O Covid-19 «πτωχεύει» τις Αμερικανικές εταιρείες ενέργειας
Ο μέχρι πρότινος ενεργειακός κολοσσός της αμερικανικής Chesapeake Energy, ο κορυφαίος στα σχιστολιθικά κοιτάσματα και δεύτερος μεγαλύτερος στην παραγωγή φυσικού αερίου στη χώρα, υπέβαλε αίτηση για προστασία έναντι των πιστωτών του. Το βασικό αίτιο για την κατάληξη αυτή είναι η δραστική αποδυνάμωση των τιμών του «μαύρου χρυσού». Πρόκειται, όπως αναφέρει το CNΝ, για τη μεγαλύτερη χρεοκοπία εταιρείας του κλάδου ενέργειας κατά τη διάρκεια της πανδημίας.
Εκείνο που εκτίναξε την Chesapeake στην κορυφή, όπως επισημαίνουν αναλυτές, ήταν οι μαζικές γεωτρήσεις σε εδάφη με σχιστολιθικά κοιτάσματα αλλά και ο φιλόδοξος στόχος να γίνουν οι ΗΠΑ ο ισχυρότερος παραγωγός πετρελαίου στον κόσμο – και ο στόχος αυτός σήμερα πλέον έχει επιτευχθεί. Σύμφωνα με τους Financial Times, η αίτηση της Chesapeake να υπαχθεί σε καθεστώς προστασίας αναμενόταν νωρίτερα, φανερώνοντας και την κατάσταση του κλάδου ευρύτερα.
Κατά τις εκτιμήσεις αναλυτών, έως και το 30% των εταιρειών, που δραστηριοποιούνται στα σχιστολιθικά κοιτάσματα στις ΗΠΑ, τελούν αυτή τη στιγμή σε τεχνική χρεοκοπία, όταν το αργό κοστίζει 35 δολάρια το βαρέλι. Εξ ου και ο κλάδος θα αναγκαστεί συνολικά να κάνει απομείωση περιουσιακών στοιχείων έως και κατά 300 δισεκατομμύρια δολάρια.
Ηδη, από τις αρχές της χρονιάς και μέχρι τα τέλη Μαΐου, 18 έχουν κατεβάσει ρολά, διότι δεν μπορούσαν να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους, ενώ ήταν 20 για το σύνολο του 2019, σύμφωνα με την S&P Global Ratings. Μία άλλη κορυφαία εταιρεία, η Whiting Petroleum, ζήτησε τον Απρίλιο προστασία έναντι των πιστωτών, παρά το ότι μόλις στα τέλη του 2018 η αποτίμησή της είχε φθάσει τα 5 δισεκατομμύρια δολάρια.
Σύμφωνα με τα όσα η ίδια η Chesapeake έχει γνωστοποιήσει, κατόρθωσε να έλθει σε συμφωνία με την πλειονότητα των πιστωτών της, ούτως ώστε να παραγραφούν οφειλές 7 δισεκατομμυρίων δολαρίων από το σύνολο των χρεών της. Επιπλέον, εξασφάλισε μία χρηματοδότηση 925 εκατομμυρίων δολαρίων για να συνεχίσει να λειτουργεί κατά τη διάρκεια της πτώχευσης. Στο πλαίσιο της αναδιάρθρωσης των δραστηριοτήτων της, οι δανειστές μετά την έξοδο από το καθεστώς πτώχευσης θα της παράσχουν κατ’ αρχάς χρηματοδότηση 2,5 δισεκατομμυρίων δολαρίων, ενώ μελλοντικά δεσμεύθηκαν για νέα κεφάλαια 600 εκατομμυρίων δολαρίων.
Η Chesapeake, η οποία ιδρύθηκε το 1989, είχε εμφανίσει καθαρές ζημίες 8,3 δισεκατομμυρίων δολαρίων το πρώτο τρίμηνο του 2020. Αναφορικά με τις μακροπρόθεσμες οικονομικές της υποχρεώσεις, αυτές ανέρχονταν σε σχεδόν 9,5 δισεκατομμύρια δολάρια, όταν η ρευστότητά της έφθανε μόνον τα 82 εκατομμύρια δολάρια. Χαρακτηριστικές είναι οι δηλώσεις του διευθύνοντος συμβούλου της εταιρείας, Νταγκ Λόλερ: «Ανασυγκροτούμε εκ βάθρων την Chesapeake ως προς τα κεφάλαια και τη δραστηριότητά της, ώστε να αντιμετωπίσουμε τις οικονομικές αδυναμίες μας, να τις υπερκεράσουμε και να ενισχύσουμε τα δυνατά μας σημεία σε επίπεδο λειτουργίας».
Η εταιρεία το 1993 εισήχθη στο χρηματιστήριο και η δεκαετία του 2000 με τη χρήση νέων τεχνολογιών για την αποδέσμευση φυσικού αερίου σε σχιστολιθικά κοιτάσματα από το Τέξας έως την Πενσιλβάνια έφερε την Chesapeake στο απόγειό της. Υπό τον χαρισματικό ιδρυτή της και τότε διευθύνοντα σύμβουλο Ομπρεϊ Μακλίντον, η εταιρεία απέκτησε εκτεταμένες γαίες και δεσμεύθηκε για χιλιάδες γεωτρήσεις. Ο Μακλίντον θέλησε να δώσει το στίγμα του στην Οκλαχόμα, έδρα της Chesapeake, και με κεφάλαια προσωπικά αλλά και εταιρικά απέκτησε ομάδα μπάσκετ του ΝΒΑ.
Το 2016 πέθανε, λίγο αφότου κατηγορήθηκε για ψευδεπίγραφους διαγωνισμούς ανάθεσης των δικαιωμάτων εκτέλεσης γεωτρήσεων. Πίσω του άφησε έναν τεράστιο όγκο χρεών, που εμπόδισαν τον διάδοχό του Νταγκ Λόλερ να εξυγιάνει την Chesapeake, όταν την ανέλαβε το 2013 – σημειωτέον, τέλος, πως η χρηματιστηριακή αξία της φθάνει σήμερα τα 116 εκατομμύρια δολάρια μόνον έναντι των 35 δισεκατομμυρίων δολαρίων το 2008.