Νέοι «Γκοτζαμάνηδες» και «Μιχαλακόπουλοι»
«Η άνοδος του Μεταξά στην εξουσία δεν αποτέλεσε καμπή στην ελληνική εξωτερική πολιτική, με τον Έλληνα δικτάτορα να υιοθετεί τις βασικές αρχές των προκατόχων του, τόσο όσον αφορά τους στόχους όσο και τα μέσα. Πράγματι, προτεραιότητα του Μεταξά, όπως και των υπολοίπων κυβερνήσεων της περιόδου μεταξύ των δύο παγκοσμίων πολέμων (με εξαίρεση την παγκαλική δικτατορία), ήταν η προάσπιση του εδαφικού καθεστώτως, έτσι όπως αυτό διαμορφώθηκε με τις συνθήκες Ειρήνης του 1919-1923. Ως προς τούτο, η περίοδος της διακυβέρνησης Μεταξά δεν αποτέλεσε εξαίρεση. Πράγματι, σε αντίθεση με άλλα αυταρχικά η ολοκληρωτικά καθεστώτα της εποχής, η μεταξική δικτατορία δεν είχει εδαφικές διεκδικήσεις και απέρριπτε οποιαδήποτε πολιτική που θα οδηγούσε στην αναθεώρηση του status guo στην Νοτιοανατολική Ευρώπη.»
Η παραπάνω παράγραφός είναι από το βιβλίο του Μανόλη Κούμα «ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΠΟΛΕΜΩΝ – ΔΙΛΗΜΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑΣ 1940-1949» (εκδόσεις Παπαδόπουλος – online Αγορά). Πρόκειται για ένα ενδιαφέρον ανάγνωσμα, που επιχειρεί μια συνολική καταγραφή, ανάλυση και αποτίμηση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής στην ταραγμένη εποχή της δεκαετίας του 1940. Μάλιστα καταγράφει την πολιτική κατάσταση παραμονές του πολέμου η οποία δεν διαφέρει σε καμία περίπτωση από όσα βιώνει σήμερα το πολιτικό σύστημα της χώρας.
«Αν η στάση του Ιωάννη Μεταξά έναντι των περιφερειακών και των διεθνών εξελίξεων κατά της παραμονές του Ελληνοιταλικου πολέμου δεν αφήνει περιθώρια παρερμηνειών, ερωτηματικά ανακύπτουν σχετικά με τις απόψεις του πολιτικού κόσμου», όπως ακριβώς συμβαίνει σήμερα.
Νέοι «Γκοτζαμάνηδες»
Ο συγγραφέας στην αναφορά του για την πολιτική κατάσταση σε μια κρίσιμη περίοδο της χώρας, σημειώνει την στάση ενός πολιτικού η οποία δεν διαφέρει σε καμία περίπτωση από την σημερινών Βελόπουλου, Νατσιού και Λατινοπούλου.
«Ο Σωτήριος Γκοτζαμάνης υπήρξε προσωπικότητα αμφιλεγόμενη. Έχοντας εκλεγεί για πρώτη φορά βουλευτής το 1915 με το Λαϊκο Κόμμα Θεσσαλονίκης , ο Γιαννιτσιώτης πολιιτικός έμμελε να αναδειχθεί σε ηγετική μορφή του “μακεδονισμού”, τοπικιστικής ιδιατερότητας η οποία εξέφραζε την δυσαρέσκεια των κατοίκων της Μακεδονίας για τον παραγκωνισμό τους από την εκάστοτε πολιτική εξουσία.
Τα έτη του εθνικου Διχασμού, ο Γκοτζαμάνης συντάχθηκε με το αντιβενεζελικό στρατόπεδο και εξελέγη με τον συνασπισμό της Ενωμένης Αντιπολίτευσης στις εκλογές του 1920. Το 1922 αποστασιοποιήθηκε από την αντιβενεζελικη παράταξη, για να συνεργαστεί εκ νέου με το Λαϊκο Κόμμα το 1932. Στις εκλογές του 1935 επανεξελέγη βουλευτής, αυτή την φορά αυτή την φορά ως αρχηγός νέου κόμματος της Μακεδονικής Ένωσης. Κατηγορήθηκε μάλιστα, ότι προωθούσε πολιτικές αυτονόμησης της Μακεδονίας, κυρίως λόγω της υποστήριξης που έτυχε από τους σλαβόφωνους της Βόρειας Ελλάδας. Αν και η κατηγορία αυτή μάλλον δεν ευσταθούσε (ο Γκοτζάμανης είχε σημαντικά ερείσματα μεταξύ των προσφύγων, παραμένει γεγονός ότι η επιρροή του κόμματος του δεν ήταν σημαντική σε εθνικό επίπεδο (στις εκλογές του 1936 συγκέντρωσε ποσοστό 1,44%), αλλά ήταν αρκετά αξιόλογη σε τοπικό επίπεδο (π.χ στις ίδιες εκλογές, στον Νομό Πέλλας έλαβε ποσοστό 28,22%)
Το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1930, ο Μακεδόνας πολιτικός εξελίχθηκε στον πιο γνήσιο υποστηρικτή της άποψης ότι η Ελλάδα έπρεπε να εγκαταλείψει τη φιλοβρετανική πολιτική και να στραφεί προς την κατεύθυνση του Άξονα. Υπό την έννοια αυτή, η απόφαση του να μετάσχει αργότερα στις κατοχικές κυβερνήσεις του Γεωργίου Τσολάκογλου και του Κωνσταντίνου Λογοθετόπουλου δεν ήταν ασύμβατη με τον γενικότερο ιδεολογικό και πολιτικό προσανατολισμό του.»
Ο Κυριάκος Βελόπουλος έχει την ίδια πορεία με τον Σωτήριο Γκοτζαμάνη και τάσσεται ανοιχτά πλέον σε μια πορεία της χώρας εκτός δυτικών συμφερόντων. Άλλωστε δεν είναι τυχαίο που δύο υπουργοί της κυβέρνησης κατηγόρησαν τον πρόεδρο της Ελληνικής Λύσης ως φιλορώσο.
Η Αφροδίτη Λατινοπούλου απέτυχε να μπει στο ψηφοδέλτιο της ΝΔ με την καμπάνια των Μακεδονικών προϊόντων. Έτσι χρησιμοποίησε το συναίσθημα (λαϊκισμό) για την συλλογή ψήφων και αφού κατάφερε να εκλεγεί, ως νέος «Γκοτζαμάνης» συντάχθηκε με συμφέροντα που είναι εναντίον της Δύσης και της Ελλάδας, με αυτά του Ορμπάν.
Ο Δημήτρης Νατσιός όπως και ο «Γκοτζαμάνης» έχει άγνοια των συμφερόντων της χώρας και ακολουθεί μια πολιτική που επιβάλλει το συναίσθημα και η θρησκεία.
Νέοι «Μιχαλακόπουλοι»
«Ιδιαίτερα επικριτικός έναντι των διπλωματικών χειρισμών του Μεταξά εμφανίστηκε και ο Ανδρέας Μιχαλακόπουλος. Σε υπόμνημα το οποίο συνέταξε τον Ιανουάριο του 1937, ο Αχαιός πολιτικός κατηγόρησε τη δικτατορική κυβέρνηση ίτι με την πολιτική της η Ελλάδα έχει στερηθεί τις Ιταλικής υποστήριξης. Ωστόσο, η προσεκτική ανάγνωση των διεθνών εξελίξεων στις αρχές του 1937 οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο Μιχαλακόπουλος ούτε είχε πέσει θύμα πλάνης ούτε είχε παρασυρθεί. Ο Αχαιός πολιτικός (όπως και πολλοί σύγχρονοι του παρατηρητές) πίστευε ότι η προσέγγιση Ιταλίας – Γερμανίας δεν θα είχε μόνιμο χαρακτήρα και η αποκατάσταση των σχέσεων της Ρώμης με το Λονδίνο ήταν επικείμενη.»
Σε αυτό το κεφάλαιο του βιβλίου ο συγγραφέας αναφέρεται στους πολιτικούς αυτούς οι οποίοι προσπαθούν να αποδομήσουν την πολιτική του Ιωάννη Μετάξα. Οι αναφορές στον Μιχαλόπουλο και Κανελλόπουλο είναι χαρακτηριστικές το πως αντιμετώπιζαν την κρίση (όπως και σήμερα), με καθαρά προσωπικά πολιτικά κριτήρια αγνοώντας πλήρως τις γεωπολιτικές εξελίξεις.
«Ένας άλλος Αχαιός πολιτικός που αδυνατούσε να αντιληφθεί τις εξελίξεις πριν την έναρξη του πολέμου ήταν και Παναγιώτης Κανελλόπουλος. Όπως και οι υπόλοιποι κατηγορούσε τον Μεταξά πως απομονώνει την Ελλάδα διπλωματικα. Παραμονές του πολέμου και ειδικά το 1937 μετά το σύμφωνο Βελιγραδίου – Σόφιας, μόνο ο στενός κύκλος του Μεταξά ήταν σε θέση να γνωρίζει τις επαφές του με την Βρετανική κυβέρνηση πόσο μάλλον ο εξόριστος Κανελλόπουλος. Ο Παναγιωτης Κανελλοπουλος με υπομνήματα του και προς τον Βασιλιά, σημειώνε πως η Ελλάδα έπρεπε να έρθει κοντά στην Ιταλία αφού Ρώμη και Λονδίνο θα ερχόταν κοντά με μια συμμαχία στην Μεσόγειο.. Τελικά οι διεθνείς εξελίξεις δεν δικαίωσαν ούτε τον Κανελλόπουλο.»
Την ίδια συμπεριφορά έχει σήμερα ο Αντώνης Σαμαράς. Ο Πελοποννήσιος πολιτικός στην ομιλία του στο πολεμικό μουσείο αναφέρθηκε σε ζητήματα τα οποία διακινούνται από «Γκοτζαμάνηδες». Μίλησε (το ακούσαμε με έκπληξη) για τουρκικό κόμμα στην Θράκη, για αποστρατιωτικοποίηση των νησιών, θέματα που διακινούν πολιτικοί και σχολιαστές κοντά στην Μόσχα. Μάλιστα αναφέρθηκε και στην «Μονή της Χώρας», ένα θέμαγια το οποίο θα έπρεπε να γνωρίζει ως πρώην ΥΠΕΞ, Υπουργός Πολιτισμού και Πρωθυπουργός, ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να κάνει άμεση παρέμβαση. Θα έπρεπε μάλιστα να μην αναφερθεί καθόλου σε αυτό αφού ο ίδιος φρόντισε να λυθούν θέματα στην Θράκη που αφορούσαν τα Τεμένη.
Ο Αντώνης Σαμαράς για δεύτερη φορά ως ένας άλλος «Μιχαλακόπουλος» και «Κανελλόπουλος», αδυνατεί να αντιληφθεί, από άγνοια η σκοπιμοτητα, πως το σκάκι στήθηκε και τα πιόνια ξεκίνησαν να κινούνται.
Στο εξαιρετικό βιβλίο του Μανόλη Κούμα, υπάρχουν και άλλες αναφορές που θα βοηθήσουν τον αναγνωστή να αντιληφθεί πως πριν από το μεγάλο γεγονός κάποιοι φροντίζουν να πάρουν θέση με μια υποτιθέμενη αποτυχία του αντιπάλου και πάντα όσο αφορά αυτόν που κυβερνά.
«Τον νοέμβριο του 1937 έκανε την εμφάνιση της μια αντικαθεστωτική οργάνωση με το όνομα “Φιλική Εταιρεία”. τΟΝ αύγουστο του 1938 σε άρθρο του στην εφημερίδα Ελευθερία, ο “διπλωματικός συνεργάτης” της εφημερίδας (ίσως επρόκειτο για τον Γεώργιο Μελά) ασκούσε δριμεία κριτική στην κυβέρνηση επειδή είχε εγκαταλείψει τις βασικές αρχές της εξωτερικής πολιτικής: τη σύμπλευση με τη Βρετανία και τη Γαλλία, τις φιλικές σχέσεις με την Ιταλία και τη στενή συνεργασία με τη Γιουγκοσλαβία, τη Ρουμανία και την Τουρκία. Συμμεριζόταν μάλιστα την άποψη του Μιχαλακόπουλου ότι η παραμονή του Μεταξά στην εξουσία καθιστούσε επιφυλακτικές τη Γαλλία και τη Βρετανία έναντι των Ελληνικών προθέσεων
Στις 5 Νοεμβρίου 1938, η Ελευθερία επανήλθε με νέο άρθρο σχετικά με τις βουλγαρικές διεκδικήσεις, εμμένοντας στη θέση ότι επί δικτατορίας Μεταξά η χώρα βρέθηκε “εγκαταλελειμένη και αυστηρώς απομονωμένη διεθνώς”.
Ο Μεταξάς είχε κκαταστήσει σαφές ότι σε περίπτωση κατά την οποία η Ελλάδα δεν μπορούσε να αποφύγει την εμπλοκή της σε μια νέα παγκόσμια σύρραξη, η σύμπλευση με τη Βρετανία ήταν η μόνη δυνατή επιλογή. Σύμφωνα με τον Μεταξά, η ανάγκη σύμπλευσης με τη Βρετανία υπαγορευόταν από κριτήρια πρωτίστως στρατηγικά.»