτική παιδεία προωθείται σε αμερικανικού τύπου πανεπιστήμια. Εγκαταλείποντας τους Κούρδους της Συρίας ο Τραμπ αποδυνάμωσε τη νησίδα αξιοπρέπειάς τους, αντί να την ενισχύσει. Η Αμερική είναι καλύτερη από τέτοιες πρακτικές ακόμη και αν ο σημερινός μας πρόεδρος δεν είναι.