Καταρρίπτοντας τον Τουρκικό μύθο περί «Ανεξάρτητης Δυτικής Θράκης»
Σημείο αναφοράς των αλυτρωτικών μεγαλοϊδεατισμών της Τουρκίας σχετικά με τη Δυτική Θράκη είναι η αποκαλούμενη «Ανεξάρτητη Δυτική Θράκη», η οποία, σύμφωνα με την τουρκική εθνικιστική βιβλιογραφία, υπήρξε ιστορικά τον 19ο και 20ο αι. με διάφορα μορφώματα «τουρκικών δημοκρατιών της δυτικής Θράκης».
Κατά κύριο λόγο αναφέρεται στην «Ανεξάρτητη Κυβέρνηση της Δυτικής Θράκης» του 1913 και στην «Ανεξάρτητη Δημοκρατία της Δυτικής Θράκης» του 1920, ενώ ενίοτε γίνεται λόγος και για την αποκλειθείσα «Δημοκρατία του Ταμράς» των ετών 1878 – 1886.
Ποιά είναι αυτά τα μορφώματα και πόσο «τουρκικά» είναι στην πραγματικότητα;
Κατ’αρχήν και πριν από οποιαδήποτε ανάλυση θα διαπιστώσει κανείς ότι το επίθετο «τουρκική» πουθενά δεν υπάρχει στην ονομασία κανενός μορφώματος (ούτε στις τουρκικές ονομασίες), κάτι το οποίο αρκεί για να προϊδεάσει τον αναγνώστη περί της βασιμότητας των τουρκικών ισχυρισμών.
Η «Ανεξάρτητη Κυβέρνηση της Δυτικής Θράκης» (Garbı Trakya Bağımsız Hükümeti) ή η «Δημοκρατία της Γκιουμουλτζίνας», όπως συνηθίζεται να αποκαλείται, υπήρξε αποτέλεσμα της παραχώρησης της δυτικής Θράκης στη Βουλγαρία με τη Συνθήκη Ειρήνης του Βουκουρεστίου (10.08.1913). Δυτικοθρακιώτες κάθε θρησκεύματος (χριστιανοί, μουσουλμάνοι, εβραίοι) αντέδρασαν στην απόφαση της Συνδιάσκεψης του Λονδίνου και ανακήρυξαν στις 31.08.1913 το ανωτέρω αυτονομιστικό μόρφωμα, με ισότιμη συμμετοχή Ελλήνων, Οθωμανών, Εβραίων και Αρμενίων αξιωματούχων. Στους δε τομείς διοίκησης Αλεξανδρούπολης και Σουφλίου προΐσταντο Έλληνες πρόεδροι. Το μόρφωμα αυτό μετά από 56 ημέρες ύπαρξης εγκατέλειψε και η ίδια η Οθωμανική Αυτοκρατορία, όταν με τη Συνθήκη Ειρήνης της Κωνσταντινούπολης (29.09.1913) συμφώνησε την αποχώρησή της από τη δυτική Θράκη υπέρ της Βουλγαρίας.
Η «Ανεξάρτητη Δημοκρατίας της Δυτικής Θράκης» (Garbı Trakya Devleti Muvakkatesi) ή η «Κράτος της Οργάνης/Hemetli», όπως συνηθίζεται να αποκαλείται από την τουρκική πλευρά, υπήρξε βουλγαρο-οθωμανική αντίδραση στην απόφαση των Μεγάλων Δυνάμεων στη Συνδιάσκεψη του Σαν Ρέμο (04.1920) να παραχωρήσουν το στρατιωτικό έλεγχο της «Διασυμμαχικής Θράκης» στον Ελληνικό στρατό για λογαριασμό των συμμάχων. Η προοπτική παραχώρησης της δυτικής Θράκης στην Ελλάδα συνάσπισε Βούλγαρους και Οθωμανούς (που συνειδητοποιούσαν ότι οι πιθανότητες προσάρτησης της Δυτικής Θράκης στις χώρες τους ήταν πλέον ελάχιστες), οι οποίοι στις 25.05.1920 ανακήρυξαν το ανωτέρω μόρφωμα. Αν και επεδίωξαν εφαρμόσουν τις δομές του 1913, το αυτονομιστικό κίνημα υπήρξε περισσότερο ένα περιορισμένο και θνησιγενές αντάρτικο (χωρίς καμία συνοχή) που καταπνίγηκε εντός ολίγων ημερών.
Αξίζει να σταθούμε στη στάση που κράτησαν οι μουσουλμάνοι της Θράκης μετά την ανακωχή της Θεσσαλονίκης (29.09.1918) και του Μούδρου (30.10.1918) μετά τον Α’ Π.Π. και διαρκούσης της Συνδιάσκεψης Ειρήνης των Παρισίων. Αντίθετα προς το τουρκικό αφήγημα ότι «οι Τούρκοι της Δυτικής Θράκης αντιτάχθηκαν στην προσάρτησή της στην Ελλάδα», μεγάλη μερίδα των μουσουλμάνων υποστήριξε την προοπτική ενσωμάτωσης της στην Ελλάδα.
Είτε από ανάμνηση των βουλγαρικών θηριωδιών της περιόδου 1913-1918, είτε λόγω της αντίδρασης εκείνων των συνιστωσών των μουσουλμάνων που αποτάσσονταν τον τουρκικό ετεροπροσδιορισμό τους (πομάκοι των ορεινών καζάδων) ή αντιτίθεντο στη ριζοσπαστική εθνικιστική ιδεολογία των Νεοτούρκων (παλιομουσουλμάνοι). Χαρακτηριστικά αναφέρουμε το από 31.12.1918 υπόμνημα εννέα μουσουλμάνων βουλευτών της βουλγαρικής εθνοσυνέλευσης προς τη Συνδιάσκεψη των Παρισίων, με το οποίο ζητούσαν την παραχώρηση της Δυτικής Θράκης στην Ελλάδα (το οποίο η τουρκική ιστοριογραφία προσπαθεί ψευδώς να αποδομήσει ως προϊόν χρηματικής συναλλαγής) και τις απόψεις του Ισμαήλ Χακή Μπέη Καβάλαλη (τον οποίον το εθνικιστικό τουρκικό κομιτάτο κατηγόρησε για προδότη και συνέλαβε), καθώς και τις θέσεις των παλαιομουσουλμάνων του Ισλαμικού Κομιτάτου, που τασσόταν υπέρ της ελληνικής πλευράς.
Αν, επιπλέον, λίγα λόγια πρέπει να ειπωθούν και την αποκληθείσα «Δημοκρατία του Ταμράς» (το βουλγαρικό χωριό Dospat σήμερα στην επαρχία Σμόλιαν), είναι ότι επρόκειτο για έναν «αυτόνομο συνασπισμό» πομακικών χωριών της ορεινής βουλγαρικής Ροδόπης, το οποίο στράφηκε εναντίον των επεκτατικών διαθέσεων Βουλγάρων και Ρώσων και προδόθηκε τελικά από την ίδια την Οθωμανική Αυτοκρατορία, όταν αυτή (όπως και το 1913) συνήψε συνθήκη ειρήνης με τη Ρωσική Αυτοκρατορία το 1886. Το γεγονός ότι η «αυτόνομη δημοκρατία» υπήρξε αποκλειστικά εντός σημερινού βουλγαρικού εδάφους εξηγεί εν μέρει τη σπάνια επίκλησή της από την Τουρκία έναντι της Ελλάδας.
Με βάση τα παραπάνω αποδεικνύεται ότι το όλο τουρκικό αφήγημα περί της «τουρκικότητας» των ανωτέρω «δημοκρατιών» είναι ανέρειστο, σκοπήμως κατασκευασμένο πάνω στη διαστρέβλωση της ιστορικής πραγματικότητας και εμποτισμένο με τόση δόση εθνικιστικού παροξυσμού, ωστε να διατηρεί κλίμα έντασης, καλλιεργώντας παράλληλα στο μουσουλμανικό πληθυσμό της Θράκης τη διχόνοια, την έλλειψη εμπιστοσύνης και το φανατισμό.
Κλείνοντας, σημειώνουμε αποστροφή μιας ομιλίας του Μουσταφά Κεμάλ Πασά Ατατούρκ στη Νικομήδεια (Izmit) τον Ιανουάριο του 1923, ο οποίος χαρακτήρισε απερίσκεπτη ιδέα αυτήν της διεξαγωγής δημοψηφίσματος στη Δυτική Θράκη για τον καθορισμό του εδαφικού της status (όπως είχε διατυπωθεί στο Εθνικό Συμβόλαιο της Σεβάστειας/Sivas το Φεβρουάριο του 1920 και την απέδωσε σε άλλον εμπνευστή) υποστηρίζοντας ότι «η αληθινή λύση για τη Δ.Θράκη θα ήταν να την αφήσουμε στην Ελλάδα».