Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν θέλουν αλλαγή του στάτους κβο
Εντονη ανησυχία επικρατεί στην Ουάσιγκτον για το επιδεινούμενο κλίμα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις και τον κίνδυνο να υπάρξει περαιτέρω κλιμάκωση της κατάστασης στο Αιγαίο. Η αμερικανική διπλωματία παρακολουθεί με προσοχή τις κινήσεις των δύο πλευρών και έχει ενεργοποιηθεί προς την Αθήνα και την Αγκυρα, κινούμενη σταθερά στη γραμμή του μεσολαβητή στην κρίση των Ιμίων το 1996, Ρίτσαρντ Χόλμπρουκ, ότι «κανείς δεν θα πρέπει να επιχειρήσει να αλλάξει το στάτους κβο στην περιοχή».
Υπάρχει ο φόβος ότι τα πράγματα μπορούν εύκολα να λάβουν άσχημη τροπή ως απόρροια «κακών υπολογισμών» ή ακόμη κι ενός «ανόητου ατυχήματος», ενώ το σκηνικό περιπλέκει η πολιτική πραγματικότητα στην αμερικανική πρωτεύουσα καθώς το υπάρχον κενό εξουσίας δυσχεραίνει σημαντικά τις κινήσεις της αμερικανικής διπλωματίας. Πολλές κρίσιμες θέσεις σε αρμόδια υπουργεία και υπηρεσίες παραμένουν κενές, εξέλιξη που περιορίζει τις δυνατότητες αποτελεσματικής αμερικανικής παρέμβασης σε εύφλεκτες καταστάσεις όπως αυτή που έχει διαμορφωθεί τις τελευταίες εβδομάδες στο Αιγαίο.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ο νέος υπουργός Εξωτερικών, Ρεξ Τίλερσον, μόλις ανέλαβε τα καθήκοντά του, ενώ δεν υπάρχει αναπληρωτής υπουργός, ούτε έχει διοριστεί ακόμη αντικαταστάτης της κατεξοχήν αρμόδιας βοηθού υπουργού για Ευρωπαϊκές Υποθέσεις, Βικτόρια Νούλαντ. Ο κύριος λόγος ανησυχίας των Αμερικανών είναι η απρόβλεπτη συμπεριφορά του Ταγίπ Ερντογάν, που αντιμετωπίζει την υπόθεση της μη έκδοσης από την Ελλάδα των οκτώ Τούρκων στρατιωτικών μέσα από ένα συναισθηματικά φορτισμένο προσωπικό πρίσμα και, παράλληλα, δεν δείχνει να αντιλαμβάνεται τη λειτουργία του κράτους δικαίου, κάτι άλλωστε που έχει ρίξει σκιές και στις γερμανοτουρκικές σχέσεις λόγω των αντίστοιχων περιπτώσεων Τούρκων στρατιωτικών που δεν έχουν εκδοθεί από το Βερολίνο.
Ερωτηθείς για το πώς θα διαχειριστεί η κυβέρνηση Τραμπ την ένταση στο Αιγαίο μετά τη μη έκδοση των οκτώ Τούρκων στρατιωτικών, ο αντιπρόεδρος της RAND Corporation και πρώην πρέσβης στην Αθήνα, Τσάρλι Ρις, σημειώνει στην «Κ» ότι «οι ΗΠΑ αναμένεται να συνεχίσουν να ενθαρρύνουν τον διάλογο και τη διαμεσολάβηση για την αντιμετώπιση των θαλασσίων και άλλων διαφορών ανάμεσα στις δύο συμμάχους τους στο ΝΑΤΟ, την Ελλάδα και την Τουρκία».
Οι Αμερικανοί έχουν διαμηνύσει στην κυβέρνηση Τσίπρα ότι θεωρούν την κατάσταση πολύ σοβαρή και η γενική εκτίμηση που επικρατεί είναι πως η Αθήνα επιδεικνύει την απαραίτητη ωριμότητα και τηρεί χαμηλούς τόνους, έστω και αν αυτό δεν ισχύει στον ίδιο βαθμό για όλους τους εμπλεκόμενους υπουργούς, αν και δεν κάνουν διαχωρισμούς και βλέπουν την ελληνική στάση «συνολικά».
Παράλληλα, θετικά αποτιμάται η συγκρατημένη στάση που τηρεί η αξιωματική αντιπολίτευση και η αποφυγή διολίσθησης σε εθνικιστικές κορώνες. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει διαμηνύσει με πειστικό τρόπο στην αμερικανική κυβέρνηση ότι έχει αίσθηση των κινδύνων και σε καμία περίπτωση δεν θα επιχειρήσει να αξιοποιήσει πολιτικά την ένταση με την Αγκυρα.
Η αίσθηση στην Ουάσιγκτον είναι πως τα δεδομένα είναι σήμερα πολύ διαφορετικά σε σύγκριση με το ’96, κυρίως λόγω των αλλαγών στο πολιτικό αλλά και στο στρατιωτικό σκηνικό της Τουρκίας, όπου επικρατεί αβεβαιότητα, ενώ οι δίαυλοι επικοινωνίας μεταξύ Ουάσιγκτον και Αγκυρας έχουν περιοριστεί, αν δεν έχουν εκλείψει. Οι άνθρωποι που τα τελευταία χρόνια χειρίζονταν τις σχέσεις με την Τουρκία –ο αντιπρόεδρος Μπάιντεν, ο υπ. Εξωτερικών Κέρι, ο αρχηγός της CIA Μπρέναν– δεν υπάρχουν πλέον. Με την αλλαγή κυβέρνησης στις ΗΠΑ αυτό ήταν ώς ένα βαθμό αναμενόμενο, ωστόσο αυτήν τη φορά τα κενά είναι πολύ μεγαλύτερα, ενώ δεν διαφαίνεται ταχεία αναπλήρωσή τους.
Το πρόβλημα των «κενών θέσεων» δεν περιορίζεται στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ. Παρατηρείται και στο υπουργείο Οικονομικών, εξέλιξη που περιορίζει τις όποιες δυνατότητες αμερικανικής παρέμβασης και σε ό,τι αφορά το θέμα της αξιολόγησης της πορείας της ελληνικής οικονομίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι δεν υπάρχει ούτε υπουργός ούτε αναπληρωτής, αλλά ούτε και ο τρίτος στην ιεραρχία υφυπουργός για διεθνείς οικονομικές σχέσεις, στην αρμοδιότητα του οποίου εμπίπτουν η συνεργασία με την Ε.Ε. και η δράση στο πλαίσιο του ΔΝΤ, άρα και ο χειρισμός, άμεσος ή έμμεσος, του «ελληνικού ζητήματος». Φυσικά, ακόμη και αν πληρωθούν οι συγκεκριμένες θέσεις, δεν είναι βέβαιο ότι η κυβέρνηση Τραμπ θα υιοθετήσει την ίδια υποβοηθητική προς την Ελλάδα στάση ασκώντας πιέσεις ανάλογες με αυτές των τέως υπουργών Οικονομικών, Γκάιτνερ και Λιου, προς το Βερολίνο και στους κόλπους του ΔΝΤ.
Έντυπη Καθημερινή