Παθητικοί Αισθητήρες Αεράμυνας: “Η αδιαφορία της Πολιτείας για το ελληνικό σύστημα HEMPAS και το τουρκικό σύστημα PBAS/RF TAKIP”
Ο αιφνιδιασμός ανέκαθεν αποτελούσε ένα από τις βασικές παραμέτρους για την επιτυχία μια στρατιωτικής επιχείρησης. Ιδιαίτερα στον τομέα των αεροπορικών και αερομεταφερόμενων επιχειρήσεων ο αιφνιδιασμός αποτελεί το ήμισυ της επιτυχίας και για το λόγο αυτό μεγάλες στρατιωτικές δυνάμεις προσπαθούν για δεκαετίες να αποκτήσουν τα μέσα και την τεχνολογία για να τελειοποιήσουν τον τομέα αυτό.
Η εισαγωγή των αεροσκαφών τεχνολογίας stealth στο οπλοστάσιο πρώτων των ΗΠΑ και αργότερα άλλων προηγμένων τεχνολογικά χωρών άλλαξε τη φύση του αεροπορικού πολέμου.
Η μαζική πλέον χρήση αεροσκαφών αυτής της τεχνολογίας στο άμεσο μέλλον από περισσότερες πλην της αμερικανικής αεροπορικών δυνάμεων χάρις στην ανάπτυξη του αμερικανικού F-35, του ρωσικού T-50 PAK-FA, του ινδο-ρωσικού FGFA και των κινεζικών J-20 και J-31, ανάγκασε αρκετές χώρες να αναπτύξουν ή να βελτιώσουν υπάρχοντα συστήματα παθητικού εντοπισμού αεροσκαφών και ελικοπτέρων.
Όσο και αν ακούγεται παράξενο η Ελλάδα ήταν μια από τις χώρες που κατάφερε να αναπτύξει ένα παθητικό σύστημα αεράμυνας μετά από χρόνια προσπαθειών. Επρόκειτο για το σύστημα HEMPAS (Hellenic Early-warning, Multi-target PΑthetic System) το οποίο συνδύαζε δύο υποσυστήματα.
Το πρώτο από τα δύο υποσυστήματα είναι ένα παθητικό πολυστατικό ραντάρ η λειτουργία του οποίου βασίζεται στην αξιοποίηση των εκατοντάδων πηγών εκπομπής σήματος, όπως κεραίες κινητής τηλεφωνίας, τηλεόρασης, ραδιοφώνου, radar ή οποιωνδήποτε άλλων πηγών ηλεκτρομαγνητικών εκπομπών.
Το στοιχείο κλειδί αυτής της τεχνολογίας είναι ότι το HEMPAS αξιοποιεί κυρίως τις εκπομπές του αντιπάλου, μετατρέποντας την υποδομή του σε συνεργατικό μέσο για τον εντοπισμό απειλών, ακόμα και σε απόσταση εκατοντάδων χιλιομέτρων από τα σύνορα. Αξίζει να σημειωθεί ότι η αξιοποίηση εκπομπών από πηγές VHF/UHF επιτρέπει τον παθητικό εντοπισμό στόχων, οι οποίοι βρίσκονται ακόμη και πίσω από ορεινούς όγκους και γενικά πίσω από περιοχές με έντονο γεωγραφικό ανάγλυφο, εξανεμίζοντας το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού του αντιπάλου ακόμα κι αν τα στρατιωτικά μέσα αυτού βρίσκονται εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά.
Η λήψη της ακτινοβολίας γίνεται από περισσότερους του ενός σταθμούς λήψης και για τη διαμόρφωση της τελικής εικόνας συγκρίνονται οι ακτινοβολίες που λαμβάνονται από την εκπομπή των διαφορετικών πηγών, όσο και εξ αντανακλάσεως, ενώ συσχετίζονται και οι εκπομπές που λαμβάνουν οι διαφορετικοί μεταξύ τους σταθμοί λήψης του συστήματος.
Το δεύτερο υποσύστημα του HEMPAS είναι ένα σύστημα ESM (Electronic Support System) το οποίο μπορεί να ερευνήσει – ιχνηλατήσει τους στόχους με τη λήψη εκπομπών RF, όπως τηλεπικοινωνίες, εκπομπές Radar, IFF, TACAN και ζεύξης δεδομένων από περιφερειακού σταθμούς λήψης. Εν συνεχεία ο κεντρικός σταθμός επεξεργασίας των εκπομπών του HEMPAS εντοπίζει τους στόχους ακολουθώντας την τεχνική «Διαφοράς Χρόνου Άφιξης» στο σήματος και τη σύντηξη των δεδομένων. Αφού επιτευχθεί ο εντοπισμός – ιχνηλάτηση του στόχου, αυτός κατηγοριοποιείται με βάση τα στοιχεία της πτήσης ή της κίνησης του.
Το ελληνικό σύστημα αναπτύχθηκε από 5 Έλληνες επιστήμονες και παρα το γεγονός ότι έλαβε την υποστήριξη από δύο Α/ΓΕΕΘΑ, εγκρίθηκε η ανάπτυξη του από δύο Συμβούλια Αμυντικού Σχεδιασμού Προγραμματισμού (ΣΑΣΠ), έλαβε την έγκριση του Συμβούλιο των Αρχηγών (ΣΑΓΕ) την Άνοιξη του 2010 και υποστηρίχτηκε εμπράκτως από ένα υπουργό Εθνικής Άμυνας, ο οποίος έδωσε στην ΠΑ εντολή να στείλει το σχετικό αίτημα για την ανάπτυξη του συστήματος στην ΓΔΑΕΕ, τελικά μερικούς μήνες αργότερα το Φθινόπωρο του 2013 οι Έλληνες επιστήμονες έλαβαν μια απαντητική επιστολή, η οποία τερμάτιζε την προσπάθεια τους.
Η βασική αιτιολόγηση για την ακύρωση της εγχώριας προσπάθειας ανάπτυξης του ελληνικού συστήματος HEMPAS, ήταν σύμφωνα με δημοσίευμα της εφημερίδας “ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ” ότι, “η ανάγκη για την απόκτηση ενός συστήματος που θα αποκαλύπτει και θα διευκρινίζει τις υφιστάμενες και μελλοντικές αεροπορικές απειλές, που θα διαθέτουν τα χαρακτηριστικά Low Probability of Intercept (Χαμηλή Πιθανότητα Εντοπισμού), Low RCS (Μικρή Διατομή Ραντάρ) και stealth, δεν μπορεί να καλυφθεί από ένα σύστημα συγκεκριμένης τεχνολογίας ή κατασκευαστικής φιλοσοφίας, αλλά από δυνατότητες ευρέος φάσματος που θα καταστήσουν το Σύστημα Αεροπορικού Ελέγχου αποτελεσματικό, τόσο στο σύγχρονο, όσο και στο μελλοντικό περιβάλλον των αεροπορικών επιχειρήσεων“.
Σύμφωνα με την αρνητική απαντητική επιστολή, “Από τα προαναφερθέντα καθίσταται σαφές ότι δεν υφίσταται ούτε μπορεί να διατυπωθεί επιχειρησιακή απαίτηση της Π.Α. για απόκτηση «παθητικού συστήματος εντοπισμού στόχων”.
Η απάντηση αυτή έρχεται τη στιγμή που ήδη από το 2013 ήταν γνωστό ότι η Τουρκία θα αποκτήσει στα τέλη της τρέχουσας δεκαετίας αεροσκάφη stealth F-35. Μερικούς μήνες αργότερα και μετά από συνεχόμενες προσπάθειες 7 ετών οι πέντε Έλληνες επιστήμονες αναγκάζονται να φύγουν από την Ελλάδα και να συνεχίσουν το έργο τους σε άλλη χώρα, η οποία πίστεψε στην αποτελεσματικότητα του σύστημα τους, σε αντίθεση με την πατρίδα τους.
Την ίδια περίοδο η τουρκική ηγεσία ανέθετε στην εταιρεία HAVELSAN την ανάπτυξη ενός αντίστοιχου με το ελληνικό συστήματος, το οποίο θα είναι έτοιμο το 2016 μετά από τέσσερα χρόνια ερευνών. Το τουρκικό πρόγραμμα αποτελείται από δύο υποπρογράμματα το PBAS (Pasif Bilesik Algilama Sistemi) και το πρόγραμμα RF TAKIP.
Το τουρκικό σύστημα ακολουθεί την ίδια τεχνολογία και αρχή λειτουργίας όπως το ελληνικό σύστημα HEMPAS με τη διαφορά ότι οι Έλληνες επιστήμονες είχαν πετύχει να πραγματοποιήσουν την πρώτη δοκιμή του ενώπιον 60 αξιωματικών των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων το καλοκαίρι του 2007, δηλαδή έξι χρόνια πριν καν οι Τούρκοι ξεκινήσουν την ανάπτυξη του δικού τους συστήματος.
Δυστυχώς η γνωστή ελληνική γραφειοκρατία, η ευθυνοφοβία των αρμοδίων, οι συνεχόμενες εναλλαγές στην πολιτική ηγεσία του ΥΠΕΘΑ και η δυσπιστία απέναντι σε κάθε τι ελληνικό, κατάφερε να στερήσει από την εθνική άμυνα ένα σύστημα που σε τελική ανάλυση θα μπορούσε να δοκιμαστεί και αν δεν ικανοποιούσε τις προδιαγραφές να απορριφθεί.
Όμως ούτε και αυτό συνέβη, αφού παρά τις εκκλήσεις των Ελλήνων επιστημόνων για υλοποίηση του προγράμματος υπό σπαρτιατικές συνθήκες με ασήμαντο κόστος, το ΓΕΑ επέλεξε να μην δώσει συνέχεια στην φιλόδοξη ελληνική προσπάθεια, προβάλλοντας δικαιολογίες που σύντομα όπως φαίνεται θα καταρριφθούν από την παρουσία των πρώτων τουρκικών F-35 στο Αιγαίο.
Δυστυχώς για μια ακόμη φορά η ελληνική Δημόσια Διοίκηση δεν επιθυμεί να προλαμβάνει μελλοντικές ανεπιθύμητες καταστάσεις, αλλά επιλέγει να τις αντιμετωπίζει όταν αυτές συμβούν, την τελευταία στιγμή με το ανάλογο κόστος.