Κλείνουν το μέτωπο της Υεμένης και στρέφουν το βλέμμα στο Ιράν

Ο πόλεμος στην Υεμένη δεν μπορεί να κερδηθεί, είναι επικίνδυνος για την περιοχή και αφάνταστα σκληρός. Τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, η χώρα που παρείχε τα μεγαλύτερα χερσαία στρατεύματα προς υποστήριξη της σαουδαραβικής επέμβασης, αποφάσισαν να αποσύρουν τις δυνάμεις τους. Αυτό πρέπει να αποτελέσει παράδειγμα για όλους τους εμπλεκόμενους.

Ο πόλεμος της Υεμένης έχει δημιουργήσει παγκόσμια αποστροφή, καθώς έχει προκαλέσει ανθρωπιστική κρίση που χαρακτηρίζεται από τον ΟΗΕ ως η χειρότερη του πλανήτη. Με αυτά τα δεδομένα, η σιωπηρή αναγνώριση από τα Εμιράτα ότι η σύγκρουση είναι μια σπατάλη ανθρώπινων ζωών, πόρων και εθνικού κεφαλαίου αποτελεί δείγμα σωφροσύνης.

Τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα δεν έχουν εξηγήσει δημοσίως την απόσυρσή τους, προφανώς από φόβο ότι θα ενοχλήσουν τους Σαουδάραβες συμμάχους τους. Σύμφωνα με διπλωματικές πηγές, τα Εμιράτα επεδίωκαν από καιρό να αποσύρουν τους 5.000 άνδρες που είχαν στείλει στην Υεμένη. Ο βαρύς οπλισμός και τα ελικόπτερα των Εμιράτων γύρω από το λιμάνι της Χοντέιντα, όπου έγιναν οι σφοδρότερες μάχες πέρυσι, έχει μειωθεί δραστικά, καθώς η εύθραυστη εκεχειρία του Δεκεμβρίου αποτέλεσε δικαιολογία αλλά και αιτία απόσυρσης.

Οι συνομιλίες αυτές, που ξεκίνησαν εκ νέου την περασμένη Κυριακή υπό την αιγίδα του ΟΗΕ, προσφέρουν ένα πιθανό πλαίσιο για κανονικές ειρηνευτικές συνομιλίες αν οι άλλοι εμπόλεμοι –κυρίως η Σαουδική Αραβία– ακολουθήσουν την ίδια κατεύθυνση.

Συνδυασμός συγκρούσεων

Ο πόλεμος της Υεμένης είναι ένας συνδυασμός πολλών συγκρούσεων, παλιών και νέων, τοπικών και περιφερειακών. Μετά την αραβική άνοιξη, οι αντάρτες Χούθι από τη Βόρεια Υεμένη κατέβηκαν προς τον Νότο, όπου επιχείρησε να τους σταματήσει ένας συνασπισμός αραβικών κρατών και τοπικών πολιτοφυλακών που συστήθηκε από τη Σαουδική Αραβία με την ενεργό στήριξη των ΗΠΑ.

Με τη βοήθεια του Ιράν, οι Χούθι αποδείχθηκαν υπερβολικά ισχυροί για να ηττηθούν αλλά και υπερβολικά αδύναμοι για να επικρατήσουν. Ο πόλεμος της Υεμένης έγινε πόλεμος δι’ αντιπροσώπων ανάμεσα στη Σαουδική Αραβία και το Ιράν, με τους σαουδαραβικούς βομβαρδισμούς να μετατρέπουν μια ήδη φτωχή χώρα σε μια χώρα όπου η επιβίωση είναι αδύνατη, με δεκάδες χιλιάδες νεκρούς, ακραίες ελλείψεις τροφίμων και φαρμάκων. Οι φρικαλεότητες των ανταρτών Χούθι συνέβαλαν στην τρομερή εικόνα.

Στις Ηνωμένες Πολιτείες εντάθηκε η πίεση στην κυβέρνηση Τραμπ να σταματήσει να ενισχύει τη Σαουδική Αραβία, διακόπτοντας τον εναέριο ανεφοδιασμό καυσίμων, τη μεταφορά πληροφοριών από τις μυστικές υπηρεσίες και τις πωλήσεις όπλων. Η πίεση εντάθηκε μετά τη δολοφονία του αντιφρονούντος δημοσιογράφου Τζαμάλ Κασόγκι, που προκάλεσε ψυχρότητα στις σχέσεις με τον ντε φάκτο ηγέτη της Σαουδικής Αραβίας, τον πρίγκιπα διάδοχο Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν. Τον Απρίλιο, με διακομματικό ψήφισμα, το Κογκρέσο καλούσε την κυβέρνηση να περιορίσει την εμπλοκή της στον πόλεμο. Το ψήφισμα ναυάγησε λόγω βέτο του Αμερικανού προέδρου Τραμπ, ενώ τώρα η Βουλή των Αντιπροσώπων ετοιμάζει καινούργιο, που αφορά τις πωλήσεις πυρομαχικών στη Σαουδική Αραβία. Ομως το κλίμα που δημιούργησαν οι αντιδράσεις στο εσωτερικό των ΗΠΑ, σε συνδυασμό με την ανησυχία για πιθανή κλιμάκωση της αντιπαράθεσης με το Ιράν, οδήγησαν τα Εμιράτα να ζητήσουν την επιστροφή των στρατευμάτων τους.

Τώρα, η απόσυρση των Εμιράτων μπορεί να δώσει στην κυβέρνηση Τραμπ το κίνητρο να γίνει μέρος της λύσης, αντί να διευκολύνει τον πόλεμο, δείχνοντας τον δρόμο ώστε να ακολουθήσει η Σαουδική Αραβία, η διεθνώς αναγνωρισμένη κυβέρνηση της Υεμένης και οι αντάρτες Χούθι.

Ο τρόπος υπάρχει. Αυτή την εβδομάδα, αντιπρόσωποι των Χούθι και της κυβέρνησης της Υεμένης συναντήθηκαν υπό την αιγίδα του ΟΗΕ σε πλοίο στα διεθνή ύδατα, για να συνεχίσουν τις συζητήσεις για τη Χοντέιντα. Με μια δόση ρεαλισμού όπως αυτή που επέδειξαν τα Εμιράτα, οι επαφές αυτές μπορούν γρήγορα να εξελιχθούν στις ειρηνευτικές συνομιλίες που απελπιστικά χρειάζεται η Υεμένη.

(πηγή: New York Times)

ViaDiplomacy Newsroom