Πολιτική προσφορά και κοινωνική ζήτηση της βίας, Του Χρήστου Α. Φραγκονικολόπουλου

Κριτική – παρουσίαση του βιβλίου του Πέτρου Παπασαραντόπουλου “Εξτρεμισμός και Πολιτική Βία στην Ελλάδα: Το Big Bang της Χρυσής Αυγής”, Θεσσαλονίκη, Επίκεντρο, 2014, σελ. 272

Σύμφωνα με έρευνα της Public Issue το 2013 η αίσθηση της βίας στην ελληνική κοινωνία είναι έντονη και διάχυτη, με τη συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων πολιτών (86%) να πιστεύει ότι υπάρχει αρκετή/πολύ βία στην κοινωνία (ενώ μόλις το 13% εκφράζει την αντίθετη άποψη). Η αίσθηση αυτή, θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς, ότι οφείλεται στις συνέπειες της οικονομικής κρίσης, καθώς και άλλων πολιτικών και κοινωνικών παραγόντων (το μεταναστευτικό ζήτημα, η κρίση νομιμότητας των πολιτικών κομμάτων).
Τι να θυμηθεί κανείς τα τελευταία πέντε χρόνια; Τα συχνά μπαράζ εμπρηστικών επιθέσεων με στόχους υποκαταστήματα τραπεζών, γραφεία κομμάτων και βουλευτών, κτίρια της αστυνομίας και υπουργείων; Τους τρεις νεκρούς υπαλλήλους της τράπεζας Marfin το 2010, τη διάλυση της στρατιωτικής παρέλασης στη Θεσσαλονίκη το 2011, τον πρόσφατο ξυλοδαρμό του Καθηγητή Ν. Μαραντζίδη;
Φταίει, όμως, μόνο η κρίση; Μάλλον, όχι. Έτσι, ενώ το 87% των πολιτών το 2013 αναφέρει ότι τα φαινόμενα της βίας στην Ελλάδα έχουν αυξηθεί τα τελευταία χρόνια, διαχρονικά το ποσοστό των πολιτών που εκτιμά ότι η βία στην σημερινή συγκυρία έχει αυξηθεί εμφανίζεται διευρυμένο μόνο κατά 13% σε σχέση με μελέτη της Public Issue το 2006 (74%) (1) . Επομένως, η βία στην ελληνική κοινωνία όχι μόνο είναι εδραιωμένη (μεταπολιτευτική ανοχή απέναντι στην τρομοκρατία, συγκρούσεις με την αστυνομία, καταλήψεις και βανδαλισμοί), αλλά και το φαινόμενο συνεχώς επιδεινώνεται (επιθέσεις, ξυλοδαρμοί και εντυπωσιακή εκλογική άνοδο της Χρυσής Αυγής, ).

Το ερώτημα, λοιπόν, είναι γιατί συμβαίνει αυτό στην Ελλάδα, σε μία χώρα που από το 1974 χαρακτηρίζεται από μια μακρά διαδικασία εκδημοκρατισμού της κοινωνίας;

Το φαινόμενο, όπως επισημαίνει η Άννα Φραγκουδάκη (2) , πρέπει να εξεταστεί με όρους της αμφίσημης ελληνικής ταυτότητας: πίστη και αφοσίωση στα εθνικά ιδεώδη κι συμφέροντα από τη μια και περιφρόνηση καθετί δημόσιου από την άλλη; αμυντική εθνική ταυτότητα που συνδυάζει την αίσθηση υπερηφάνειας για τη συγγένεια με τους αρχαίους Έλληνες με συναισθήματα κατωτερότητας έναντι των δυτικών, και μάλιστα με διαρκή μετάθεση των ευθυνών προς τα έξω, προς τον κόσμο δηλαδή των «ξένων». Εδώ συνωστίζονται ρεύματα ιδεών από τους «νεοορθόδοξους» μέχρι τους πολέμιους του βιβλίου Ιστορίας της Στ’ Δημοτικού της Μαρίας Ρεπούση, αλλά και σοβαρές περιπτώσεις «ιδιωτικοποίησης» της εξωτερικής πολιτικής (π.χ., η υπόθεση Οτζαλάν), που εγκλωβίζουν την ελληνική κοινωνία σε έναν εθνικισμό «ανεπίκαιρο, φανατικό, ξενοφοβικό και αντιευρωπαϊκό» (σελ.13) και προλειαίνουν το έδαφος για τον εξτρεμισμό.

Στην ίδια λογική κινείται και ο Δημήτρης Ψυχογιός (3), σύμφωνα με την ανάλυση του οποίου η πολιτική βία στη χώρα μας δεν μπορεί να εξηγηθεί μόνο από την «υλική βάση»-κοινωνικές συνθήκες. Την αιτία, όπως επισημαίνει πρέπει να την αναζητήσουμε στην «αγωνιστική ερμηνευτική» της ιστορίας μας (σελ. 72), δηλαδή την «αντίληψη της ελληνικής ιστορίας ως πολεμικής αφήγησης» (σελ. 145), μιας «ηρωικής μακραίωνης πορείας δίκαιων πολέμων εναντίον εχθρών, που ξεκινά με τη μάχη του Μαραθώνα και μέσω του Μεγαλέξανδρου, του Παλαιολόγου και του Κολοκοτρώνη φτάνει ως τον πόλεμο του ‘40» (σελ.72). Αυτή η ερμηνευτική, όχι μόνο εκφράζεται σε θέματα εξωτερικής πολιτικής (π.χ. ‘δεν διαπραγματευόμαστε’), αλλά «καλλιεργείται από τον δημόσιο λόγο, την εκπαίδευση, τα μέσα και τελικά μεταφέρεται στις εσωτερικές πολιτικές συγκρούσεις: ο αντίπαλος γίνεται ‘εσωτερικός εχθρός’, όργανο πιθανότητα του εξωτερικού, μίασμα, μοναρχοφασίστας, εαμοβούλγαρος, προδότης, νενέκος, δωσίλογος, μερκελιστής, γερμανοτσολιάς, που πρέπει να αντιμετωπιστεί αδιαπραγμάτευτα, ανυποχώρητα, ηρωικά με κάθε θυσία» (σελ. 73). Μάλιστα, όπως δείχνει και Έκθεση του Εθνικού Κέντρου Ερευνών (4) το 2010, οι Έλληνες σε μεγαλύτερα ποσοστά από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο πιστεύουν πως «οι περισσότεροι άνθρωποι θα προσπαθούσαν να τους εκμεταλλευτούν αν είχαν την ευκαιρία» και σε μικρότερα ποσοστά από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο θεωρούν πως «οι άνθρωποι θα προσπαθούσαν να είναι δίκαιοι απέναντί τους».

Τα παραπάνω, όπως επισημαίνει ο Παπασαραντόπουλος (σελ. 24) «συγκροτούν ένα ‘σώμα’ κοινωνικής ζήτησης για ακραίες, μη δημοκρατικές πρακτικές». Όμως, όπως πολύ σωστά υπογραμμίζει, οι ρίζες του φαινομένου δεν πρέπει να αναζητηθούν μόνο στο πολιτισμικό φορτίο-κουλτούρα της χώρας, αλλά και στον τρόπο που δομήθηκε το πολιτικό σύστημα μετά το 1974. Η μεταπολίτευση «σημαδεύτηκε από το δομικό χαρακτηριστικό της άρνησης του πολιτικού διαλόγου ανάμεσα στις σημαντικότερες συνιστώσες του κοινοβουλευτισμού. Το πολιτικό παίγνιο ήταν πάντοτε, με ελάχιστες εξαιρέσεις, ανάμεσα σε εχθρούς και όχι ανάμεσα σε πολιτικούς αντιπάλους» (σελ. 58), «που αντιλαμβανόταν την πολιτική αντιπαράθεση ως παίγνιο μηδενικού αθροίσματος. Οι καλοί και οι κακοί. Οι δυνάμεις του φωτός και οι δυνάμεις του σκότους» (σελ. 173). Αυτή η λογική καλλιέργησε τον λαϊκισμό μέσα από τον οποίο το γενικό συμφέρον αποσαθρώθηκε και υποκαταστάθηκε από τον ακραίο ατομικισμό, με τα γνωστά σε όλους μας αποτελέσματα: απουσία κοινωνικού συμβολαίου και ανεξάρτητης κοινωνίας πολιτών, κορπορατισμός και συντεχνιασμός, ανοχή στην ανομία και έλλειψη διαπραγμάτευσης και συμβιβασμού (σελ.62-72).

Και εδώ είναι, όπως επισημαίνει ο Παπασαραντόπουλος (σελ.24-25), που η κρίση έπαιξε το δικό της ρόλο, όχι ως αιτία, αλλά ως καταλύτης. Για πολλούς λόγους, η ανάπτυξη και ανάλυση των οποίων στο βιβλίο του, όχι μόνο θα ‘ενοχλήσει’ την δεσπόζουσα λογική, αλλά οφείλει να ανοίξει και μια συζήτηση διερεύνησης του φαινομένου της πολιτικής βίας στην χώρα μας.

1ος λόγος. Η κρίση ενίσχυσε την αμυντικότητα και τον ατομικισμό της ελληνικής κοινωνίας. Γράφει για το Κίνημα των Αγανακτισμένων (σελ. 39-41):

Από άποψη ιδεολογίας οι ‘αγανακτισμένοι’ δεν κομίζουν κάτι διαφορετικό.. Αντίθετα δεν κάνουν τίποτα άλλο από το να αναπαράγουν εκκωφαντικά το ηγεμονικό στερεότυπο της ελληνικής κοινωνίας… τη βαθύτατα εδραιωμένη, λαϊκιστική πεποίθηση ότι για όλα τα προβλήματα του τόπου φταίει το ‘μνημόνιο’, οι τρισκατάρατοι ξένοι που μας το επέβαλαν και οι ‘από πάνω’, που είναι εντολοδόχοι τους. Ποτέ οι ‘από κάτω’… Εντέλει, ο μύθος του ‘αντιμνημονίου’ παράγει μια ιδεολογία ατομιστική, μια ιδεολογία διατήρησης των κεκτημένων, που αποσαθρώνει την κοινωνία και λεηλατεί τις συνειδήσεις και τη λογική των ανθρώπων….

Η αντίδραση, αυτή όπως υπογραμμίζει συμβάλλει στην καλλιέργεια μιας συλλογικής μνησικακίας και ανομίας (βλ. ‘Κίνημα Δεν Πληρώνω’, σελ. 33-53). ‘Προκλητική’ για τα ελληνικά δεδομένα τοποθέτηση. Είναι, όμως, όταν σύμφωνα με δημοσκόπηση του 2011 (σελ.56), ένα ποσοστό 49.6% των ερωτηθέντων εγκρίνει τους προπηλακισμούς πολιτικών. Πολύ περισσότερο, συνεχίζει, παγιώνει μια φαντασιακή απόσπαση των πολιτών από την πραγματικότητα, δηλαδή, την απάρνηση των πραγματικών προβλημάτων (σελ. 43-44, 122-123), με αποτέλεσμα να δημιουργούνται επικίνδυνες λαϊκιστικές, ρατσιστικές και συνωμοσιολογικές συμπεριφορές. Και δεν έχει άδικο. Θυμηθείτε το 33% των ελλήνων πολιτών που πιστεύουν, σύμφωνα με έρευνα της Metron Analysis to 2013, ότι μας ψεκάζουν. Ενδεικτική είναι και η πρόσφατη έρευνα του Πανεπιστημίου Μακεδονίας, σύμφωνα με την οποία μεγάλο ποσοστό των Ελλήνων πιστεύει ότι η ελληνική κρίση είναι δημιούργημα των ξένων (72%), η 11η Σεπτεμβρίου ήταν προσχεδιασμένη (59%) και η προσσελήνωση του Άρμστρονγκ σκηνοθετημένη (27%). Παράλληλα, σε συντριπτικά ποσοστά οι Έλληνες θεωρούν ότι το φάρμακο για τον καρκίνο έχει βρεθεί αλλά δε δίνεται στην κυκλοφορία (69%) κι ότι ο Κώστας Σημίτης είναι Εβραίος (61%) (5) . Έλλειψη μέτρου και αυτογνωσίας στην κατανόηση της πραγματικότητας, που «απομακρύνει διαρκώς τους ψηφοφόρους και την κοινωνίας από τη λογική.»(6)

2ος λόγος. Η κρίση αφαίρεσε το μονοπώλιο της βίας και του αντικοινοβουλευτισμού από την άκρα αριστερά, ενισχύοντας το φαινόμενο της ακροδεξιάς βίας με αποτέλεσμα τα δύο άκρα να λειτουργούν ως συγκοινωνούντα δοχεία με τον εξτρεμισμό και τη βία (σελ.99), και να συγκροτούν ένα «φαιοκόκκινο μέτωπο αντιδημοκρατίας και αυταρχισμού» (σε.λ.83) ‘Γενναία’ τοποθέτηση. Ο Παπασαραντόπουλος, όμως, την τεκμηριώνει. Πρώτον, και με αναφορά σε σημαντικές επιστημονικές και βιβλιογραφικές πηγές (7) (σελ. 75-79, 104-109), εξετάζει πως ο ιδεολογικός πυρήνας των δύο άκρων δικαιολογεί την ομοιότητα και ταύτιση τους στην πολιτική της βίας ως θεμιτού, και επιθυμητού μέσου, για την επίτευξη των στόχων τους, που δεν είναι άλλος από την αντιπάθεια της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και την αντικατάσταση της από ένα ολοκληρωτικό καθεστώτος (ανεξάρτητα από το εάν θα είναι ναζιστικό ή κουμμουνιστικό). Δεύτερον, μας υπενθυμίζει πως τα δύο άκρα συγκοινωνούν και αλλητροφοδοτούνται σε κοινωνικό και ανθρωπολογικό επίπεδο (βλ. για παράδειγμα τις γειτονίες της Β’ Πειραιά, οι οποίες ενώ για πολλά χρόνια ψήφιζαν ΠΑΣΟΚ σήμερα ψηφίζουν Χρυσή Αυγή, καθώς και η περίπτωση εκπαιδευτικού, που ενώ μέχρι πρόσφατα υπήρξε μάχιμος συνδικαλιστής του αριστερού χώρου, σήμερα εργάζεται σε γραφείο βουλευτού της Χρυσής Αυγής). Χαρακτηριστική περίπτωση αποτελεί ο βουλευτής της Χρυσής Αυγής, Στάθης Μπούκουρας, ο οποίος απολογούμενος στη Βουλή για συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση δήλωσε: «Έτυχε και έγινα βουλευτής της ΧΑ, δεν είμαι φασίστας, δεν είμαι ναζιστής. Πατριώτης είμαι. Ήμουν ΠΑΣΟΚ, ο Ανδρέας Παπανδρέου με έκανε εθνικιστή. Μικρό παιδάκι ήμουνα και κρέμαγα σημαίες, γιατί πιστεύαμε στην Αλλαγή»!!!

Με βάση τα παραπάνω, ο Παπασαραντόπουλος μας καλεί να σκεφτούμε όχι μόνο τον αμφίπλευρο χαρακτήρα του εξτρεμισμού και της βίας, αλλά και να αμφισβητήσουμε τη λογική που θέλει «είτε να εντοπίζουμε τη βία στον πολιτικό χώρο που μας βολεύει είτε να τη διαχωρίζουμε» (σελ.102) σε «καλή» (αριστερή) και «κακή» (δεξιά). Έχουμε, όπως σωστά επισημαίνει (σελ.95), εγκλήματα που έγιναν στο όνομα της επανάστασης και του προλεταριάτου (17 Νοέμβρη) όπως και στο όνομα της φυλής και του αίματος (Φύσσας Χρυσή Αυγή). Γράφει στη σελ. 83:

Αδυνατώ να αντιληφθώ ποια είναι η ποιοτική διαφορά ανάμεσα στις μολότοφ των ακροαριστερών που δολοφόνησαν αθώους εργαζόμενους στη ‘Μαρφίν’ και στα μαχαίρια των ακροδεξιών που δολοφόνησαν μετανάστες. Ποια είναι η ποιοτική διαφορά ή το διαφορετικό αξιακό περιεχόμενο ανάμεσα στους Χρυσαυγίτες που καταστρέφουν πάγκους μικροπωλητών επειδή είναι μετανάστες, και στους ακροαριστερούς που εισβάλλουν στα μηχανογραφικά κέντρα των πανεπιστημίων για να ματαιώσουν ψηφοφορίες; Υπάρχει καμία διαφορά ανάμεσα στους συνδικαλιστές που επιτέθηκαν στον Γερμανό πρόξενο στη Θεσσαλονίκη και στους ακροδεξιούς που επιχείρησαν να ματαιώσουν θεατρική παράσταση;

3ος λόγος. Η κρίση διευκόλυνε τη συνάντηση και συμπόρευση του πολιτικού λαϊκισμού με την πολιτική βία/εξτρεμισμό (σελ.115-117). Η οικονομική κρίση και ο αντιμνημονιακός λόγος (που όπως πολύ σωστά μας υπενθυμίζει αρχικά υιοθετήθηκε από τη Νέα Δημοκρατία), τροφοδοτεί λαϊκιστικές, εθνικιστικές και εξτρεμιστικές δράσεις (8) . Πέρα από την Χρυσή Αυγή, που καλλιεργεί έναν ρατσιστικό/αντιμεταναστευτικό καθώς και βίαιο λόγο κατά του πολιτικού συστήματος, στον χώρο της δεξιάς ο Πάνος Καμμένος όχι μόνο ενθαρρύνει τον ξυλοδαρμό πολιτικών προσώπων (βλ. περίπτωση Πάχτα), αλλά επενδύει και σε θέσεις σύμφωνα με τις οποίες η χώρα βρίσκεται υπό ‘γερμανική κατοχή’ και με κυβερνώντες που είναι ‘προδότες’, ‘ανθέλληνες’, ‘γερμανοτσολιάδες’ και ‘Τσολάκογλου’. Στην ίδια λογική, με τα ίδια επιχειρήματα πολλές φορές εμφανίζεται να κινείται και ο ΣΥΡΙΖΑ, με τον Αλέξη Τσίπρα να δηλώνει όχι μόνο «ότι βρισκόμαστε σε πόλεμο» και ότι η «μάχη θα δοθεί στους δρόμους», αλλά και να δικαιολογεί την κοινωνική βίας ως αναπόφευκτη αντίδραση των πολιτών στην κρατική βία, καταστολή και οικονομική αφαίμαξη.

Προς αποφυγή παρεξήγησης, ο Παπασαραντόπουλος δεν υπαινίσσεται ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι εξτρεμιστικό κόμμα (σελ. 98). Απλώς, επιθυμεί να υπογραμμίσει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ ‘φλερτάροντας’ με τον εξτρεμισμό προκειμένου να συσπειρώσει την εκλογική του βάση, όχι μόνο συμβάλλει στη διάχυση της βίας (σελ.223) λειτουργώντας ως «προστατευτική θερμοκοιτίδα αντιδημοκρατικών πρακτικών» (σελ. 26), αλλά και στην καλλιέργεια ενός ‘μετώπου’ που υπερβαίνει την παραδοσιακή διαίρεση Δεξιάς/Αριστεράς με εθνικολαϊκιστικούς και πολλές φορές με συνωμοσιολογικούς όρους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της εξέλιξης είναι η κοινή συνεργασία Ανεξάρτητων Ελλήνων και ΣΥΡΙΖΑ στην απόφαση της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την Κύπρο το 2013. Παρατηρούμε, σύμφωνα με τον Α. Πανταζόπουλο (9) (σελ. 226) τη σύγκλιση του αριστερού με τον δεξιό εθνικολαϊκισμό ο «κοινός τόπος των οποίων είναι η εργαλειοποίηση της ‘εθνικής ταυτότητας’, πάντα σε φόντο εκμετάλλευσης των φόβων που προκαλούνται από (ορθές ή λανθασμένες, δίκαιες ή άδικες) αποφάσεις των ‘ελίτ’, της ‘πλουτοκρατίας’, ‘εκπρόσωποι’ της οποίας θεωρούνται οι εκάστοτε κυβερνώντες… που εντάσσονται στο στρατόπεδο των ‘γκάνγκστερ’, στο πλευρό των ‘αλλότριων’ δυνάμεων που επιβουλεύονται το εθνικό συμφέρον.» Και είναι γι’ αυτό το λόγο, σύμφωνα με τον Παπασαραντόπουλο (σελ. 155-157, 205-215), που η διαχείριση της βίας και του εξτρεμισμού δεν είναι εύκολη υπόθεση, ούτε είναι σίγουρο ότι θα εξαφανιστεί ολοκληρωτικά ακόμη κι αν η Χρυσή Αυγή αντιμετωπιστεί με δικαστικές πράξεις και αποφάσεις. Όσο ο εθνικολαϊκισμός παραμένει κυρίαρχη ιδεολογία της κυρίαρχης αντιμνημονιακής λογικής, στο όνομα του ριζοσπαστισμού και την επινόηση εχθρών (Μέρκελ, Ευρωπαϊκή Ένωση, διεφθαρμένο πολιτικό σύστημα, Γερμανία και Εβραίοι) θα αυξάνεται η κοινωνική ζήτηση για εθνικιστικές και εξτρεμιστικές πολιτικές.

Βεβαίως, όπως σωστά επισημαίνει ο Παπασαραντόπουλος, σημαντικό ρόλο διαδραματίζουν και τα κυρίαρχα κυβερνητικά κόμματα, και ειδικότερα στη διαχείριση θεμάτων εθνικής ταυτότητας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η ατζέντα της Νέας Δημοκρατίας σε θέματα μετανάστευσης, απόδοσης ιθαγένειας και ασύλου, η οποία σε συνδυασμό με την αρχική της αντιμνημονιακή στάση, ριζοσπαστικοποίησε και διευκόλυνε μια σημαντική μερίδα των ψηφοφόρων να μετακινηθεί προς την Χρυσή Αυγή. Ωστόσο, και παρά την στροφή της Νέας Δημοκρατίας στο ζήτημα του μνημονίου, ο Αντώνης Σαμαράς και τα στελέχη ενδίδουν και αναπαράγουν την λαϊκιστική ρητορεία. Έτσι, ο πρωθυπουργός όχι μόνο δηλώνει ότι θα σκίσει τα μνημόνια, αλλά τοποθετεί και γνωστούς για τον λαϊκισμό τους πολιτικούς της Νέας Δημοκρατίας σε σημαντικές υπουργικές θέσεις. Τέτοιες κινήσεις έρχονται να διευκολύνουν την ατζέντα του εθνικολαϊκισμού, όχι μόνο να αποκτά ηγεμονική θέση, αλλά να γίνεται και αυτονόητη (σελ. 246), καθώς ο απλουστευτικός και εύληπτος πολιτικός λόγος προς ανασφαλείς και φοβικές ταυτότητες (σελ. 247) τρέφει όλο και περισσότερο την μισαλλοδοξία, την ξενοφοβία, τον ρατσισμό και τον εθνικισμό. Ενδεικτικά είναι τα αποτελέσματα μιας έρευνας για τον αντισημιτισμό στις αρχές του 2014, που κατατάσσει την Ελλάδα στην κορυφή της λίστας ανάμεσα στα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής ηπείρου. Το συνολικό ποσοστό, 69%, είναι κατά πολύ μεγαλύτερο από τη δεύτερη χώρα στην Ευρώπη, την Γαλλία με 37%, και μπορεί να συγκριθεί μόνο με κράτη που δεν έχουν διπλωματική σχέση με το Ισραήλ, κυρίως χώρες της Μέσης Ανατολής. Σε άλλη έρευνα, 65% των ερωτηθέντων θεωρεί ότι οι Εβραίοι χρησιμοποιούν το Ολοκαύτωμα για να έχουν καλύτερη μεταχείριση στα παγκόσμια κέντρα αποφάσεων, και το 92% ότι οι Εβραίοι έχουν τεράστια δύναμη στον χώρο των επιχειρήσεων. Μάλιστα, το 70% πιστεύει επίσης ότι ο ελληνισμός έχει υποστεί ισάξιες ή/και χειρότερες γενοκτονίες από τους Εβραίους (10).

Σε όλα αυτά, βεβαίως, ο Παπασαραντόπουλος δεν αγνοεί και τον κεντρικό ρόλο που διαδραματίζουν τα ΜΜΕ. Η παρουσία τους υπογραμμίζει, έχει έναν ιδιαίτερα αντιφατικό χαρακτήρα. Ενώ «τα περισσότερα από τα τηλεοπτικά μέσα, τους ραδιοφωνικούς σταθμούς και τις εφημερίδες μπορούν να θεωρηθούν ‘συστημικά’ στη γενική πολιτική τους κατεύθυνση, υποδόρια ενθαρρύνουν και διαδίδουν τον εθνικολαϊκιστικό και εξτρεμιστικό λόγο» (σελ. 181). Με αναφορά σε σημαντικά επιστημονικά έργα για τη σχέση των ΜΜΕ με τον λαϊκισμό και τον εξτρεμισμό (11), ο Παπασαραντόπουλος σωστά επισημαίνει ότι για λόγους ανταγωνισμού, εμπορευματοποίησης και ενημερωδιασκέδασης τα ελληνικά ΜΜΕ επιλέγουν την ‘μιντιακή προβολή’ της Χρυσής Αυγής, ενθαρρύνοντας έτσι όχι μόνο την ‘κοινοτοπία του κακού’ αλλά και τη σύγκλιση των χαρακτηριστικών του μηντιακού λαϊκισμού (υπεραπλούστευση, αναζήτηση εχθρών, η κατασκευή ενόχων, οι καλοί και οι κακοί, επίκληση του θυμικού, αποσιώπηση της λογικής) με τον πολιτικό λαϊκισμό. Γράφει στην σελ. 200:

Ο μιντιακός λαϊκισμός, ακόμα και όταν δεν υποστηρίζει τους λαϊκιστικές πολιτικούς, συμβάλλει καθοριστικά στην ηγεμονία της ατζέντας τους, νομιμοποιώντας στον ‘κοινό νου’ τα θέματα που θέτουν, τις λέξεις-κλειδιά που χρησιμοποιούν και τις προτεραιότητες που προτείνουν.

Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν η πρόσκληση τεσσάρων βουλευτών της Χρυσής Αυγής σε έναν τηλεοπτικό πρόγραμμα και μονόλογο με τον Γιώργο Τράγκα σε εκπομπή του ΣΚΑΪ και η εμφάνιση του Η. Κασιδιάρη στην εκπομπή life style και κοινωνικού κουτσομπολιού της Ε. Μελέτη στο STAR. Μέσα από τέτοιες συζητήσεις, ο τηλεθεατής αντιμετωπίζει την Χρυσή Αυγή «σαν κάτι το φυσιολογικό» (σελ. 186), μετατρέποντας το ‘ελκυστικό θέμα’ σε μιντιακό γεγονός που όχι μόνο αναπαράγεται ταχύτατα στα παραδοσιακά και νέα μέσα επικοινωνίας, αλλά και τροφοδοτεί και ενεργοποιεί την κοινωνική ζήτηση για ακροδεξιές λογικές και πολιτικές (σελ.153). Ενδεικτική είναι η περίπτωση της τηλεοπτικής εκπομπής του ΑΝΤ1, όπου όταν ο Η. Κασιδιάρης χαστούκισε τη Λ. Κανέλλη, συνέβαλε στην ανακοπή της δημοσκοπικής πτώσης της Χρυσής Αυγής (σελ. 150-155). Ενδεικτικά είναι και τα σχόλια που χρησιμοποιούν τα ΜΜΕ για την ελληνική και ευρωπαϊκή οικονομική πολιτική (χαράτσια, φοροεπιδρομή, προγκρόμ απολύσεων, επίθεση στους μισθούς και τις συντάξεις, Μέρκελ-ναζί, σακάτη Σόιμπλε), όπως και ο λόγος τους για θέματα μετανάστευσης, όπου πολλές φορές καλλιεργούν την λογική «εμείς» και οι «άλλοι», , εστιάζοντας στους μετανάστες ως ‘πρόβλημα’ και ‘απειλή’, ταυτίζοντας τους με την ανομία, το έγκλημα και την ανασφάλεια (12).

Προφανώς, όπως επισημαίνει ο Παπασαραντόπουλος, ο λαϊκιστικός λόγος δεν είναι κάτι καινούριο για τα ελληνικά παραδοσιακά ΜΜΕ (σελ.201-202) Σε ένα έντονα πολωμένο και πολιτικοποιημένο σύστημα, όπως το ελληνικό πολιτικό σύστημα της μεταπολίτευσης, δεν μπορεί παρά και τα ΜΜΕ να είναι το ίδιο πολιτικοποιημένα και πολωμένα. Σωστά, η ανάλυση του Παπασαραντόπουλου, όμως, επικεντρώνεται μόνο στα παραδοσιακά μέσα επικοινωνίας, τα οποία παρά την ανάπτυξη του web 2.0 και τη μεταπήδηση στην ψηφιακή εποχή δεν απέβαλαν αυτά τα χαρακτηριστικά τους. Αντιθέτως, και παρά το γεγονός ότι το Διαδίκτυο με τα διαδραστικά εργαλεία που προσφέρει έχει φέρει επανάσταση σε πάρα πολλούς τομείς, στον τομέα της ενημέρωσης οι δημοφιλέστεροι διαδικτυακοί τόποι δεν κάνουν τη διαφορά σε σχέση με τα τηλεοπτικά κανάλια, ενώ στις περισσότερες περιπτώσεις μάλιστα φαίνεται να τα αντικατοπτρίζουν. Σε ανάλογο μήκος κύματος και τα blogs, παρά τα όσα ευαγγελίστηκαν οι γκουρού της συμμετοχικής δημοσιογραφίας, μέχρι στιγμής, στην ελληνόφωνη τουλάχιστον μπλογκόσφαιρα, δεν έχουν κομίσει κάτι το επαναστατικό. Αντιθέτως αναπαράγουν την πολιτική και μιντιακή κουλτούρα απενοχοποιημένα τώρα- και εξαιτίας της κρίσης, αλλά και λόγω του μη ρυθμίσιμου και μη ελέγξιμου χαρακτήρα τους. Αυτό ευνοεί τη διάδοση και παγίωση του λαϊκισμού και της μισαλλοδοξίας, την έξαρση των παθών και την επικράτηση ενός εν γένει πολεμικού κλίματος (13).

Ο μισαλλόδοξος λόγος στο διαδίκτυο, όπως επισημαίνει η Δήμητρα Δημητρακοπούλου (14) , έχει ασφαλώς τις ρίζες του στις προκαταλήψεις και τα στερεότυπα που έχουν αναπτυχθεί στην κοινωνία πολύ πριν την εμφάνιση του διαδικτύου. Ωστόσο, το διαδίκτυο έχει προσθέσει μια νέα δυναμική. Παραμένει ένα φθηνό εργαλείο με ευρύτατη διάχυση πληροφοριών που διευκολύνει όχι μόνο την όξυνση της εθνικιστικής ρητορικής, αλλά και την επικοινωνία/προβολή/ στρατολόγηση όλων εκείνων των ομάδων που στο παρελθόν υιοθετούσαν μια περιθωριακή εθνικολαϊκιστική και εξτρεμιστική κουλτούρα (και που περιοριζόταν σε ολιγάριθμα έντυπα και εκδόσεις και περιθωριακές ιστοσελίδες). Στα κείμενα που φιλοξενούνται σε αυτές τις σελίδες θα δει κανείς πολύ συχνά την επίκληση στην ελληνικότητα, την υπενθύμιση του ελληνικού μεγαλείου, ενώ από την άλλη ο λόγος που απευθύνεται στους απέναντι, στον ‘εχθρό’ είναι επιθετικός και βίαιος, συχνά συνθηματικός και συνοδεύεται από εκβιαστικά τελεσίγραφα, απαξιωτικούς και υβριστικούς χαρακτηρισμούς. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η αντίδραση της μπλογκόσφαιρας στην απόφαση του δημοτικού συμβουλίου της Θεσσαλονίκης να μετονομάσει τμήμα της πλατείας Καραϊσκάκη στο πλαίσιο της αδελφοποίησης της πόλης με το Δυρράχιο της Αλβανίας. Ο Δήμαρχος Θεσσαλονίκης παρουσιάζεται ούτε λίγο ούτε πολύ ως εθνοπροδότης, ως Εβραίος, ‘ξεφτιλισμένος’, που εφαρμόζει ‘μεγάλο κόλπο’ για να έχει εκλογικά κέρδη, ‘κάνει αυτό που του αρέσει περισσότερο απ΄ όλα και που τον έκανε γνωστό: μπαίνει στην μύτη των πατριωτών’. Και ‘θα ξαναβγεί Δήμαρχος και την Αλβανική , σημαία θα σηκώσει και πλατεία Αλβανίας θα κάνει και αργότερα και πλατεία Μεγάλης Μακεδονίας και κανείς δεν θα τον εμποδίσει’ (15).

Τέτοιες εθνικιστικές και μισαλλόδοξες αντιδράσεις επιβεβαιώνουν την ανάλυση του Παπασαραντόπουλου, η οποία μας καλεί, όπως επισημαίνει και ο Ανδρέας Παπασαραντόπουλος στον πρόλογο του βιβλίου (σελ. 16) (16) να «αναστοχασθούμε κρίσιμες πλευρές της ελληνικής πολιτικής κουλτούρας, ανεξάλειπτων αντιορθολογικών στάσεων και συμπεριφορών που γνωρίζουν όμως να ελίσσονται, προσαρμοζόμενες στη ζήτηση της συγκυρίας (έμφαση δική μου).» Κυρίως, όμως, και πάνω από όλα, ο Παπασαραντόπουλος, μας δείχνει «την ευθύνη του πόλου της ‘πολιτικής προσφοράς’, δηλαδή των πολιτικών φορέων που δημαγωγικά και κυνικά πλαισιώνουν, για ιδιοτελείς σκοπούς μια διάχυτη κοινωνική ζήτηση σε συνθήκες βαθιάς οικονομικής, πολιτισμικής και πολιτικής κρίσης (έμφαση δική μου).» Υπάρχει διέξοδος; Δύσκολη η απάντηση, όπως δύσκολη ήταν και η απόφαση του Παπασαραντόπουλου να γράψει το βιβλίο αυτό. Πρόκειται, όπως δηλώνει (σελ. 19) «για ένα θέμα που πολύ θα ήθελα να μην υπήρχε στην Ελλάδα και να είχα ασχοληθεί μαζί του. Δυστυχώς, όμως, όπως συμβαίνει τις περισσότερες φορές, άλλη είναι η επιθυμία μας και άλλη η πραγματικότητα.»

Χρήστος Α. Φραγκονικολόπουλος

Αναπληρωτής Καθηγητής του Τμήματος Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο

Παραπομπές

1.Greek Social Issues, Public Issue, Η βία στην ελληνική κοινωνία, 4-2013.
2.Άννα Φραγκουδάκη, Ο Εθνικισμός και η άνοδος της ακροδεξιάς, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 2013. Βλ. επίσης συλλογικό τόμο Ελληνική Κρίση και Ευρωπαϊκή Νεωτερικότητα, Α. Τριανταφυλλίδου, Ρ. Γρώπα & Χ. Κούκη, Εκδόσεις Κριτική 2013,
3.Δημήτρης Ψυχογιός, Η πολιτική βία στην ελληνική κοινωνία, Θεσσαλονίκη, Επίκεντρο, 2013. http://www.ekke.gr/html/gr/NewsEvents/ESS4_results.pdf
4.Ιωάννα Φωτιάδη, «Έλληνες καχύποπτοι, φτιάχνουν, νέους μύθους», Καθημερινή, 18/07/14, http://www.kathimerini.gr/776648/article/epikairothta/ellada/ellhnes-kaxypoptoi-ftiaxnoyn-neoys-my8oys
5.Βλ. επίσης Θάνος Βερέμης, «Περί λαϊκισμού», Καθημερινή, 12/01/14, σελ. 16.
6.Όπως Arendt Hannah, Περί Βίας, Αθήνα, Αλεξάνδρεια, 2000 & Το ολοκληρωτικό σύστημα, Αθήνα, 7.Ευρύαλος, 1988, καθώς και Καρλ Πόπερ, Η ανοικτή κοινωνία και οι εχθροί της, Αθήνα, Παπαζήσης, 2003.
8.Για το ζήτημα αυτό βλ. το κείμενο των Χρήστο Δερβένη & Ανδρέα Πανταζόπουλου, «Δημοκρατική Δυσφορία και άνοδος του λαϊκισμού», The Book’s Journal, τχ., 42, Απρίλιος 2014, σελ.
9.Ανδρέας Πανταζόπουλος, Ο Αριστερό Εθνικολαϊκισμός 2008-2013, Θεσσαλονίκη, Επίκεντρο, 2013.
10.Γ. Αντωνίου, Σ. Κοσμίδης, Η. Ντίνας & Λ. Σάλτιελ, «Περί αντισημιτισμού και άλλων δαιμονίων», Athens Review of Books, τχ., 54, Σεπτέμβριος 2014, σελ. 38-42.
11.Όπως G. Mazzoleni (επιμ.), The Media and Populism, Praeger, 2003, Αντώνης Έλληνας, Τα Μέσα Ενημέρωσης και η Άκρα Δεξιά στην Ευρώπη, Θεσσαλονίκη, Επίκεντρο, 2012.
12.Χριστίνα Πάντζου, Η χαμένη νηφαλιότητα: μετανάστευση και ρατσιστικός λόγος στα ΜΜΕ, www.1againstracism.gr.
13.«Οικονομική Κρίση και ‘εθνικός εαυτός’: Η περίπτωση των ελληνικών newsportals και blogs», σε συνεργασία με Κ. Ζάραλη, στο Γ. Πλειός (επιμ.), Κρίση και ΜΜΕ, (2013, Εκδόσεις Παπαζήση), σ. 271-312.
14.Δήμητρα Δημητρακοπούλου, «Εθνικισμός 2.0: Οι διαδικτυακές πλατφόρμες ως αρένα του εθνικιστικού και μισαλλόδοξου λόγου», ΕΝΕΚΕΝ. Επιθεώρηση Πολιτισμού, τ. 22ο, Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2011.
15. Χρήστος Α. Φραγκονικολόπουλος & Κ. Ζάραλη, «Ρατσιστικός Λόγος και ακροδεξιά ρητορικής στο Διαδίκτυο», παρουσίαση στο επιμορφωτικό σεμινάριο της ΕΣΗΕΜ-Θ, της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΞΕ για τους Πρόσφυγες και το Τμήμα Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ του ΑΠΘ (Εργαστήρι Ειρηνευτικής Δημοσιογραφίας), με θέμα «Ρατσιστικός Λόγος και Ακροδεξιά Ρητορική και ΜΜΕ», 28-29 Μάιου, 2014.
16.Που φέρει τον τίτλο «Αντιπολιτική βία, μνησικακία και εξουσιαστική αριστερά», σελ. 9-17.

BookFrag

Συγγραφέας: Γιώργος Ξ. Πρωτόπαπας

Γιώργος Ξ. Πρωτόπαπας

Δημοσιογράφος - Αναλυτής διεθνών θεμάτων και γεωπολιτικής στο μηναίο περιοδικό Άμυνα & Διπλωματία.