Ντόρα Μπακογιάννη: Η ειδική σχέση Τουρκίας – Ε.Ε. και ο δρόμος προς τη Χάγη
Σήμερα διανύουμε περίοδο ευρύτερης αναστάτωσης στην Ανατολική Μεσόγειο. Μετά την αραβική «άνοιξη», ήρθε η συριακή κρίση για να ανατρέψει την ισορροπία δυνάμεων. Σταδιακά διαμορφώνεται μια νέα περιφερειακή πραγματικότητα που αφορά την Ελλάδα όχι μόνο λόγω γεωγραφικής θέσης, αλλά και λόγω της τακτικής της Τουρκίας.
Πρωταρχικό μας μέλημα πρέπει να είναι η αναπροσαρμογή της πολιτικής έναντι της Τουρκίας. Πορευτήκαμε επί 20 χρόνια, μετά το Ελσίνκι, στη βάση της ευρωπαϊκής προοπτικής της Τουρκίας. Ομως, αυτή η προοπτική σήμερα δεν υφίσταται. Ας είμαστε ειλικρινείς: Η πλήρης ένταξη των γειτόνων στην Ε.Ε. δεν αποτελεί στόχο ούτε για την Ευρώπη ούτε για την Τουρκία. Αντ’ αυτού, θα μπορούσαμε να επιδιώξουμε μια ειδική σχέση με την Τουρκία, η οποία θα συμπεριλαμβάνει και ζητήματα άμυνας και ασφάλειας. Δεν πρέπει να επιτρέψουμε την καθιέρωση μιας «συναλλακτικής διπλωματίας» μεταξύ Ευρώπης και Τουρκίας, στη βάση του κυνισμού. Δεν αρκεί απλά μια οικονομική συμφωνία. Χρειαζόμαστε μια συμφωνία που θα λαμβάνει υπ’ όψιν και τα θέματα ασφάλειας Ελλάδας και Κύπρου, άρα των ευρωπαϊκών συνόρων.
Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις, ήδη επιβαρυμένες από τις ενέργειες της Τουρκίας, δέχθηκαν βαρύ πλήγμα με την υπόθεση της Λιβύης. Για τον λόγο αυτό, ο πρωθυπουργός και το υπουργείο Εξωτερικών με επικεφαλής τον Νίκο Δένδια έχουν επιδοθεί σε διπλωματικό μαραθώνιο που έχει εξασφαλίσει την αλληλεγγύη των Ευρωπαίων εταίρων. Η «συμφωνία» Αγκυρας – Τρίπολης δεν είναι κενό γράμμα. Είναι μια συμφωνία που υπεγράφη ανάμεσα στην Τουρκία και σε μια αναγνωρισμένη κυβέρνηση από τον ΟΗΕ. Ομως, είναι ασύμβατη με το διεθνές δίκαιο, δεν παράγει έννομα αποτελέσματα και δεν δεσμεύει τρίτους. Αποτελεί την αντίδραση της Τουρκίας στα σχήματα συνεργασίας όπου πρωταγωνιστεί η Ελλάδα.
Η νέα πραγματικότητα στη Μεσόγειο προκαλεί ανασφάλεια στον Ερντογάν, ο οποίος πλέον αναμετρείται με την τουρκική ιστορία. Οραματίζεται να εξελιχθεί σε νέο εθνοπατέρα, στόχο που θα ήθελε να υλοποιήσει το 2023, μαζί με την 100ή επέτειο της ανακήρυξης της Τουρκικής Δημοκρατίας. Ετσι, ο ίδιος επιχειρεί να μπει στο ενεργειακό παιχνίδι υπογράφοντας συμφωνία με μια χώρα με ασταθή κυβέρνηση που φαίνεται υπό κατάρρευση.
Ορθώς η Ελλάδα πιέζει με στρατηγική διπλωματικής απομόνωσης της Τουρκίας και ταυτόχρονη προσέγγιση των ΗΠΑ και της Ρωσίας.
Η Τουρκία υπονόησε ότι θα αναμειχθεί στον λιβυκό εμφύλιο. Ομως, η διεθνής κοινότητα και ιδίως η Ελλάδα δεν πρόκειται να αποδεχθούν μια δεύτερη «Συρία» στη Μεσόγειο. Δεν είμαστε αδύναμοι. Διαθέτουμε ενεργά διπλωματικά εργαλεία και ενεργούς συμμαχίες.
Σήμερα η χώρα μας οφείλει να αδράξει τις ευκαιρίες και να ολοκληρώσει τις συμφωνίες οριοθέτησης θαλασσίων ζωνών με Αλβανία, Ιταλία και Αίγυπτο. Μετά την υπαναχώρηση των Τιράνων και την ακύρωση της υποδειγματικής συμφωνίας του 2009, η Ελλάδα δικαιούται να επεκτείνει την αιγιαλίτιδα ζώνη στα 12 ν.μ. Επιπλέον, οφείλει να επανεκκινήσει τη διαπραγμάτευση με την Ιταλία για οριοθέτηση ΑΟΖ, που λόγω αντιδράσεων από Ιταλούς αλιείς είχε «παγώσει» στο παρελθόν. Πρέπει οι «μαύρες τρύπες» των οριοθετήσεων, δυτικά και νότια, να κλείσουν οριστικά.
Παρά τις δυσκολίες, παραμένω οπαδός της επίλυσης των διαφορών, για το καλό και των δύο λαών. Η λύση στο θέμα της υφαλοκρηπίδας με διμερή συμφωνία δεν είναι εφικτή. Γι’ αυτό και από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, η σταθερά της εξωτερικής μας πολιτικής ήταν η από κοινού προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Σήμερα, πρέπει να επανεκκινήσουμε τις συζητήσεις για υπογραφή συνυποσχετικού που θα ανοίξει τον δρόμο προς τη Χάγη.
Αν η Τουρκία το υπογράψει, που δεν το θεωρώ αδύνατο, μιας και είχε επιτευχθεί το 1975 μεταξύ Καραμανλή και Ντεμιρέλ, αναγνωρίζει τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου, παρότι δεν έχει επικυρώσει τη Σύμβαση του ΟΗΕ για το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας, ούτε τη Σύμβαση της Γενεύης για την υφαλοκρηπίδα, τις οποίες είναι απίθανο να υπογράψει.
Για να το πετύχουμε, πρέπει στο πλαίσιο της νέας ευρωτουρκικής ειδικής σχέσης η Τουρκία να αποδεχθεί δύο πράγματα: τη δικαιοδοσία της Χάγης για τα όρια των θαλασσίων ζωνών της με την Ευρώπη και την επίλυση του Κυπριακού μέσω διζωνικής – δικοινοτικής ομοσπονδίας. Κι αν η Αγκυρα αρνηθεί να υπογράψει συνυποσχετικό, τότε θα εκτεθεί διεθνώς ότι δεν επιθυμεί τον διάλογο κι ότι δεν διαθέτει επιχειρήματα.
Μια χώρα χρειάζεται ισχυρές συμμαχίες και ισχυρή άμυνα. Στην κατεύθυνση της αμυντικής θωράκισης κινείται η ενίσχυση των Ενόπλων Δυνάμεων. Η επικείμενη αναβάθμιση των F-16 είναι χρήσιμη, όμως οφείλουμε να αυξήσουμε και το στρατιωτικό προσωπικό. Ηρθε η ώρα να συζητήσουμε είτε για πρόσληψη νέων επαγγελματιών οπλιτών είτε για επιμήκυνση της θητείας και υποχρεωτική στράτευση στα 18.
Σήμερα στην Ελλάδα, χάρη στις πρωτοβουλίες του Κυριάκου Μητσοτάκη, υπάρχει εθνική συναίνεση στα ελληνοτουρκικά, και αυτό είναι το ισχυρότερο όπλο μας. Εφόσον όλοι στρατευθούμε στον ίδιο στόχο, θα είμαστε πιο αποτελεσματικοί στη δύσκολη διπλωματική μάχη που πρέπει να δώσουμε ο καθένας από τη δική του θέση. Είμαστε έτοιμοι να προσέλθουμε στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με την Τουρκία, με καθαρές κουβέντες και καλή πίστη. Ομως, καταπάτηση της εθνικής μας κυριαρχίας δεν θα δεχθούμε ποτέ.
* H κ. Ντόρα Μπακογιάννη είναι βουλευτής της Ν.Δ., πρώην υπουργός.
(το άρθρο δημοσιεύτηκε στην Καθημερινή)