Ο πρόεδρος Ταγίπ Ερντογάν και οι προκλήσεις της επόμενης μέρας
Ο Ταγίπ Ερντογάν παραμένει ο απόλυτος ηγέτης της Τουρκίας αλλά όμως παρά την εκλογή του στην προεδρεία η χώρα συνεχίζει να είναι βαθιά διχασμένη πολωμένη χώρα. Ο νέος πρόεδρος καλείται να διαχειριστεί τις ακόλουθες προκλήσεις: την εμφάνιση ενός δυναμικού φιλελεύθερου κινήματος, τις ισορροπίες εντός του ισλαμικού κυβερνών Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP) και την αναζήτηση συμμαχιών για να μετατρέψει το κοινοβουλευτικό σύστημα σε προεδρικό για να αποκτήσει ως πρόεδρος εκτεταμένες εξουσίες.
Οι τρεις προκλήσεις του προέδρου
Ο δρόμος για τον Ερντογάν δεν θα είναι εύκολος αν συνεχίσει να κυβερνά με τον ίδιο αυταρχικό τρόπο. Ο διχασμός της κοινωνίας δείχνει ότι το AKP δεν είναι πλέον ένα κόμμα που αντιπροσωπεύει τη μεγάλη πλειοψηφία της κοινωνίας. Ο Ερντογάν μπορεί να έχει επιτύχει στην οικονομική του πολιτική (το βασικό κριτήριο ψήφου των πολιτών) αλλά η διακυβέρνηση της χώρας με «σιδηρά πυγμή» ενδέχεται, σύμφωνα με ανάλυση των The New York Times, να οδηγήσει στην εμφάνιση ενός άμορφου φιλελεύθερου κινήματος, στο πρότυπο εκείνου που ηγήθηκε στις μαζικές αντικυβερνητικές διαδηλώσεις του Πάρκου Γκεζί της Κωνσταντινούπολης. Οι ισλαμιστές οι οποίοι ήταν στο περιθώριο για δεκαετίες εμφανίστηκαν τη δεκαετία του ’90 και τελικά κατάφεραν να γίνουν κίνημα και να κυριαρχήσουν αφού βρήκαν ένα χαρισματικό ηγέτη, τον Ερντογάν.
Η νέα φιλελεύθερη γενιά εμφανίζεται ως ένα κίνημα πολιτών που χρησιμοποιεί τα social media για να κινητοποιείται και να προωθεί το όραμα της για μια δημοκρατική Τουρκία. Το μόνο που απομένει είναι να βρει τον κατάλληλο ηγέτη που θα ενώσει όλους τους φιλελευθέρους, για να κάνει τη δικιά της επανάσταση.
Η συνέχιση της κυριαρχίας του Ερντογάν έχει άμεση σχέση με τις εξελίξεις μέσα στο ισλαμικό κυβερνών Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP) που εισέρχεται σε μια νέα εποχή μετά την εκλογή του πρώην αρχηγού του στην προεδρεία της χώρας. Ο Ερντογάν πρέπει να διαχειριστεί, σύμφωνα με αναλυτές, την εσωτερική διαμάχη για την εξουσία εντός του κόμματος του. Χρειάζεται έναν αφοσιωμένο πρωθυπουργό ο οποίος να είναι ικανός να διατηρήσει την ενότητα του AKP, να εργαστεί για να αυξήσει τα εκλογικά ποσοστά του κόμματος στις βουλευτικές εκλογές του 2015 και να ανέχεται τις μεγάλες φιλοδοξίες του νέου πρόεδρου της χώρας.
Ο πρώην υπουργός Εξωτερικών Αχμέτ Νταβούτογλου, ο εμπνευστής του «νεοθωμανισμού», ως νέος πρωθυπουργός καλείται να ανταποκριθεί στις προσδοκίες του προκάτοχού του. Το AKP από τη στιγμή που έχασε τον χαρισματικό ηγέτη του θα περιέλθει σε μια μεταβατική περίοδο. Ένας ανασχηματισμός στο εσωτερικό του μπορεί να το αποδυναμώσει. Το καταστατικό του AKP ορίζει ότι τα μέλη του δεν μπορούν να κατέχουν κυβερνητικό αξίωμα για περισσότερες από τρεις θητείες και αυτό πρακτικά σημαίνει ότι το 70% των μελών του- αποτελούν θέσεις «κλειδιά» στο κομματικό μηχανισμό- δεν θα είναι υποψήφιοι στις εκλογές του 2015.
Ο Ερντογάν φιλοδοξεί να μετατρέψει το υφιστάμενο κοινοβουλευτικό σύστημα σε προεδρικό αλλά για να το πράξει χρειάζεται η πλειοψηφία των 2/3 της τουρκικής εθνοσυνέλευσης. Το ΑΚP κατέχει το 58% των εδρών του κοινοβουλίου και είτε πρέπει να κερδίσει με μεγάλο ποσοστό στις εκλογές του 2015 είτε πρέπει να αποσπάσει τη στήριξη από τα άλλα κοινοβουλευτικά κόμματα. Όμως με βάση τα ποσοστά των προεδρικών εκλογών και τις προκλήσεις στη μετά- Ερντογάν εποχή στο Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP) μια αύξηση του εκλογικού ποσοστού δεν είναι εύκολη. Οι Κούρδοι στο πλαίσιο αυτό, εμφανίζονται να είναι σύμφωνα με ανάλυση του The Middle Institute, ο «kingmaker» στα σχέδια του Ερντογάν για την αλλαγή σε προεδρικό σύστημα διακυβέρνησης. Οι Κούρδοι θα πρέπει να ενεργήσουν με σύνεση και να εκμεταλλευτούν το διάστημα μέχρι τις εκλογές του 2015, δηλαδή να πιέσουν την ισλαμική κυβέρνηση να εφαρμόσει τις μεταρρυθμίσεις που αφορούν τα κουρδικά αιτήματα. Ο Σελαχατίν Ντεμίρτας ο υποψήφιος τoυ φίλο- Κουρδικού Δημοκρατικού Λαϊκού Κόμματος (HDP) στις προεδρικές εκλογές κατάφερε να αποσπάσει το 9,76 των ψήφων και έχει τώρα τη δυνατότητα να πιέσει τις εξελίξεις.
Η επίλυση του Κουρδικού σχετίζεται και με τα νέα γεωπολιτικά δεδομένα στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής όπως διαμορφώνονται από τη δράση του Ισλαμικού Κράτους σε Ιράκ και Συρία (ISIS) που έχει καταλάβει περιοχές σε Ιράκ και Συρία. Η κυβέρνηση της Άγκυρας έκανε, σύμφωνα με αναλυτές, δυο τραγικά λάθη στον εμφύλιο της Συρίας καθώς υποτίμησε: (α) την ανθεκτικότητα του προέδρου της Συρίας Μπασάρ Άσαντ , ο οποίος πολύ γρήγορα μετατράπηκε από φίλο σε εχθρό και (β) την απειλή των ισλαμιστών εξτρεμιστικών οργανώσεων όπως το ISIS που επισκίασαν τη μετριοπαθή συριακή αντιπολίτευση. Η Άγκυρα φαίνεται να χρειάζεται τη συμμαχία των Κουρδών για να αποτρέψει την απειλή του ISIS. Δείχνει πρόθυμη να δεχτεί σύμφωνα με ανάλυση των The New York Times για συμμάχους τους Ιρακινούς Κούρδους και ίσως και τους Σύριους Κούρδους και να τους χρησιμοποιήσει ως μια «buffer zone» μεταξύ της Τουρκίας και του χάους που κυριαρχεί σε Ιράκ και Συρία. Η υιοθέτηση μιας τέτοιας στρατηγικής μπορεί να αποδειχτεί πολύ σοφή και θα είναι ακόμα πιο επιτυχημένη εάν συνδυαστεί και με την επίλυση του Κουρδικού ζητήματος της Τουρκίας.
Η επόμενη μέρα
Ο Ερντογάν από τη θέση του προέδρου αναμένεται να δείξει σε σύντομο χρονικό διάστημα τις προθέσεις του. Το υφιστάμενο τουρκικό Σύνταγμα του δίνει το δικαίωμα να κάνει χρήση κάποιων εξουσιών που επηρεάζουν σε ένα μεγάλο βαθμό τις πολιτικές ισορροπίες. Ο πρόεδρος της χώρας έχει τη δικαιοδοσία να προεδρεύει στις συνεδριάσεις του υπουργικού Συμβουλίου, να εκδίδει κυβερνητικά διατάγματα, να ασκεί βέτο σε νομοσχέδια, να θέτει τους κανόνες για τη λειτουργία του κοινοβουλίου και να προκηρύσσει πρόωρες εκλογές. Επίσης έχει την εξουσία να διορίζει τον επικεφαλή των Τουρκικών Ενόπλων Δυνάμεων, το συμβούλιο ανώτατης εκπαίδευσης και τους πρυτάνεις των πανεπιστήμιων, τα μέλη του Συνταγματικού Δικαστηρίου και του Ανώτατου Συμβουλίου Δικαστών και Εισαγγελέων καθώς και του πειθαρχικού σώματος του τουρκικού νομικού συστήματος. Οι προηγούμενοι πρόεδροι της Τουρκίας δεν έκαναν χρήση των εκτελεστικών τους εξουσιών αλλά ο Ερντογάν δεν είναι σαν τους προκάτοχούς του επειδή εκλέχτηκε απευθείας από το λαό και διότι θα συνεχίσει να έχει καταλυτική παρουσία σε εσωτερική και εξωτερική πολιτική.