Κυβερνήσεις ανά τον κόσμο μιλούν για πλήρη επαναπατρισμό της παραγωγής από την Κίνα
Αιφνιδίως και με τον σκληρότερο τρόπο η διεθνής οικονομία συνειδητοποίησε ότι είναι αλληλένδετη ή ακόμη και πλήρως εξαρτημένη σε ορισμένους τομείς από την Κίνα. Η πανδημία ανέδειξε τα τρωτά σημεία των εφοδιαστικών αλυσίδων, αφού για έναν τεράστιο όγκο επιχειρήσεων η παραγωγή ξεκινάει από την Κίνα και συγκεκριμένα από την ευρύτερη περιοχή της Χουμπέι, όπου ξέσπασε αρχικά ο κορωνοϊός και αποτελεί τη βιομηχανική αρτηρία της χώρας.
Χάρη στις άφθονες ξένες επενδύσεις, στο φθηνό εργατικό δυναμικό, στην τεχνογνωσία και στο ευρύ καταναλωτικό κοινό, μέσα σε δύο δεκαετίες η Κίνα αναδείχθηκε σε παγκόσμια υπερδύναμη και πλέον φιλοξενεί μονάδες παραγωγής επιχειρήσεων από ολόκληρο τον κόσμο. Η Κίνα πλέον συνεισφέρει σχεδόν το ένα πέμπτο του παγκόσμιου ΑΕΠ και είναι η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία του πλανήτη, έχοντας καταφέρει να επιβιώσει από μία σειρά κρίσεων, όπως το ξέσπασμα του SARS το 2002 και τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008. Επίσης, παρέμενε ανθεκτική κατά τη διάρκεια κρίσεων στην ευρύτερη περιοχή της ανατολικής Ασίας, όπως για παράδειγμα το τσουνάμι στην Ιαπωνία το 2011 και το επακόλουθο πυρηνικό ατύχημα στη Φουκουσίμα.
Ωστόσο, το σοκ του κορωνοϊού ήταν αρκετά ισχυρό, ώστε να προκαλέσει τάσεις φυγής σε έναν μεγάλο όγκο επιχειρήσεων, οι οποίες πλέον αναζητούν νέες βάσεις για τα εργοστάσιά τους. Συνειδητοποιώντας τον κίνδυνο συγκέντρωσης των μονάδων παραγωγής σε μία μόνο χώρα, διάφορες κυβερνήσεις ανά τον κόσμο μιλούν για πλήρη ή μερικό επαναπατρισμό της παραγωγής. Εξάλλου το αρχικό σοκ μεγάλων εταιρειών, όπως οι αυτοκινητοβιομηχανίες Fiat Chrysler και Hyundai, που υποχρεώθηκαν να σταματήσουν την παραγωγή τους από τις πρώτες ημέρες του έτους, ήταν ισχυρότατο. Δεδομένου, όμως, του κόστους μεταφοράς και του αυξημένου κόστους εργασίας που θα προέκυπτε από τον επαναπατρισμό της παραγωγής, ορισμένες επιχειρήσεις επιλέγουν τη μεταφορά των εργοστασίων τους σε άλλες χώρες της ανατολικής Ασίας.
Από το ξέσπασμα της πανδημίας, ο κίνδυνος συγκέντρωσης των εργοστασίων στην Κίνα αναδείχθηκε έντονα μέσω της αγοράς φαρμάκων. Στην Κίνα παράγεται έως και το 90% των υλικών που χρησιμοποιούνται για ορισμένα φάρμακα, μεταξύ αυτών και τα αντιβιοτικά, ενώ η γειτονική Ινδία ηγείται της αγοράς γενοσήμων. Μολονότι οι φαρμακευτικές εταιρείες έχουν καταφέρει μέχρι σήμερα να αντεπεξέλθουν στην υγειονομική κρίση του κορωνοϊού χάρη στα αποθεματικά τους, οι εκκλήσεις για μεταφορά της παραγωγής σε Ευρώπη και ΗΠΑ αυξάνονται συνεχώς.
Αντιθέτως, επιχειρήσεις άλλων κλάδων διαβεβαιώνουν ότι η Κίνα θα παραμείνει κορυφαίος προορισμός για τις μονάδες παραγωγής τους, διότι προέχει η εξυπηρέτηση του τεράστιου κινεζικού καταναλωτικού κοινού. Για τον λόγο αυτό και μολονότι τα τελευταία χρόνια το κόστος συντήρησης εργοστασίων στην Κίνα έχει αυξηθεί σημαντικά, πολλές επιχειρήσεις θα επιλέξουν να διατηρήσουν ισχυρή παρουσία στη χώρα ακόμα και μετά την καταστολή του κορωνοϊού. Προκειμένου, όμως, να αποφύγουν αναταραχές στην εφοδιαστική τους αλυσίδα σε μελλοντικές κρίσεις, αναμένεται πως θα αυξήσουν τα αποθέματά τους σε εμπορεύματα. Επίσης, προβλέπεται πως θα συνεργαστούν παράλληλα με επιπλέον προμηθευτές –κατά πάσα πιθανότητα εγχώριους ή τουλάχιστον πιο κοντά στις βάσεις τους–, ενώ θα αξιοποιήσουν περισσότερο τα τεχνολογικά μέσα.
Πολλοί αναλυτές της αγοράς κρίνουν πως η Κίνα δεν θα χάσει τη θέση της ως «ατμομηχανής» της παγκόσμιας οικονομίας. Ο κορωνοϊός ενδέχεται να βλάψει μόνον εν μέρει τη βιομηχανική της ισχύ, αλλά κατά βάση θα παραμείνει κορυφαία δύναμη τουλάχιστον σε ορισμένους τομείς. «Θα υπάρξουν αλλαγές, αλλά σε γενικές γραμμές η δομή θα παραμείνει ίδια», σχολίασε στην Deutsche Welle ο Μόρις Κόεν, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Wharton School των ΗΠΑ. «Ο κόσμος λέει ότι τώρα θα επαναπατρίσει όλη την παραγωγή στις ΗΠΑ. Να είστε σίγουροι, αυτό δεν πρόκειται να συμβεί. Αυτές οι θέσεις εργασίας έχουν κατά πάσα πιθανότητα φύγει για πάντα από τη χώρα», συμπλήρωσε ο Κόεν.