Η κρίση στις σχέσεις Ρωσίας – ΕΕ βαθαίνει, με τη Μόσχα να λαμβάνει νέα αντίμετρα στο Δυτικό εμπάργκο. Το δίπολο κυρώσεων – αντικυρώσεων πλήττει και τις δυο πλευρές, ενώ στον ορίζοντα δεν διαφαίνεται σύντομη άρση τους, εξαιτίας των έντονων πολιτικών προστριβών, εκτιμούν Ρώσοι πολιτικοί αναλυτές.
Το βάθος της γεωπολιτικής κρίσης που προκλήθηκε από τα γεγονότα στην Ουκρανία, δεν επιτρέπει να τρέφονται ελπίδες για άρση των κυρώσεων στο εγγύς μέλλον και λογικό είναι οι οποιεσδήποτε μακροοικονομικές προγνώσεις να βασιστούν λαμβάνοντας υπόψη το συγκεκριμένο γεγονός.
Όσον αφορά στις προοπτικές άρσης του εμπάργκο, εκτιμάται ότι οι κυρώσεις θα διατηρηθούν τουλάχιστον ως το τέλος του 2016, πρώτο μισό του 2017, ημερομηνίες που συμπίπτουν με τις προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ και τις κοινοβουλευτικές στη Γερμανία.
Οι επιπτώσεις στις διεθνείς οικονομικές σχέσεις από την παραπάνω κατάσταση είναι τεράστιες με τη ρωσική οικονομία να εισέρχεται σε σε ύφεση, με αύξηση του ΑΕΠ κατά -2,2% για το πρώτο τρίμηνο του 2015, σε σύγκριση με το πρώτο τρίμηνο του 2014 και ν’αντιμετωπίζει τα προβλήματα από την ταχεία και έντονη πτώση των τιμών του πετρελαίου, που ξεκίνησε τους τελευταίους μήνες του 2014 και οδήγησαν το ρούβλι σε υποχώρηση ενώ αυξήθηκε η φυγή κεφαλαίων από τη χώρα, αναγκάζοντας τους Ρώσους να κάνουν χρήση των συναλλαγματικών αποθεμάτων τους. Πρόσφατες προβλέψεις υποδεικνύουν μια μείωση του πραγματικού ΑΕΠ της τάξης του 3% -3,5% για το 2015 , και η ανάπτυξη της γύρω από το μηδέν για το 2016.
Στα παραπάνω στοιχεία πρέπει να λάβουμε υπόψη μας ότι οι εξαγωγές των χωρών-μελών της Ε.Ε. στη Ρωσία να αντιπροσωπεύουν μόλις το 1% του κοινοτικού ΑΕΠ όταν οι ρωσικές εξαγωγές στην Ε.Ε. ανέρχονται στο 15% του ρωσικού ΑΕΠ. Παρόμοια είναι η ανισότητα και στο διμερές εμπόριο Ρωσίας και ΗΠΑ καθώς οι αμερικανικές εξαγωγές στη Ρωσία είναι λιγότερο από το 0,1% του αμερικανικού ΑΕΠ ενώ οι ρωσικές εξαγωγές στις ΗΠΑ ισοδυναμούν με το 1% του ρωσικού ΑΕΠ.
Μεγάλες είναι οι ζημιές και για τις οικονομίες αρκετών ευρωπαϊκών χωρών καθώς οι εξαγωγές προς τη Ρωσία έχουν μειωθεί σημαντικά, κατά μέσο όρο περίπου ένα τρίτο σε σύγκριση του πρώτου τριμήνου του 2015, με το πρώτο τρίμηνο του 2014. Για ακόμη μία φορά η ΕΕ ακολουθώντας τις ΗΠΑ πληρώνουν μεγαλύτερο οικονομικό τίμημα καθώς οι εξαγωγές των ΗΠΑ στη Ρωσία είχαν διαμορφωθεί στα 11 δισ. δολάρια (8,34 δισ. ευρώ) το 2013 όταν οι γερμανικές εξαγωγές έφθασαν τα 36,1 δισ. ευρώ. Η Γερμανία είχε προβλέψει από την αρχή του εμπάργκο πως κινδυνεύουν 25.000 από τις 300.000 θέσεις εργασίας που εξαρτώνται από τις επιχειρηματικές σχέσεις με τη Ρωσία. (βλ. σχετ. πίνακα)
Αυτό ισχύει για 21 από τα 28 κράτη μέλη της ΕΕ που παρουσίασαν καθαρή αύξηση των εξαγωγών προς τον κόσμο, παρά τη ρωσική κρίση, χάρη στην αύξηση των εξαγωγών σε άλλες αγορές (τόσο εντός όσο και εκτός της ΕΕ) που υπερκάλυψαν τις πτώσεις των εξαγωγών στη Ρωσία οι οποίες μειώθηκαν κατά 8.650 εκατομμύρια ευρώ, αλλά οι εξαγωγές προς άλλους προορισμούς αυξήθηκαν κατά 49.020 εκατομμύρια ευρώ (συμπεριλαμβανομένου του ενδοκοινοτικού εμπορίου).
Ωστόσο 7 κράτη μέλη της ΕΕ που έχουν βιώσει οι καθαρές ζημίες. Οι χώρες αυτές φυσικά χωρίστηκαν σε δύο ομάδες: σε αυτές που ήταν σε θέση να επεκταθούν σε νέες αγορές, αλλά σε ανεπαρκή βαθμό ( Βέλγιο, Εσθονία, Λετονία, Φινλανδία, Λιθουανία)και εκείνες που εμφάνισαν απώλειες και στις δύο κατηγορίες, δηλαδή από τη ρωσική αγορά και από άλλες αγορές (Σουηδία και Ελλάδα).
Το μεγάλο όμως πρόβλημα για την ευρωπαϊκή οικονομία είναι αν οι κυρώσεις οδηγήσουν σε μία πιο μακροπρόθεσμη στροφή της Ρωσίας σε αγορές τρίτων και κυρίως της Κίνας. Σύμφωνα με τις δηλώσεις του κ. Πούτιν οι εμπορικές συναλλαγές Ρωσίας – Κίνας θα φτάσουν τα 100 δισεκατομμύρια δολάρια το 2015 ενώ κατά το πρώτο εξάμηνο του 2014 ο κύκλος εργασιών των εμπορικών συναλλαγών μεταξύ Ρωσίας και Κίνας παρουσίασε άνοδο της τάξης του 4,5% και οι κινεζικές επενδύσεις στη ρωσική οικονομία αυξήθηκαν κατά 15% το 2013.
Οι αρχικές κινήσεις του κ. Τσίπρα για την ανάδειξη της Ελλάδας ως «γέφυρας» στις σχέσεις ΕΕ- Ρωσίας κινούνταν προς τη σωστή κατεύθυνση ενώ μπορούσαν να δώσουν και μία ώθηση στις διμερείς οικονομικές σχέσεις.
Η φημολογία για οικονομική βοήθεια από τη Μόσχα, ήταν έντονη από τις πρώτες κιόλας ημέρες ανόδου του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία, μετά από ανάλογη δήλωση του Υπουργού Οικονομικών της Ρωσίας Άντον Σιλουάνοφ παρά το γεγονός ότι η οικονομική κατάσταση στη χώρα μετά τη «βουτιά» του πετρελαίου στις διεθνείς αγορές και τις Ευρωπαικές Κυρώσεις λόγω της Ουκρανικής Κρίσης δεν «σήκωνε» άμεση εκταμίευση ρουβλιών, προς την Αθήνα. Βάσει επίσημων στοιχείων, η Ρωσική Οικονομία δεν αναμένεται να ανακάμψει πριν από το 2016, κινούμενη σε ρυθμούς ανάπτυξης γύρω στο 1,9%.
Η έκπτωση στην τιμή του φυσικού αερίου (300 δολάρια/1.000 κυβικά μέτρα), αποτελούσε μια έμμεση βοήθεια, λαμβάνοντας υπ’ όψιν το γεγονός ότι, η Μόσχα ελέγχει το 70% της Ελληνικής αγοράς φυσικού αερίου. Το τι αντάλλαγμα που θα μπορούσε να δοθεί από την Ελληνική πλευρά παραμένει ερώτημα, ωστόσο είναι βέβαιο, πως συζητήθηκε στην πρόσφατη επίσκεψη του Υπουργού Ενέργειας Παναγιώτη Λαφαζάνη στη Μόσχα, με τον Ρώσο ομόλογό του Αλεξάντερ Νόβακ και τον επικεφαλής της Gazprom, Αλεξέι Μίλερ.
Σύμφωνα με πληροφορίες αναμενόταν να εξεταστεί και ενδεχόμενη μειωμένη προσφορά στη τιμή του καυσίμου, προκειμένου να δοθούν σε ρωσικές εταιρείες δικαιώματα εξόρυξης γαιανθράκων, στο Ιόνιο Πέλαγος.
Δυστυχώς η Ελλάδα έχασε την αρχική δυναμική που είχε αναπτυχθεί λόγω κακού συντονισμού και ιδεολογικών αγκυλώσεων του κυβερνητικού επιτελείου που δεν επέτρεψαν στον κ. Τσίπρα να αξιοποιήσει τον αρχικό αιφνιδιασμό ή και να δημιουργήσει στην πορεία κάποια δυναμική συνασπισμού εντός της ΕΕ για μια νέα προσέγγιση με τη Ρωσία. Κατώτερη των προσδοκιών μπορεί να αποδειχθεί και η υπέρμετρα φιλόδοξη επιλογή του ρωσο-ελληνο-τουρκικού αγωγού εάν κι εφόσον αυτός ποτέ υλοποιηθεί.
Οι τελικές επιλογές της Νέας Ελληνικής Κυβέρνησης και η υπογραφή του ΤΡΙΤΟΥ ΜΝΗΜΟΝΙΟΥ δείχνουν ότι ο Υπερσιβηρικός Σιδηρόδρομος δεν περνάει από την Κουμουνδούρου ενώ χάσαμε και το προνόμιο να ταξιδεύουμε –έστω- στην τουριστική θέση της Ευρωπαϊκής Αμαξοστοιχίας.
Ευτυχώς που δεν χάσαμε το τραίνο….