Καταρρέουν οι μισθοφορικοί στρατοί – Εθνικοί μένουν, πολεμούν και νικούν η χάνουν
Τις τελευταίες ώρες κυκλοφορούν στα κοινωνικά δίκτυα βίντεο που δείχνουν χιλιάδες Αφγανούς να προσπαθούν να φτάσουν στο αεροδρόμιο της Καμπούλ, ώστε να επιβιβαστούν σε κάποιο αεροσκάφος για να εγκαταλείψουν το Αφγανιστάν. Η χώρα η οποία από το 1929 είχε ένα μοντέλο διοίκησης που επέτρεπε να δημιουργήσει μια μορφωμένη ελίτ, με την σοβιετική εισβολή και κατοχή, τρία εκατομμύρια Αφγανοί κατέφυγαν στο Πακιστάν και δύο εκατομμύρια σε Ιράν και Ντουμπάι.
Η πρώτη αυτή μετακίνηση πληθυσμού στο Αφγανιστάν αφορούσε κατά κύριο λόγο τους Παστούν, οι οποίοι αποτελούν σχεδόν το 50% του Αφγανικού λαού και είναι η πλειοψηφική εθνοτική ομάδα που κυβέρνησε το Αφγανιστάν τους τελευταίους δυόμισι αιώνες. Πρόκειται για την Εθνοτική ομάδα που ήταν και η ελίτ της χώρας και αυτός είναι ο λόγος που εκδιώχθηκαν από τους Σοβιετικούς. Όσοι δεν έφυγαν στο εξωτερικό έγιναν εσωτερικοί πρόσφυγες εγκαταλείποντας τις πόλεις και προορισμό τα βουνά της χώρας. Σε αυτά τα βουνά οι Παστούν, ειδικά στα σύνορα με το Πακιστάν, θα μετατραπούν σε Ταλιμπάν
Οι Παστούν είναι η μια εθνοτική κοινότητα του Πακιστάν, ενώ η δεύτερη μεγαλύτερη είναι οι Τατζίκες οι οποίοι αποτελούν περίπου το 20-25% του πληθυσμού ενώ είναι και η πλειοψηφία της πρωτεύουσας Καμπούλ. Η τρίτη μεγαλύτερη ομάδα είναι οι Χαζάρες που αποτελούν το 15-20% ενώ οι Ουζμπέκες αποτελούν την τελευταία μεγαλύτερη ομάδα και αποτελούν το 10-15%, και βρίσκονται στα Βόρεια της χώρας στα σύνορα με το Ουζμπεκιστάν. Αυτές οι ομάδες μιλούν δύο γλώσσες, τα Παστούν και τα Νταρί, μια παραλλαγή της περσικής γλώσσας, που μιλιέται από τους Τατζίκες, Χαζάρες και Ουζμπέκες, δηλαδή το 50% του Αφγανικού λαού.
Η γλώσσα όμως είναι το μικρότερο πρόβλημα στις διαφορές των παραπάνω ομάδων. Οι Παστούν και Τατζίκες είναι Σουνίτες, ενώ οι Χαζάρες Σιίτες. Αυτή η διαφορετική θρησκευτική δομή του Αφγανιστάν έχει ως συνέπεια να επεμβαίνουν ξένες δυνάμεις με μοχλό την θρησκεία, κάτι που βλέπουμε στην Μέση Ανατολή και την Υεμένη όπου οι Ιρανοί βρίσκονται στο πλευρό Σιιτών μουσουλμάνων.
Οι Ταλιμπάν για δεύτερη φορά υπόσχομται να επαναφέρουν σε τάξη ένα αποτυχημένο κράτος
Τα 83 δισεκατομμυρίων δολαρίων που έχουν δαπανήσει οι Ηνωμένες Πολιτείες από το 2001 για την εκπαίδευση και τον εξοπλισμό των αφγανικών δυνάμεων ασφαλείας, δεν έφεραν το επιθυμητό αποτέλεσμα, μια δύναμη δήλαδη που εκτός της Αφάλειας, θα ήταν και εγγυήτρια της λειτουργίας του κράτους. Ο τρόπος που αντιστάθηκαν 300.000 Αφγανοί στρατιώτες απέναντι σε 75.000 Ταλιμπάν, απέδειξε το υπόβραθο τους: βαθιά διαφθορά, αδυναμία της κυβέρνησης να πληρώσει για μήνες στρατιωτικούς και αστυνομικούς δημιουργώντα οι αποστάτες και απρόθυμους να πολεμήσουν. Εξάλλου για το σύνολο των Αφγανικών δυνάμεων, τα σώματα Ασφαλείας ήταν μια εργασιακή διέξοδος που εξσφάλιζε έναν μισθό διαβίωσης, ενώ για τις ειδικές δυνάμεις κάτι περισσότερο απο μισθό αφού ήταν ενεργοί στην διαφθορά.
Η ταχεία προέλαση των Ταλιμπάν ήταν σχεδόν σαν σαββατιάτικη εξόρμηση. Απέναντι είχαν έναν στρατό όπου τα κατώτερα στελέχη τους έβλεπαν ως απελευθερωτές που θα επανέφεραν στην τάξη στην χώρα, θα τιμωρούσαν τους διεφθαρμένους ηγέτους οι οποίοι ζούσαν πλουσιοπάροχα από τις συναλλαγές με το οργανωμένο έγλημα, και τέλος, ήταν απρόθυμοι να πολεμήσουν την δική τους Εθνοτική ομάδα, τους Ταλιμπάν Παστούν.
Ουσιαστικά ο Αφγανικός στρατός ήταν μια δύναμη που δεν πίστευε στις δυνάμεις του αλλά κυρίως, ούτε και ότι ήταν ένας Εθνικός στρατός. Το ίδιο πίστευαν και στις ΗΠΑ με τον Λευκό Οίκο (Τραμπ και Μπάιντεν) να ψάχνουν μια ενναλακτική λύση με το λιγότερο κόστος. Η επιλογή ήταν, για ακόμη μια φορά, όχι να μην χάσουν οι ΗΠΑ, αλλά να μην κερδίσουν οι ανταγωνιστές στην περιοχή.
Μάλιστα ο Τζο Μπάιντεν τον Ιούλιο απαντώντας σε ερώτηση δημοσιογράφου σημείωνε “Έχουν μια προφανή ευκαιρία να διατηρήσουν τη θέση τους. Το ερώτημα είναι αν μπορούν να ενωθούν, όχι αν έχουν ευκαιρίες. Αυτές οι ευκαιρίες υπάρχουν. Έχουν τη δύναμη. Έχουν εξοπλισμό. Το ερώτημα είναι, θα το κάνουν;”