Μιλούν για «Γαλάζια Πατρίδα» αφού πρώτα την έβαψαν Κόκκινη με αίμα

Για τους Τούρκους μπορεί να το Αιγαίο να θεωρείται Γαλάζια Πατρίδα, μπορεί να θεωρούν και ότι άλλο διδάσκει το εκπαιδευτικό τους σύστημα. Όμως η ιστορία και τα γεγονότα δεν θεωρούν, αλλά και ούτε νομίζουν, και είναι εκεί για να θυμίζουν για πάντα τι έχει δικαίωμα να διεκδικεί το κάθε Έθνος.

Όλος ο πλανήτης ξέρει την ιστορία του Ελληνικού Έθνους, εξάλλου το σύνολο των υπολοίπων Εθνών την ιστορία και το πολιτισμό των Ελλήνων τα έχουν στην καθημερινότητα τους. Στα σχολεία, στα κτήρια, στα βιβλία ακόμα και στα Συντάγματα τους. Αυτό που δεν ξέρει ο πλανήτης, και δεν μπορούμε να κατανοήσουμε όλοι μας, είναι πως η Τουρκία διεκδικεί ως πατρίδα της το Αιγαίο αφού πρώτα κατέσφαξε τους κατοίκους της περιοχής που διεκδικεί. Πως είναι δυνατόν να διεκδικείς εδάφη που πάνω τους έχει σημάδια από το αίμα χιλιάδων γυναικόπαιδων.

Η Σφαγή της Σαμοθράκης

Κατά την περίοδο της Ελληνικής Επανάστασης και συγκεκριμένα τον Αύγουστο του 1821, οι Σαμοθρακίτες ξεσηκώθηκαν και αντιστάθηκαν στον τούρκικο ζυγό. Ένα μήνα μετά, οι αντίπαλες δυνάμεις έβαψαν την αντίσταση τον νησιωτών με αίμα. Χιλιάδες σφαγιάστηκαν και εκατοντάδες ακόμη στάλθηκαν στα σκλαβοπάζαρα.

Το 1479 η Σαμοθράκη έγινε Οθωμανική κτήση και οι κάτοικοι έζησαν υπόδουλοι για 458 συναπτά έτη. Τον Αύγουστο του 1821 το μήνυμα της Ελληνικής Επανάστασης έφτασε στο νησί. Αρκετοί Σαμοθρακίτες, μυημένοι στη Φιλική Εταιρεία, μόλις πληροφορήθηκαν ότι ξέσπασε η επανάσταση στην Πελοπόννησο, έπεισαν τους συντοπίτες τους να ακολουθήσουν. Συγκέντρωσαν τα λιγοστά όπλα που υπήρχαν στο νησί και άρχισαν να εξασκούνται στη σκοποβολή με τη βοήθεια ενός Σαμιώτη.

Στις 19 Απριλίου 1821, οι κάτοικοι του ακριτικού νησιού δήλωσαν στον Τούρκο διοικητή του νησιού ότι «του λοιπού είναι Έλληνες ελεύθεροι και κατά συνέπειαν, δεν έχουσι πλέον να πληρώσι φόρους εις τον Σουλτάνον«.

Η Οθωμανική κυβέρνηση είχε ενημερωθεί για τη στάση τους, αλλά είχε σπουδαιότερα προβλήματα να ασχοληθεί. Μέχρι το τέλος Αυγούστου η καθημερινότητα στο νησί κυλούσε ομαλά. Η εξέγερση των Σαμοθρακιτών ενάντια στην Τουρκοκρατία πνίγηκε στο αίμα.  Την 1η Σεπτεμβρίου 1821, ο Σουλτάνος έδωσε εντολή στον υποναύαρχο καπετάν Μπέη Καρά Αλή να καταστείλει την εξέγερση στο νησί. Έτσι, την «πρωτοσταυρινιά», όπως συνήθιζαν να λένε την 1η Σεπτεμβρίου οι ντόπιοι, αποβιβάστηκαν στο νησί πάνω από χίλιοι άνδρες του τουρκικού στόλου, αποφασισμένοι να εκτελέσουν την αποστολή τους.

Λεηλασίες και φωτιές

Τα γεγονότα που ακολούθησαν ήταν καταστροφικά. Ολόκληρα χωριά λεηλατήθηκαν και παραδόθηκαν στις φλόγες. Χιλιάδες άνδρες που αντιστέκονταν, αποκεφαλίστηκαν.

Εφτακόσιοι από τους κατοίκους που είχαν καταφύγει στα βουνά, οι Οθωμανοί τους έφεραν πίσω με δόλο δίνοντάς τους την εντύπωση ότι θα τους δώσουν χάρη. Όμως στην τοποθεσία «Εφκάς» στο κάστρο της πρωτεύουσας, της Χώρας, τους δολοφόνησαν όλους. Από τη μαζική αυτή δολοφονία, επέζησαν σύμφωνα με μαρτυρίες ξένων περιηγητών και του Σαμοθρακίτη ιερέα Γ. Μανωλάκη από 25 έως 30 οικογένειες, οι οποίες ζούσαν τα επόμενα χρόνια σε άθλια κατάσταση.

Σύμφωνα με μαρτυρίες, οι Οθωμανοί στρατιώτες άφηναν τα κεφάλια των Σαμοθρακιτών να κατρακυλούν στο αυλάκι . Το ρυάκι ονομάστηκε Εφκάς (Επτακοσίας) από τον αριθμό των σφαγιασθέντων. Τα μωρά κάτω των 2 ετών εκτελέστηκαν μαζί με τις γυναίκες που ήταν μεγαλύτερες από 40 ετών. Σύμφωνα με μαρτυρίες, από τη μαζική σφαγή επέζησαν περίπου 25 με 30 οικογένειες, οι οποίες επιβίωσαν τα επόμενα χρόνια σε άθλιες συνθήκες.

Συνολικά, τα θύματα από τις άγριες σφαγές έφτασαν τους 2.000, ενώ περίπου πεντακόσιοι Σαμοθρακίτες κατάφεραν και ξέφυγαν στη θάλασσα. Στα σκλαβοπάζαρα βρέθηκαν πάνω από 1.500 γυναικόπαιδα του νησιού, αλλά και νέοι άντρες που δεν αποκεφαλίστηκαν. Το Ολοκαύτωμα της Σαμοθράκης διήρκησε περίπου οκτώ εβδομάδες.

Στις 12 Νοεμβρίου 1821, ο υποναύαρχος Καρά- Αλής, υπεύθυνος και για τη σφαγή της Χίου, μπήκε στο νησί του Θρακικού πελάγους πανηγυρικά. Στους ιστούς των πλοίων του τουρκικού στόλου είχε κρεμάσει τα κομμένα κεφάλια τριάντα συλληφθέντων Σαμοθρακιτών, ως ένδειξη νίκης και υπεροχής. Μετά τη σφαγή, έμειναν στο νησί περίπου διακόσιοι Έλληνες.

Μια δεκαετία αργότερα, ο σουλτάνος Μαχμούτ Β’, εξέδωσε διάταγμα στο οποίο κήρυττε την απελευθέρωση όλων των Ελλήνων που είχαν αιχμαλωτιστεί κατά τη διάρκεια της Επανάστασης.

Τότε ήταν που επέστρεψαν στο νησί και αρκετοί κάτοικοί του. Στη μνήμη των χιλιάδων νεκρών, η 1η Σεπτεμβρίου τιμάται πλέον στο νησί ως ημέρα πένθους. Στην πλατεία του Εφκά γίνεται επιμνημόσυνη δέηση στο ηρώον, κατάθεση στεφάνων, απόδοση τιμών από τμήμα του στρατού, ενώ διατηρείται ενός λεπτού σιγή για τη μνήμη των θυμάτων.

Το Ολοκαύτωμα της Σαμοθράκης παρέμεινε άγνωστο και η τυπική αναφορά στη θυσία των κατοίκων της στην εθνική παλιγγενεσία, αναγνωρίστηκε από την Ακαδημία των Αθηνών μόλις το 1980. Την καταστροφή της Σαμοθράκης την απεικόνισε πολύ χαρακτηριστικά ο Γάλλος Αύγουστος Βινσόν (Αuguste Vinchon) ο οποίος λίγο αργότερα ζωγράφισε ένα πίνακα με θέμα τη σφαγή της Σαμοθράκης, που βρίσκεται στο Λούβρο.

Η Σφαγή της Χίου

Τον Μάρτιο του 1922, ο αρχηγός της επανάστασης στη Σάμο Λυκούργος Λογοθέτης αποβιβάζεται στη Χίο με 1.500 άνδρες και μαζί με τον Χιώτη Αντώνη Μπουρνιά ξεσηκώνουν τον λαό. Η σπίθα ανάβει παρά τις διαφωνίες των κατοίκων.

Οι Τούρκοι μαζί με τη φρουρά του νησιού οχυρώνονται στο κάστρο και δεν παραδίδονται. Στο φρούριο έχουν φυλακίσει τον μητροπολίτη Πλάτωνα και μερικούς πρόκριτους της πόλης, ενώ στην Πόλη έχουν στείλει κρατούμενους τους Θεόδωρο Ράλλη, Μικέ Σκυλίτζη και Παντελή Ροδοκανάκη. Τα νέα φτάνουν στον Σουλτάνο που θεωρεί ότι οι Χιώτες τον πρόδωσαν, ενώ την ίδια στιγμή φοβάται πως θα χάσει τα έσοδα από τους φόρους για τα μαστιχόδεντρα που του πλήρωναν. Διατάζει τον έμπιστο ναύαρχο Καρά Αλή να καταπνίξει την επανάσταση.


Στις 30 Μαρτίου του 1822 και μετά από έντονο κανονιοβολισμό, ο Καρά Αλή αποβιβάζει στην ακτή 7.000 άνδρες και με τη συνδρομή της τουρκικής φρουράς καταστέλλει εύκολα και σύντομα την εξέγερση, εκμεταλλευόμενος τον κακό σχεδιασμό της και τις έριδες για την αρχηγία μεταξύ Μπουρνιά και Λογοθέτη. Οι δυο τους υποχώρησαν στο εσωτερικό του νησιού φωνάζοντας «ο σώζων εαυτόν σωθήτω».

Η σφαγή είχε ήδη αρχίσει. Για μήνες το νησί πνιγόταν στο αίμα. Πολλές πηγές αναφέρουν πως 42.000 άνθρωποι σφαγιάστηκαν, 23.000 διέφυγαν στο εξωτερικό και την ηπειρωτική Ελλάδα, 50.000 έγιναν σκλάβοι ενώ περίπου 1.500-2.000 άνθρωποι διασώθηκαν.

Η Σφαγή των Ψαρών

Το πρωί της 20ης Ιουνίου ο τουρκικός στόλος απέπλευσε από το Σίγρι Μυτιλήνης με προορισμό τα Ψαρά. Απετελείτο από 176 πλοία (πολεμικά και φορτηγά) και 12 χιλιάδες άνδρες (τούρκους και τουρκαλβανούς). Η τουρκική αρμάδα έφθασε στον αβαθή ορμίσκο Κάναλος, στη βορειοδυτική πλευρά του νησιού, το απόγευμα της ίδιας μέρας. Τη στιγμή εκείνη, άρχισε μία εκ των πλέον δραματικών δοκιμασιών του Αγώνα της Ανεξαρτησίας. Έπειτα από ισχυρό κανονιοβολισμό, οι Τούρκοι πέτυχαν την απόβαση των αγημάτων τους.

Οι κάτοικοι του νησιού ανέρχονταν σε 30.000, οι 7.000 ντόπιοι και οι υπόλοιποι πρόσφυγες από τη Χίο και τις ακτές της Μικράς Ασίας. Το υπερασπίζονταν 1.300 Ψαριανοί, 700 πάροικοι και 1027 μισθοφόροι από τη Μακεδονία και τη Θεσσαλία.

Οι μαχητές των Ψαρών υπέπεσαν σε ένα σοβαρό λάθος, καθώς αποφάσισαν να περιορισθεί ο αγώνας στην άμυνα της νήσου. Έτσι, έθεσαν σε απραξία τον στόλο και δεν χρησιμοποίησαν καθόλου τα πυρπολικά. Μάλιστα, αφαίρεσαν τα πηδάλια των πλοίων. Ακόμη, διασκόρπισαν τις δυνάμεις τους στην ξηρά και δεν έδιωξαν τα γυναικόπαιδα.

Οι αποβιβασθέντες Τούρκοι του Χοσρέφ κατέβαλαν με σχετική ευκολία τους αμυνομένους και μέσα σε δύο μέρες είχαν καταλάβει το νησί. Επακολούθησε η φοβερή καταστροφή. Το πλήθος έσπευσε να σωθεί στα λίγα πλοία, από τα οποία δεν είχαν αφαιρεθεί τα πηδάλια. Λίγοι τα κατέφεραν, καθώς ο στόλος του Χοσρέφ είχε περικυκλώσει το νησί.

Μόνη εστία αντίστασης παρέμεινε το Παλαιόκαστρο, η οχυρή θέση που δεσπόζει της Χώρας. Οι υπερασπιστές του, ανάμεσά τους και πολλά γυναικόπαιδα, αμύνθηκαν σθεναρά εναντίον 6.000 Τούρκων που τους πολιορκούσαν. Όταν η αμυντική γραμμή τους έσπασε και το φρούριο πλημμύρισε από Τούρκους, ο Αντώνιος Βρατσάνος έβαλε φωτιά στην πυριτιδαποθήκη για να μην πέσουν στα χέρια των εισβολέων.

Η καταστροφή και η σφαγή που ακολούθησε υπήρξε τρομερή. Από τους 30.000 κατοίκους του νησιού, οι 18.000 θανατώθηκαν ή πωλήθηκαν ως σκλάβοι.

Η Σφαγή της Κάσου

Οι Οθωμανοί με την βοήθεια 3.000 – 4000 Αλβανών στρατιωτών, επικεφαλής των οποίων ήταν ο Αλβανός στρατιωτικός Χουσεϊν Μπέης και ναύαρχος ο αλγερινός Ισμαήλ Γιβραλτάρ τη νύχτα της 28ης προς την 29η Μαΐου έκανε μία παραπλανητική απόβαση στην ακτή προς τα βόρεια της Αγίας Μαρίνας, Οι Κάσιοι επικέντρωσαν την προσοχή τους στους επιτιθέμενους, αλλά δεν πήραν είδηση ότι 30 βάρκες γεμάτες Αλβανούς στρατιώτες με επικεφαλής του χιλίαρχο Μουσά αποβιβάστηκαν χωρίς αντίσταση στην απόκρημνη τοποθεσία Αντιπέρατος. Την πρώτη απόβαση ακολούθησε και δεύτερη και τα ξημερώματα 2.000 Αλβανοί στρατιώτες βρέθηκαν στα νώτα των αμυνομένων.


Ο Χουσεΐν κάλεσε τους Κάσιους να παραδοθούν, με αντάλλαγμα τη ζωή τους, αλλά αυτοί δεν υπάκουσαν. Συνέχιζαν να πολεμούν και να προξενούν φθορά στον εχθρό, αλλά σύντομα κατάλαβαν ότι η προσπάθειά τους ήταν μάταιη, καθώς ο εχθρός συνεχώς ενισχυόταν. Πολλοί από τους κατοίκους επιβιβάσθηκαν σε καράβια, με προορισμό την Κάρπαθο και τις Κυκλάδες.


Άλλοι πήραν τα βουνά για να συνεχίσουν την αντίσταση. Ένας από αυτούς ήταν ο πλοίαρχος Μάρκος Ιωάννου ή Μαλλιαράκης, γνωστός και ως Διακομάρκος, ο οποίος με 40 άνδρες του πολέμησε γενναία, αλλά τελικά συνελήφθη αιχμάλωτος. Προσήχθη ενώπιον του Χουσεΐν, ο οποίος αποφάσισε να του χαρίσει τη ζωή, εντυπωσιασμένος από την ανδρεία του. Όμως, μόλις του έλυσαν τα δεσμά, ο Διακομάρκος άρπαξε ένα γιαταγάνι και σκότωσε τρεις από τους φρουρούς, για να πέσει και ο ίδιος νεκρός λίγο αργότερα.
Την κατάρρευση της αντίστασης των Κασίων ακολούθησε γενική σφαγή και εξανδραποδισμός. Γύρω στους 2.000 σκοτώθηκαν και αλλά τόσα γυναικόπαιδα αιχμαλωτίσθηκαν για να πουληθούν στα σκλαβοπάζαρα της Ανατολής. Μάταια οι Αλβανοί στρατιώτες που ήταν χριστιανοί προσπάθησαν να αποσοβήσουν τη σφαγή των αμάχων και την απαγωγή των κοριτσιών. Τα κασιώτικα πλοία δημεύτηκαν και πολλοί Κάσιοι αναγκάστηκαν να ενταχθούν στα πληρώματά τους για να σώσουν τις οικογένειές τους.

Συγγραφέας: Πέτρος Ούτσης

outsis petros

Εκδότης ViaDiplomacy.gr

Αν σας άρεσε το άρθρο και θέλετε να στηρίξετε τον συγγραφέα μπορείτε να κάνετε μια δωρεά.