Με ιστορικά έγγραφα απαντά η Κωνσταντινούπολη στην Μόσχα για το Ουκρανικό ζήτημα
Με μια σειρά από σωζόμενα και επίσημα έγγραφα που φέρνει για πρώτη φορά στο «φως» και αφορούν στην ιστορική πορεία της ουκρανικής Εκκλησίας και που «δυστυχώς είτε αγνοούνται είτε σκοπίμως αποκρύβονται για ευνόητους λόγους» απαντά η Κωνσταντινούπολη στις «επιθέσεις» που δέχεται από τη Μόσχα η οποία αμφισβητεί ευθέως το κανονικό δικαίωμα του Οικουμενικού Πατριαρχείου να χορηγήσει αυτοκεφαλία στους Ουκρανούς.
Την ίδια στιγμή, ενδιαφέρον έχει τι στάση θα κρατήσουν οι υπόλοιποι προκαθήμενοι της Ορθοδοξίας οι οποίοι παρακολουθούν στενά τις εξελίξεις. Ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας Θεόδωρος τάχθηκε (από την Οδησσό όπου βρέθηκε) υπέρ της Ουκρανικής Εκκλησίας υπό τον μητροπολίτη Κιέβου Ονούφριο, ενώ αποστάσεις για την ώρα κρατά η Εκκλησία της Γεωργίας.
Απειλή με σχίσμα
Το Πατριαρχείο Μόσχας το οποίο έχει σταματήσει να μνημονεύει τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο απειλεί με σχίσμα, καθώς, όπως υποστηρίζει, η Ουκρανία αποτελεί κανονικό έδαφός του και κατά συνέπεια η χορήγηση αυτοκεφάλου από το Φανάρι αποτελεί «εισπήδηση» σε ξένη εκκλησιαστική δικαιοδοσία.
Στις ρωσικές απειλές, η Κωνσταντινούπολη προβάλλει με ιστορικά γεγονότα τα δικά της επιχειρήματα και με μια κίνηση – ματ αποκαλύπτει έρευνα Ελλήνων και Ρώσων μελετητών οι οποίοι «συνέβαλαν εις την αποκατάστασιν της ιστορικής αληθείας περί της σχέσεως της Εκκλησίας της Ουκρανίας προς την Μητέρα Εκκλησίαν της».
Με τίτλο «Ο Οικουμενικός θρόνος και η Εκκλησία της Ουκρανίας – Ομιλούν τα κείμενα» το Φανάρι απαντά στη ρωσική πλευρά.
«Την υπό του Πατριαρχείου Μόσχας παραβίασιν και μη τήρησιν των όρων της Πατριαρχικής και Συνοδικής Πράξεως του 1686 το Οικουμενικόν Πατριαρχείον, λόγω των δυσμενών ιστορικών συνθηκών, υπό τας οποίας διετέλει, ανέχθηκε και απεσιώπησεν, αλλ’ ουδέποτε διέγραψεν ή ελησμόνησεν», αναφέρεται χαρακτηριστικά μελετώντας τα κείμενα.
Βασικά σημεία
Ο «Ελεύθερος Τύπος» σήμερα παρουσιάζει μέρος από τα συμπεράσματα της μελέτης των επίσημων εγγράφων (βρίσκονται αναρτημένα στην ιστοσελίδα του Φαναρίου) «όπως αυτά διεσώθησαν ή αποκατεστάθησαν από την ιστορικήν έρευναν»:
* Το Οικουμενικό Πατριαρχείο ουδέποτε παραχώρησε τη Μητρόπολη Κιέβου, για να αποτελεί κανονικό έδαφος του Πατριαρχείου Μόσχας. Τα κανονικά όρια της Εκκλησίας της Ρωσίας καθορίστηκαν όταν η Εκκλησία αυτή ανυψώθηκε σε Πατριαρχείο το 1589, και «ουδέποτε μεταβλήθηκαν διά Πατριαρχικού ή Συνοδικού Τόμου». Η Μητρόπολη Κιέβου δεν περιλαμβάνεται μέσα στα όρια αυτά. Κάθε γεωγραφική περιοχή εκτός των ορίων, τα οποία διαγράφονται από τον Τόμο της αυτοκεφαλίας οιασδήποτε Ορθοδόξου Εκκλησίας, ευρίσκεται εκτός του κανονικού εδάφους της, όπως ακριβώς προβλέπεται για κάθε αυτοκέφαλη Εκκλησία.
* Η Μητρόπολη Κιέβου (και όλη η σημερινή Ουκρανία) υπήρξε από την ίδρυσή της επαρχία του Οικουμενικού Θρόνου «κατέχουσα αρχικώς την προσήκουσαν θέσιν εις το Συνταγμάτιον, ενώ ο εκάστοτε Μητροπολίτης ελάμβανε την χειροτονίαν του από τον Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως αδιακόπως μέχρι τον 17ον αιώνα». Ο δεσμός της Εκκλησίας της Ουκρανίας με το Οικουμενικό Πατριαρχείο ήταν τόσον ισχυρός ώστε, και μετά την πολιτική ένωση της περιοχής με την Μόσχα το 1654, κάθε προσπάθεια του Πατριάρχη Μόσχας να χειροτονήσει τον Μητροπολίτη Κιέβου να συναντά τη σφοδρή αντίδραση του κλήρου και του λαού της Ουκρανίας.
* Συμφώνως προς όλα τα υπάρχοντα έγγραφα, η άδεια χειροτονίας του μητροπολίτη Κιέβου από τον Πατριάρχη Μοσχοβίας «εδόθη “οικονομικώς”, “διά την ενεστώσαν ανάγκην”, ήτοι “το υπερβάλλον του τόπου διάστημα και τας οσημέραι επισυμβαινούσας μεταξύ των δύο βασιλειών μάχας”. Ενείχε, δηλαδή, η άδεια αυτή προσωρινόν χαρακτήρα».
* Οι όροι, τους οποίους θέτει η Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη, επιβεβαιώνουν πέραν πάσης αμφιβολίας το ότι δεν παραχωρήθηκε το κανονικό έδαφος της Μητροπόλης Κιέβου στο Πατριαρχείο Μόσχας. Ουδέποτε συνέβη να παραχωρηθεί κανονικό έδαφος σε άλλη αυτοκέφαλη Εκκλησία, «υπό τον όρον ότι δεν θα έχη το δικαίωμα να διοική αυτή πλήρως τα της περιοχής αυτής, περιλαμβανομένου και του τρόπου εκλογής αρχιερέων της, και, το σπουδαιότερον, με την υποχρέωσιν να μνημονεύεται εις το “εν πρώτοις” της Θείας Λειτουργίας η Κεφαλή της Εκκλησίας από την οποίαν προήλθε. Ταύτα εγνώριζε, βεβαίως, το Πατριαρχείον Μόσχας, και διά τούτο αυθαιρέτως παρεβίασε τους όρους αυτούς και ουδέποτε τους ετήρησε, ακριβώς διότι επεδίωκε να ενσωματώση αυτοβούλως την Μητρόπολιν Κιέβου (και την Ουκρανίαν) εις την κανονικήν δικαιοδοσίαν του. Αλλά αυτό αποτελεί ασφαλώς και παραβίασιν των ιερών Κανόνων και της Πράξεως, εις την οποίαν στηρίζεται η όλη σχέσις του Πατριαρχείου Μόσχας προς την περιοχήν αυτήν. Η μη τήρησις των όρων μιας Πράξεως καθιστά άκυρον την Πράξιν εις το σύνολόν της».
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου