Οι πέντε προϋποθέσεις για να λυθεί το Μακεδονικό

Ο​​ τρόπος που διεξάγεται ο διάλογος για το Μακεδονικό είναι ενδεικτικός της παθογένειας που ταλαιπωρεί τη χώρα μας. Είναι βέβαιο ότι οποιοδήποτε αποτέλεσμα προκύψει από τις διαπραγματεύσεις θα είναι πολύ κατώτερο του εφικτού, διότι δεν έχουμε αποδεχθεί πέντε αρχές-προϋποθέσεις. Θα προσπαθήσω να τις παρουσιάσω συνοπτικά:

1. Δεν υπάρχουν εθνικά δίκαια, υπάρχουν μόνο εθνικά συμφέροντα. Αυτή είναι μια μεγάλη κουβέντα που είπε κάποτε ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Η διαπραγμάτευση πρέπει να έχει στόχο την προστασία των μακροπρόθεσμων, πολιτικών και οικονομικών, συμφερόντων της χώρας μας. Η οποία, θυμίζω, προσπαθεί να ξεπεράσει μια κρίση που κρατάει σχεδόν μία δεκαετία. Που χρειάζεται καλές φιλικές σχέσεις και νέες αγορές. Που έχασε πολλές και μεγάλες ευκαιρίες στα Βαλκάνια τη δεκαετία του 1990 και δεν έχει περιθώριο να χάσει κι άλλες. Και που δεν μπορεί πλέον να παραμένει ανοήτως προσκολλημένη σε ό,τι νομίζει ότι δικαιούται και να αγνοεί συστηματικά την πραγματικότητα. Χάνοντας έτσι πολύτιμες ευκαιρίες επίλυσης ζητημάτων όπου η εκκρεμότητα είναι πολιτικά και οικονομικά κοστοβόρα. Είδαμε πού οδήγησε αυτή η πολιτική των χαμένων ευκαιριών στο Κυπριακό, αλλά το μάθημα ακόμα δεν φαίνεται να το έχουμε αφομοιώσει.

2. Μόνο μια αμοιβαίως επωφελής συμφωνία είναι δίκαιη και βιώσιμη. Στη χώρα που η λέξη «συμβιβασμός» έχει αρνητικό περιεχόμενο και αποτελεί σχεδόν συνώνυμο της λέξης «προδοσία», είναι επίσης δύσκολο να αποδεχθούμε ότι σε μια διαπραγμάτευση υπάρχουν τουλάχιστον δύο πλευρές. Αντιμετωπίζουμε έτσι τη διαδικασία της διαπραγμάτευσης όχι ως μέθοδο ανεύρεσης του πεδίου των κοινών συμφερόντων, αλλά μέσον επιβολής της δικής μας ατζέντας. Η διαπραγμάτευση θα καταρρεύσει εκ των πραγμάτων, γιατί θα λείπουν οι βασικές προϋποθέσεις της: η αμοιβαιότητα, η εμπιστοσύνη και κυρίως η συνειδητοποίηση ότι απέναντί σου έχεις έναν εταίρο με τον οποίο η σχέση σου δεν είναι στιγμιαία αλλά μακροπρόθεσμη. Αρα η συνεργασία είναι μονόδρομος.

3. Το εθνικό συμφέρον προηγείται του κομματικού. Ενώ αυτή η αρχή θεωρείται τόσο δεδομένη που ακούγεται τετριμμένη, στην πραγματικότητα συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο. Είναι δεδομένο ότι οι βασικοί παίκτες στο πολιτικό μας σύστημα θα κάνουν τις κινήσεις τους λαμβάνοντας σοβαρά (ή κυρίως) υπόψη τις εσωτερικές πολιτικές συνέπειες. Δεν χρειάζεται να τονίσω την αυτοκαταστροφική μυωπία της καιροσκοπικής συμπεριφοράς στα εθνικά θέματα. Ούτε την ανηθικότητα όσων επιθυμούν να χρησιμοποιήσουν το Μακεδονικό εργαλειακά, για να πλήξουν τον αντίπαλο ή να αποκομίσουν τα μίζερα πρόσκαιρα πολιτικά οφέλη τους. Ή την ανοησία όσων έχουν εξαπατηθεί και θα συνεχίσουν να εξαπατώνται από πατριδοκάπηλους και αριβίστες. Αυτό που με εντυπωσιάζει πάντα σ’ αυτές τις περιπτώσεις είναι η αδυναμία των πολιτικών να αντιληφθούν ότι είναι πρωταγωνιστές στην Ιστορία της χώρας. Και όταν αυτή θα γραφεί, όσα έκαναν δεν θα έχουν παραγραφεί, θα τους στοιχειώνουν για πάντα.

4. Δεν έχουμε μόνο εμείς Ιστορία. Στη χώρα που εμείς ονομάζουμε ΠΓΔΜ ή περιφρονητικά Σκόπια και που οι πολίτες της αποκαλούν «Δημοκρατία της Μακεδονίας», ζει ένας λαός που πιστεύει σε μια κατασκευασμένη εθνική ταυτότητα. Αλλά μαντέψτε: και η ελληνική εθνική ταυτότητα, όπως όλες άλλωστε, είναι μια κατασκευή. Παλαιότερη, πιο στέρεη ίσως, πολύ πιο καλά επεξεργασμένη και με μεγαλύτερη προϊστορία. Αλλά οπωσδήποτε κατασκευή. Η πολιτική και επιλεκτική χρήση της Ιστορίας σε τέτοιου είδους διεθνείς διαφορές είναι κακή και ατελέσφορη πρακτική. Ομως ας υποθέσουμε ότι η Ιστορία δικαίωνε τις θέσεις μας πλήρως. Θα αποτελούσε αυτό καθοριστικό παράγοντα στη σημερινή διαπραγμάτευση; Θα εξαφάνιζε τα εκατομμύρια ανθρώπων που αυτοχαρακτηρίζονται Μακεδόνες; Θα εξαφάνιζε τη γλώσσα τους; Θα εξαφάνιζε τους σοβαρούς κινδύνους που διατρέχει το κράτος τους εάν στο όνομά του δεν υπάρχει αναφορά στη συγκεκριμένη λέξη; Είναι τόσο δύσκολο να καταλάβουμε ότι δεν έχουμε μόνο εμείς ιερά και όσια αλλά και οι άλλοι; Οτι δεν έχουμε μόνο εμείς φαντασιώσεις αλλά και οι άλλοι; Οτι δεν έχουμε μόνο εμείς καιροσκόπους αλλά και οι άλλοι;

5. Μια διεθνής διαφορά δεν επιλύεται μόνο με διεθνή διάλογο αλλά και με τίμιο και νηφάλιο εσωτερικό διάλογο. Είναι προφανές ότι στην Ελλάδα αυτός ο εσωτερικός διάλογος δεν είναι ούτε τίμιος, ούτε νηφάλιος, ούτε καν διάλογος. Δεν είναι τίμιος διάλογος γιατί τα δύο μέρη αντιμετωπίζουν το ένα το άλλο με περιφρόνηση και εχθρότητα. O καθένας απευθύνεται στο δικό του φιλικό κοινό, δεν προσπαθεί να πείσει όσους δεν συμφωνούν μαζί του. Δεν αντικρούονται τα ισχυρά επιχειρήματα της άλλης πλευράς, αλλά κατασκευάζονται σκιάχτρα για να καταρρίπτονται εύκολα. Δεν είναι νηφάλιος ο διάλογος γιατί τα δύο μέρη δεν συζητούν αλλά συγκρούονται, δεν ακούν γιατί δεν θέλουν, δεν ενδιαφέρονται να πείσουν αλλά μόνο να κραυγάσουν. Είναι λυπηρό το γεγονός ότι η πλευρά όσων θεωρούν τους εαυτούς τους ορθολογικούς ρεαλιστές δεν αντιλαμβάνεται κάτι πολύ απλό: ότι καμία λύση δεν είναι εφικτή αν δεν κατορθώσουν να πείσουν την πλειονότητα του ελληνικού λαού. Καμία λύση δεν θα νομιμοποιηθεί χωρίς τη συναίνεση της πλειοψηφίας. Ο σεβασμός και η αμοιβαιότητα αποτελούν προϋπόθεση του διαλόγου με τους γείτονες στα Βαλκάνια αλλά και με τους γείτονες στην πόλη σου. Δεν θα υπάρξει λύση ερήμην του ελληνικού λαού. Ή, αν υπάρξει, δεν θα είναι λύση.

* Ο κ. Αριστείδης Χατζής είναι αναπληρωτής καθηγητής Φιλοσοφίας Δικαίου & Θεωρίας Θεσμών στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Τα βιβλία του «Φιλελευθερισμός» και «Επιχειρήματα Ελευθερίας» κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Παπαδόπουλος.

ViaDiplomacy Newsroom