Κρίση στις σχέσεις Λιβύης-Τουρκίας λόγω της νεο-Οθωμανικής πολιτικής της Άγκυρας στην Β. Αφρική
Αυστηρό μήνυμα προς την Τουρκία με σημαντικές πολιτικές προεκτάσεις έστειλε ο διεθνώς αναγνωρισμένος πρωθυπουργός της Λιβύης Abdullah al-Thinni, ακυρώνοντας τα συμβόλαια για την κατασκευή δημοσίων έργων που είχαν κερδίσει στην χώρα του τουρκικές κατασκευαστικές εταιρείες.
Η πτώση του Συνταγματάρχη Καντάφι το 2011 και η ανάδειξη της νέας κυβέρνησης στη Λιβύη, άνοιξε το δρόμο για την αναβάθμιση των σχέσεων της Λιβύης με την Τουρκία.
Από τις πρώτες κινήσεις της νέας κυβέρνησης στην Λιβύη, ήταν η ανάθεση σε τουρκικές εταιρείες χρυσοφόρων συμβολαίων για την ανοικοδόμηση της χώρας και το άνοιγμα της λιβυκής αγοράς στα τουρκικά προϊόντα.
Επιπλέον το τουρκικό Ναυτικό ανέλαβε την επανίδρυση του λιβυκού Ναυτικού και την αναδιοργάνωση του, ενώ τον περασμένο Αύγουστο το τουρκικό ναυπηγείο Dearsan έλαβε παραγγελία από το Ναυτικό της Λιβύης για την ναυπήγηση δύο περιπολικών σκαφών ανοικτής θαλάσσης.
Τα λιβυκά πλοία θα βασίζονται σχεδιαστικά στα 16 σκάφη της κλάσης Tuzla που παρήγγειλε το τουρκικό Ναυτικό το 2007 έναντι 550 εκατ. δολαρίων.
Όμως η ανάδειξη των εξτρεμιστικών ισλαμιστικών δυνάμεων στην Λιβύη, η αστάθεια που επικρατεί στην χώρα ακριβώς λόγω των συγκρούσεων των διαφόρων τοπικών πολεμαρχών και εξτρεμιστικών οργανώσεων μεταξύ τους αλλά και με τις κρατικές αρχές, έχουν οδηγήσει την χώρα σε αδιέξοδο με τις δομές ασφάλειας να έχουν σχεδόν καταρρεύσει σε πολλές περιοχές.
Η χώρα στην πραγματικότητα έχει δύο κυβερνήσεις.
Η πρώτη που είναι διεθνώς αναγνωρισμένη από τις ΗΠΑ, την ΕΕ, την Αίγυπτο και τα ΗΑΕ, έχει την έδρα της στην πόλη Τομπρούκ στην ανατολική Λιβύη. Πρωθυπουργός της κυβέρνησης αυτής είναι ο Abdullah al-Thinni, ο οποίος υποστηρίζεται από τον Στρατηγό Khalifa Haftar.
Αντίπαλος του al-Thinni είναι ο επίσης πρωθυπουργός Omar al-Hassi, η κυβέρνηση του οποίου έχει έδρα την Τρίπολη στην δυτική Λιβύη, την οποία κατέλαβε μετά από μάχες που έλαβαν χώρα το 2014.
Εκμεταλλευόμενη την χαοτική κατάσταση στη Λιβύη η οργάνωση ISIS κατάφερε να αποδυναμώσει σταδιακά άλλες ισλαμιστικές οργανώσεις όπως η Ansar al-Sharia, να καταλάβει την πόλη Derna στην ανατολική Λιβύη, ενώ οργανώσεις που συνεργάζονται με αυτή κατέλαβαν την πατρίδα του Καντάφι, την πόλη της Sirte στα παράλια της Μεσογείου, στην κεντρική Λιβύη.
Η απόφαση του πρωθυπουργού της Λιβύης να ακυρώσει τις συμβάσεις των τουρκικών εταιρειών σχετίζεται ακριβώς με αυτή την κατάσταση, αφού η κυβέρνηση του Abdullah al-Thinni έχει κατηγορήσει ανά τακτά χρονικά διαστήματα την Τουρκία και το εμιράτο του Κατάρ ότι υποστηρίζουν τους πολιτικούς της αντιπάλους, αλλά και τις ριζοσπαστικές ισλαμιστικές ομάδες όπως η Ansar al-Sharia, η οποία αξίζει να σημειωθεί θεωρείται τρομοκρατική οργάνωση από την Ουάσιγκτον.
Η τελευταία διαθέτει ισχυρή παρουσία στις πόλεις Benghazi, Derna και Sirte, αλλά όπως αναφέρθηκε νωρίτερα δέχεται σημαντική πίεση από την εξάπλωση της ISIS στην λιβυκή ακτογραμμή.
Οι ανοικτές καταγγελίες του Abdullah al-Thinni για παρέμβαση της Τουρκίας και του Κατάρ στα εσωτερικά θέματα της χώρας του δεν είναι οι πρώτες ούτε οι μοναδικές.
Είχε προηγηθεί η καταγγελία του προέδρου της Αιγύπτου αλ Σίσι ότι η Τουρκία στήριξε στο πρόσφατο παρελθόν τον πρώην πρόεδρο της χώρας Μορσί και την Μουσουλμανική Αδελφότητα, ενώ πριν από δύο μήνες ο Αιγύπτιος πρόεδρος είχε κατηγορήσει την Τουρκία ότι υποστηρίζει την κλιμάκωση της βίας στην χώρα του και προωθεί την αποσταθεροποίηση όχι μόνο της Αιγύπτου, αλλά και ολόκληρου του αραβικού κόσμου με την πολιτική της.
Ουσιαστικά η Τουρκία με την ριψοκίνδυνη πολιτική της στην βόρεια Αφρική, κατάφερε να χάσει τα ερείσματα της σε δύο σημαντικές αραβικές χώρες τις οποίες φιλοδοξούσε να τις θέσει υπό την δική της σφαίρα επιρροής, επιδιώκοντας κατά ένα σύγχρονο τρόπο την αναβίωση της επιρροής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στις περιοχές που κάποτε κατείχε κατά το πρότυπο της Βρετανική Κοινοπολιτείας.
Το σχέδιο του Νταβούτογλου περιλαμβάνει την δημιουργία δεσμών μεταξύ της Τουρκίας και των διάδοχων κρατών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, με βάση την κοινή θρησκεία, την πολιτιστική κληρονομία, την οικονομία, την στρατιωτική συνεργασία και εξοπλισμούς και την ασφάλεια.
Στόχος της πολιτικής του Νταβούτογλου είναι η δημιουργία μιας Κοινοπολιτείας κρατών, που κάποτε αποτελούσαν επαρχίες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας υπό την αιγίδα της Τουρκίας η οποία θα αποτελεί την “φάρο” του πολιτισμού, των τεχνών, της θρησκείας για τις χώρες αυτές σε συνδυασμό με την μετατροπή της Κωνσταντινούπολης σε περιφερειακό οικονομικό, χρηματοπιστωτικό, εκπαιδευτικό και τεχνολογικό κέντρο.
Η συγκεκριμένη πολιτική της Τουρκίας εφαρμόστηκε με έναν άκομψο τρόπο τόσο στην Αίγυπτο, όσο και στην Λιβύη, αφού το βασικό της ήταν η παροχή στήριξης σε ακραίες θρησκευτικές πολιτικές οντότητες, οι οποίες δεν είχαν την αποδοχή του συνόλου του λαού και στις δύο χώρες.
Όπως ήταν αναμενόμενο η εφαρμογή μίας πολιτικής η οποία βασίζεται στον κοινωνικό συντηρητισμό και στην ανοικτή οικονομία υπό την σκέπη πολιτικών δυνάμεων και οργανώσεων που αποδέχονται ακραίες ισλαμιστικές πολιτικές, δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτή από σημαντικό τμήμα των κοινωνιών της Αιγύπτου και της Λιβύης, με αποτέλεσμα η Τουρκία να αντιμετωπίζεται πλέον ως εχθρική χώρα από τις κυβερνήσεις των δύο κρατών.
Η εξέλιξη αυτή δημιούργησε ένα γεωπολιτικό κενό στην ανατολική Μεσόγειο, αφού η κατάρρευση της τουρκικής επιρροής στην Αίγυπτο μετά την πτώση του Μόρσι και την άνοδο στην εξουσία του αντιπάλου του Στρατηγού αλ Σίσι ήταν άμεση, ενώ οι συμφωνίες που είχαν επιτευχθεί μεταξύ Αιγύπτου και Τουρκίας επί προεδρίας Μορσί ουσιαστικά ακυρώθηκαν.
Το κενό αυτό καλύφθηκε από τις πρωτοβουλίες του αλ Σίσι να ενδυναμώσει τις σχέσεις της χώρας του με την Κύπρο και την Ελλάδα και εμμέσως με το Ισραήλ βάσει των κοινών ενεργειακών συμφερόντων που τέσσερις χώρες μοιράζονται στην ανατολική Μεσόγειο.
Την συγκεκριμένη οδό θα μπορούσαν να ακολουθήσουν και οι ελληνο-λιβυκές σχέσεις, αφού και οι δύο κυβερνήσεις ενδιαφέρονται για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας, την οριοθέτηση της ΑΟΖ την διατήρηση της ασφαλούς ναυσιπλοΐας στην Μεσόγειο, την εξάλειψη πιθανών ισλαμιστικών πυρήνων στην Λιβύη καθώς και την οικονομική και στρατιωτική συνεργασία η οποία έχει ξεκινήσει εδω και πολλές δεκαετίες.
Σε πρώτη φάση οι δύο πλευρές θα μπορούσαν να ξεκινήσουν τη συνεργασία τους, με αφορμή την παρουσία της ISIS στις λιβυκές ακτές της Μεσογείου 300 χλμ μόλις νότια της Κρήτης. Η στρατιωτική συνεργασία των δύο χωρών βρίσκεται σε προχωρημένο επίπεδο αφού 100 Λίβυοι σπουδάζουν ήδη στη Σχολή Ευελπίδων, στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων, στη Σχολή Ικάρων και στη Στρατιωτική Σχολή Αξιωματικών Σωμάτων.
Η στρατιωτική συνεργασία στον τομέα της εκπαίδευσης, η από κοινού επιτήρηση της θαλάσσιας περιοχής μεταξύ Λιβύης και Κρήτης και ο εξοπλισμός των λιβυκών δυνάμεων με στρατιωτικό υλικό, θα μπορούσε να αποτελέσει τα θεμέλια για την μελλοντική συνεργασία των δύο χωρών φτάνει η Ελλάδα να έχει ξεκαθαρίσει τις προτεραιότητες της στην περιοχή και να πορευτεί με βάση το εθνικό συμφέρον και όχι ιδεαλιστικές προσεγγίσεις.