Oι πρόεδροι των Ηνωμένων Πολιτειών δεν αφήνουν την κληρονομιά που θέλουν
Η ανάληψη στο αξίωμα του προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών φαίνεται ότι δεν είναι αρκετή για να εκπληρώσει τις προσωπικές φιλοδοξίες ενός πολιτικού. Οι αμερικανοί πρόεδροι προσπαθούν έτσι να αφήσουν ένα στίγμα στη θητεία τους για το οποίο θα καταλάβουν μια θέση στην ιστορία της χώρας. Η του κόσμου.
Είναι αυτό που αποκαλούν «κληρονομιά». Πρόκειται για μια έννοια που εκτείνεται πέρα από το καθαρά υλικό και περιλαμβάνει τον χαρακτήρα και την προσωπικότητα με την οποία κάποιος σφραγίζει την προεδρία του. Κατά βάθος, είναι η παλιά ανθρώπινη ανάγκη να μας θυμούνται όταν δεν θα ζούμε πια και αυτή η ανάμνηση να είναι, στον βαθμό του δυνατού, καλή.
Όπως συμβαίνει και με τους υπόλοιπους θνητούς, οι πρόεδροι των Ηνωμένων Πολιτειών δεν αφήνουν την κληρονομιά που θέλουν, αλλά αυτή που μπορούν. Και επιπλέον, όσο περνούν τα χρόνια, αυτή η κληρονομιά αλλάζει.
Υπάρχουν ακόμη κάποιοι που αναρωτιούνται αν ο Λίνκολν (1861-1865) ήθελε να κερδίσει τον εμφύλιο πόλεμο ή να καταργήσει τη δουλεία. Το ερώτημα δεν έχει και μεγάλη σημασία, γιατί η κληρονομιά του είναι το δεύτερο.
Όταν ανέλαβε την προεδρία, ίσως ο Ουίλσον (1913-1921) να μην είχε στο μυαλό του να μετατρέψει τις Ηνωμένες Πολιτείες σε μια παγκόσμια δύναμη. Το 1914 όμως ήρθε ο πόλεμος και, αφού τεμπέλιασε για λίγο καιρό (με πολιτικούς όρους, δηλαδή, προβληματίστηκε), το 1917 επέλεξε τη λογική έναντι της ειρήνης και έκανε το πρώτο βήμα για την παγκόσμια κυριαρχία της Αμερικής που κράτησε έναν αιώνα. Συνέβαλε επίσης στην ίδρυση της Κοινωνίας των Εθνών, η οποία μπορεί να έμεινε στην ιστορία για την αναποτελεσματικότητά της, οδήγησε όμως στη δημιουργία των Ηνωμένων Εθνών, που δεν είναι πάντα αναποτελεσματικά. O Ουίλσον ήταν πάντα αντίθετος στην ποτοαπαγόρευση. Και γι’ αυτό του αξίζει σεβασμός.
Ο Ρούσβελτ, αντιθέτως (1933-1945), άφησε μια κληρονομιά που είχε σχεδόν προαναγγελθεί. Το New Deal ήταν ένα φιλόδοξο σχέδιο για την αντιμετώπιση των δραματικών κοινωνικών και οικονομικών συνεπειών που είχε η κρίση του 1929. Ηρθε επίσης αντιμέτωπος, όπως και ο Ουίλσον, με έναν παγκόσμιο πόλεμο. Αν και δεν είδε το τέλος του, τον κέρδισε, και η οργισμένη φωνή του μετά την ιαπωνική επίθεση στο Περλ Χάρμπορ έχει μείνει στην ιστορία.
Στον Κένεντι (1961-1963) άρεσε να θέτει τον πήχη ψηλά. Σε όλα. Αν δεν ήταν εκείνος, ο άνθρωπος δεν θα είχε φτάσει ποτέ στη Σελήνη. Οποιος δεν το πιστεύει, ας ακούσει την ομιλία του στο Πανεπιστήμιο Rice.
Ο Ρίγκαν (1981-1989) πάτησε γκάζι για να κερδίσει τον Ψυχρό Πόλεμο με την ΕΣΣΔ. Οσο για τον Ομπάμα (2009-2017), ηγήθηκε της χειρότερης κρίσης από το 1929 και, εκτός του ότι έδωσε λύση, έθεσε τις βάσεις για τη θεραπεία μιας από τις χρόνιες ασθένειες των Ηνωμένων Πολιτειών: το σύστημα υγείας.
Ολοι αυτοί οι διαφορετικοί μεταξύ τους πρόεδροι έχτισαν κάτι. Αυτή είναι η κληρονομιά τους. Εδειξαν ότι η προεδρία των Ηνωμένων Πολιτειών δεν ήταν γι’αυτούς αυτοσκοπός. Ο Τραμπ έχασε τέσσερα χρόνια για να το αποδείξει.
(*) O Χόρχε Μαριροντρίγκα είναι αρθρογράφος της El Pais