ΗΠΑ και Κίνα «δεσμεύονται να συνεργαστούν» για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης
Οι ΗΠΑ και η Κίνα «δεσμεύονται να συνεργαστούν» στο κρίσιμο ζήτημα της κλιματικής αλλαγής, τόνισαν χθες Σάββατο οι δύο χώρες με κοινή ανακοίνωση Τύπου που δόθηκε στη δημοσιότητα μετά την επίσκεψη του αμερικανού ειδικού απεσταλμένου, του Τζον Κέρι, στη Σαγκάη.
«Οι ΗΠΑ και η Κίνα δεσμεύονται να συνεργαστούν μεταξύ τους και με άλλες χώρες για να αντιμετωπιστεί η κλιματική κρίση, που πρέπει να έχει μεταχείριση ανάλογη της σοβαρότητας και της επείγουσας φύσης της», σημειώνεται στην κοινή ανακοίνωση που υπογράφεται από τον Τζον Κέρι και τον κινέζο ομόλογό του, τον Σιέ Τζενχουά.
Το κείμενο απαριθμεί πεδία συνεργασίας των δύο μεγαλύτερων οικονομιών του κόσμου, που μαζί εκπέμπουν πάνω από τη μισή ποσότητα των αερίων που ευθύνονται για την κλιματική αλλαγή.
Ουάσινγκτον και Πεκίνο διαβεβαιώνουν πως επίκειται «ενίσχυση των ενεργειών τους αντίστοιχα και της συνεργασίας τους σε πολυμερείς διαδικασίες, συμπεριλαμβανομένων της συμφωνίας-πλαισίου των Ηνωμένων Εθνών για την κλιματική αλλαγή και της Συμφωνίας του Παρισιού».
Ο κ. Κέρι ήταν ο πρώτος αξιωματούχος της κυβέρνησης του Δημοκρατικού προέδρου Τζο Μπάιντεν που ταξίδεψε στην Κίνα. Η επίσκεψη αυτή δημιουργεί ελπίδες ότι οι δύο δυνάμεις θα συνεργαστούν για να αντιμετωπιστεί η παγκόσμια πρόκληση της κλιματικής αλλαγής, παρά τις αυξανόμενες εντάσεις ανάμεσά τους σε διάφορα άλλα πεδία.
Ο Τζο Μπάιντεν ανήγαγε την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής σε απόλυτη προτεραιότητά του, στους αντίποδες του Ρεπουμπλικάνου προκατόχου του, του Ντόναλντ Τραμπ, μέγα υποστηρικτή της βιομηχανίας των ορυκτών καυσίμων, που είχε αποσύρει τις ΗΠΑ από τη Συμφωνία του Παρισιού. Ο αμερικανός πρόεδρος οργανώνει την Πέμπτη και την Παρασκευή διεθνή ψηφιακή σύνοδο για το περιβάλλον.
Ο Τζο Μπάιντεν ανήγγειλε την πρώτη ημέρα της θητείας του την επανένταξη της Ουάσινγκτον στη Συμφωνία του Παρισιού, που υπογράφτηκε το 2015 και διαπραγματεύθηκε ο Τζον Κέρι, την περίοδο εκείνη υπουργός Εξωτερικών του τότε προέδρου Μπαράκ Ομπάμα.
Με τη συμφωνία τα συμβαλλόμενα μέρη δεσμεύθηκαν να λάβουν μέτρα ώστε η αύξηση της θερμοκρασίας να μην ξεπεράσει τους 2 ° Κελσίου σε σύγκριση με τα επίπεδα της προβιομηχανικής εποχής.