Η Θεσσαλονίκη «δώρο» των ναζί στο Βελιγράδι
*αποσπάσματα από το βιβλίο «Ιβο Αντριτς. Μια ευρωπαϊκή ζωή» του Μίχαελ Μάρτενς, που θα κυκλοφορήσει σύντομα στη Γερμανία και δημοσιεύει η Έντυπη Καθημερινή
Τον Ιούνιο του 1939, η εθνικοσοσιαλιστική Γερμανία ζούσε μια λαμπρή επίσκεψη ξένου επισήμου: Ο πρίγκιπας Παύλος και η σύζυγός του, πριγκίπισσα Ολγα της Γιουγκοσλαβίας, επισκέπτονταν το Βερολίνο. Το γερμανικό ναζιστικό καθεστώς έκανε ό,τι μπορούσε ώστε να εμφανιστεί ως άψογος οικοδεσπότης. Οι δρόμοι της γερμανικής πρωτεύουσας ήταν στολισμένες με γιουγκοσλαβικές σημαίες ενώ ο υπουργός Προπαγάνδας Γιόζεφ Γκέμπελς διέταξε το κλείσιμο όλων των καταστημάτων, των υπηρεσιών και των σχολείων για να συγκεντρωθούν πλήθη κόσμου στους δρόμους και να επευφημήσουν τους υψηλούς επισκέπτες. Εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι βρίσκονταν στο πόδι, με 30.000 άνδρες των SA να φροντίζουν για τη δημόσια τάξη.
Ολη αυτή η κινητοποίηση είχε ένα σκοπό: Ο Χίτλερ ήθελε να πείσει τον πρίγκιπα διάδοχο Παύλο να συνάψει μια στρατηγική συμμαχία με τη Γερμανία, αποβλέποντας να διασφαλίσει το νοτιοανατολικό άκρο της γερμανικής επέλασης πριν από τη μεγάλη επίθεση εναντίον της Σοβιετικής Ενωσης. Ο Χίτλερ ωστόσο απέτυχε στον σκοπό του. Ο αγγλόφιλος πρίγκιπας Παύλος καταφέρνει με μαεστρία να απαλλαγεί από τον εναγκαλισμό του δικτάτορα και παρά το γεγονός ότι ανταλλάσσονται πολλές φιλοφρονήσεις, οι συζητήσεις δεν καταλήγουν σε ουσιαστική συμφωνία. «Προς τα έξω» ο Χίτλερ τηρεί τα προσχήματα, αλλά σε στενό κύκλο αποκαλεί τον Παύλο μετά την αναχώρησή του έναν «πρώτης τάξεως δειλό», που θα ήταν πιο ενδεδειγμένος ως τμηματάρχης κάποιου μουσείου παρά ως επικεφαλής κράτους.
Tο σκοτεινό σχέδιο
Αλλά ο Χίτλερ δεν το βάζει κάτω και αυξάνει την προσφορά του. Ρίχνει στο τραπέζι ένα εξαιρετικά ελκυστικό δέλεαρ για να πάρει με το μέρος του τη Γιουγκοσλαβία: προσφέρει τη Θεσσαλονίκη. Στο Βελιγράδι υπάρχει μια ομάδα Σέρβων αξιωματικών και πολιτικών που επιδιώκει –ήδη από τον Βαλκανικό Πόλεμο του 1912– να καταλάβει την πόλη, να την κερδίσει ως τρόπαιο πολέμου. Αν μετά την Ιταλία και η Γερμανία επετίθετο στην Ελλάδα, η χώρα θα κατέρρεε γρήγορα και προτού πέσει η Θεσσαλονίκη σε ιταλικά χέρια θα γινόταν σερβική. Ο Γιουγκοσλάβος δημοσιογράφος Ντανίλο Γκρέγκοριτς, ο οποίος ανέλαβε το 1941 ένα ρόλο μεσολαβητή μεταξύ Χίτλερ και πρίγκιπα Παύλου, περιέγραψε στο βιβλίο του
«Ετσι τελείωσε η Γιουγκοσλαβία», που εκδόθηκε το 1942 στα γερμανικά και στα σερβικά, τις σκέψεις που υπήρχαν τότε.
Ο Γκρέγκοριτς γράφει στο βιβλίο ότι είχε διατυπώσει το ενδιαφέρον του Βελιγραδίου για τη Θεσσαλονίκη για λογαριασμό του πρωθυπουργού της Γιουγκοσλαβίας Ντράγκισα Τσβέτκοβιτς ήδη από τον Ιούνιο του 1940 σε μια συνομιλία με τον Γερμανό πρέσβη στο Βελιγράδι, Βίκτορ φον Χέερεν. «Εθεσα το πρόβλημα για τα ανταποδοτικά οφέλη της Γιουγκοσλαβίας εάν εγκατέλειπε την ουδετερότητά της για να εκδηλωθεί ανοιχτά υπέρ του γερμανικού στρατοπέδου». Ο Γκρέγκοριτς είπε ότι το όφελος θα μπορούσε να είναι η Θεσσαλονίκη. Ο Φον Χέερεν είπε ότι θα μπορούσε να αναλογισθεί πώς μετά μια αναμενόμενη ήττα της Ελλάδας «θα μπορούσε η έξοδος της Γιουγκοσλαβίας στο Αιγαίο να αποτελέσει τη βάση για διαπραγματεύσεις».
Ο Γκρέγκοριτς υποστηρίζει ακόμη ότι ο πρωθυπουργός Τσβέτκοβιτς τον έστειλε να βολιδοσκοπήσει τους Γερμανούς λέγοντας: «Για τη Θεσσαλονίκη θα ταχθούμε ανοιχτά με το αντιβρετανικό μπλοκ». Αν αυτά τα λόγια όντως ειπώθηκαν ουδείς γνωρίζει, γεγονός είναι πάντως πως ο Γκρέγκοριτς ταξίδεψε και τον Νοέμβριο του 1940 σε ένα από πολλά ταξίδια διαμεσολάβησης στο Βερολίνο. Οι συνομιλίες του άφησαν ίχνη στα γερμανικά αρχεία.
Σύμφωνα με τα γερμανικά έγγραφα που βρίσκονται στο πολιτικό αρχείο του υπουργείου Εξωτερικών, ο Γκρέγκοριτς έγινε δεκτός από τον υπουργό Εξωτερικών του Χίτλερ, Γιόακιμ φον Ρίμπεντροπ. Στο Βελιγράδι είχε ξεκινήσει, το αργότερο μετά την ιταλική επίθεση στην Ελλάδα, μια ζωηρή συζήτηση για το ενδεχόμενο να γίνει η Θεσσαλονίκη μια γιουγκοσλαβική πόλη. Τον Νοέμβριο του 1940 σε έκθεση του Γερμανού πρέσβη στο Βελιγράδι αναφέρεται ότι στη Γιουγκοσλαβία «παίζουν με την ιδέα τελευταία σε σοβαρούς πολιτικούς κύκλους ότι θα γίνει δυνατόν με την κατάρρευση της Ελλάδας να καταληφθεί η Θεσσαλονίκη (σ.σ. από τη Γιουγκοσλαβία)».
Ο πρέσβης Φον Χέερεν αναφέρει στις 14 Νοεμβρίου του 1940: «Το ξέσπασμα του ιταλοελληνικού πολέμου με τον οποίο, όπως νομίζουν εδώ, επανατίθεται το ζήτημα της μελλοντικής εδαφικής διαμόρφωσης της Ελλάδας, ξαναζωντάνεψε σε σερβικούς κύκλους, πριν από όλα στις ένοπλες δυνάμεις, την παλιά σερβική επιθυμία για μια ελεύθερη πρόσβαση στο Αιγαίο μέσω της Θεσσαλονίκης…».
Σε έγγραφο που διαβαθμιζόταν ως «απόρρητο έγγραφο του Ράιχ» γίνεται αναφορά στον στρατιωτικό ακόλουθο της Γιουγκοσλαβίας Βλαντίμιρ Βάουχνικ, ο οποίος είπε σε Γερμανό αξιωματικό πως το Βελιγράδι «προβληματίζεται αναφορικά με τη Θεσσαλονίκη, για την οποία ενδιαφέρεται πάρα πολύ. Ο αρχηγός του γενικού επιτελείου της Γιουγκοσλαυίας που αποχώρησε πρόσφατα, ένας καλός και στοχοπροσηλωμένος στρατιώτης, ασχολείτο διαρκώς με την ιδέα ότι η Γιουγκοσλαυία θα μπορούσε με τη βοήθεια και τη σύμφωνη γνώμη της Γερμανίας να αποκτήσει τη Θεσσαλονίκη… Η προσωπική του άποψη, ωστόσο, είναι ότι αν η Γερμανία εισβάλει με τη Βουλγαρία στη Θράκη, θα μπορούσε να εισβάλει η ίδια (σ.σ. στη Θεσσαλονίκη)»…
«Σκέτη προδοσία στην Ελλάδα»
Στα απομνημονεύματά του, που εκδόθηκαν το 1963 στο Μπουένος Αϊρες, ο Βλαντίμιρ Βάουχνικ παραθέτει τελείως διαφορετικά τα γεγονότα. Αφενός δεν αμφισβητεί ότι γίνονταν διαπραγματεύσεις για τη Θεσσαλονίκη. Υποστηρίζει, ωστόσο, ότι «στα τέλη Νοεμβρίου ή στις αρχές Δεκεμβρίου» του 1940 έλαβε ένα τηλεγράφημα από το υπουργείο Πολέμου του Βελιγραδίου, στο οποίο του επισημαινόταν ο κίνδυνος να πέσει η Θεσσαλονίκη στα χέρια της Ιταλίας ή της Βουλγαρίας. «Μου δόθηκαν οδηγίες λοιπόν να έρθω σε επαφή αμέσως με τις εξέχουσες προσωπικότητες του Γ΄ Ράιχ και να βολιδοσκοπήσω αν το Γ΄ Ράιχ θα μπορούσε να επιβάλει –δρώντας ως μεσολαβητής ή απευθείας– ώστε η Θεσσαλονίκη να γίνει γιουγκοσλαβική».
Στη νοτιοαμερικανική εξορία, ο Βάουχνικ υποστηρίζει ότι ο ίδιος ήταν πάντα αντίθετος σε ένα τέτοιο σχέδιο, όπως εξάλλου και ο αρχηγός της διπλωματικής αποστολής, Ιβο Αντριτς (ο μετέπειτα κάτοχος του βραβείου Νομπέλ Λογοτεχνίας). «Ρώτησα τον επιτετραμμένο μας στο Βερολίνο δρ Αντριτς αν του ήταν γνωστές κάποιες προθέσεις της γιουγκοσλαβικής κυβέρνησης αναφορικά με τη Θεσσαλονίκη, πράγμα που αρνήθηκε κατηγορηματικά, υποστηρίζοντας κάτι που ανταποκρινόταν και στη δική μου θέση, ότι κάθε ενέργεια σε σχέση με τη Θεσσαλονίκη θα έπρεπε να χαρακτηρισθεί σαν μη φιλική, σαν σκέτη προδοσία στην Ελλάδα».
Ωστόσο, τα γερμανικά έγγραφα του 1941 μιλούν μια διαφορετική γλώσσα σε σχέση με τα απομνημονεύματά του. Η γερμανική πρεσβεία αναφέρει ότι το πρόβλημα «της προσάρτησης της Θεσσαλονίκης στη Γιουγκοσλαβία εξακολουθεί να συζητείται εντατικά στο Βελιγράδι. Σε σχέση με το ζήτημα αυτό τονίζεται από Γιουγκοσλάβους ειδικούς ότι ο πληθυσμός που κατοικεί στα σύνορα ανάμεσα στη Θεσσαλονίκη και στα σημερινά σύνορα της Γιουγκοσλαβίας είναι σλαβικής καταγωγής και έχει απλώς εξελληνισθεί. Θα χρειαστεί λίγος χρόνος για να βγουν και πάλι τα σλαβικά στοιχεία στην επιφάνεια». Ομως οι Κροάτες είναι αντίθετοι, όπως έχει μάθει η γερμανική πρεσβεία: «Οι Κροάτες απορρίπτουν κατά βάση ό,τι θα μπορούσε να συμβάλει στην ενίσχυση των Σέρβων…».
Ο υφυπουργός Φον Βαϊτσέκερ (ο γιος του οποίου έγινε αργότερα πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας) καταγράφει στις 3 Δεκεμβρίου του 1940 σε σημειώσεις του τι ακριβώς προσφέρει ο Χίτλερ στη Γιουγκοσλαβία: «Η Θεσσαλονίκη δωρεάν, διαφορετικά να μείνουμε εκτός αντιπαράθεσης, μονάχα μια μικρή προδοσία στην Ελλάδα και έτσι έμμεσα πατάμε και τη Βρετανία». Τον Ιανουάριο ο Βαϊτσέκερ επιστρέφει στα, εν τω μεταξύ περαιτέρω επεξεργασμένα, σχέδια για τον κατατεμαχισμό της Ελλάδας: «Στους Βούλγαρους υποσχεθήκαμε την έξοδο στο Αιγαίο ανάμεσα στον Στρυμώνα και στον Εβρο αν συμμετάσχουν στον άξονα… Τελικά θα πρέπει να εξυπηρετήσουμε και τους Σέρβους με τη Θεσσαλονίκη, για να τους μπουκώσουμε με κάτι».
Οι Βούλγαροι πράγματι είχαν στρέψει προσωρινά τη ματιά τους στη Θεσσαλονίκη. Ο Βούλγαρος πρέσβης στο Βερολίνο, Παρβάν Ντραγκάνοφ, δηλώνει τελικά ικανοποιημένος με τη Θράκη. Παρ’ όλα αυτά, παρακαλεί το γερμανικό υπουργείο Εξωτερικών το 1940 να μην υποσχεθεί τη Θεσσαλονίκη αμέσως και άνευ όρων, αλλά «υπό προϋποθέσεις κατά τη “σύνταξη του τελικού απολογισμού” και σαν ανταμοιβή για καλή συμπεριφορά». Ο Γιουγκοσλάβος διάδοχος Παύλος διστάζει, αλλά τον Μάρτιο του 1941 σπάει η παρατεταμένη αντίδρασή του. Μέσω του Γκρέγκοριτς συμφωνείται μια συνάντηση με τον Χίτλερ στο Μπερχτεσγκάντεν.
Ο υπουργός Φον Ρίμπεντροπ ενημερώνει τον πρέσβη Φον Χέερεν στο Βελιγράδι με τηλεγράφημα για την εξέλιξη: Ο Χίτλερ είπε στον πρίγκιπα διάδοχο ότι η Αγγλία έχει ήδη χάσει τον πόλεμο και είναι ώρα για όλες τις χώρες της Ευρώπης να προσαρμοσθούν στη νέα αρχιτεκτονική της Ευρώπης. Καθώς η κατάρρευση της Ελλάδας είναι απλά θέμα χρόνου, προσφέρεται στη Γιουγκοσλαβία μια μοναδική ευκαιρία, με την έγκαιρη προσέγγιση στον άξονα, να διασφαλίσει την επί μακρόν χρόνο πρόσβαση στο Αιγαίο. «Η Ελλάδα δεν θα είναι σε θέση να κρατήσει τις θέσεις της στη Θεσσαλονίκη και τα γερμανικά στρατεύματα θα αποσυρθούν κάποια μέρα από τα Βαλκάνια. Αν η Γιουγκοσλαβία δεν έχει διασφαλίσει εγκαίρως τις απαιτήσεις της διαρέχει τον κίνδυνο να αντικρύσει μια τρίτη δύναμη να αναπτύσσεται στο Αιγαίο», συνοψίζει ο Ρίμπεντροπ τα λόγια του Χίτλερ.
Ο τελευταίος υπόσχεται ότι η Γερμανία θα φροντίσει να πέσει η Θεσσαλονίκη στα χέρια της Γιουγκοσλαβίας. Ο πρίγκιπας Παύλος απαντάει ότι η λήψη μιας τέτοιας απόφασης του πέφτει πολύ δύσκολη, αναφέρει την καταγωγή της γυναίκας του και την προσωπική του συμπάθεια για την Αγγλία. Αλλά, παρ’ όλα αυτά, θέλει τη Θεσσαλονίκη. Για να ενισχύσει τις δεσμεύσεις του Χίτλερ, ο Ρίμπεντροπ στέλνει τηλεγράφημα στις 9 Μαρτίου στον Φον Χέερεν (σημειώνοντας) ότι η Γερμανία είναι έτοιμη να υποσχεθεί και γραπτώς την κατοχή της πόλης με μυστικό έγγραφο… Στις 17 Μαρτίου ο Φον Χέερεν στέλνει εξαιρετικά επείγον τηλεγράφημα (άκρως απόρρητο) απάντησης ότι η Γιουγκοσλαβία συμφώνησε στην προσχώρησή της στον άξονα. Κατόπιν τούτου στο Βελιγράδι δίνουν μεγάλη αξία σε ένα συμβατικό κείμενο με την ακριβή διατύπωση ότι για τη «νέα ρύθμιση» των συνόρων στα Βαλκάνια «θα ληφθεί υπ’ όψιν το ενδιαφέρον της Γιουγκοσλαβίας σε μια σύνδεση της επικράτειάς της με το Αιγαίο Πέλαγος και τη διεύρυνση της κυριαρχίας της στην πόλη και στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης».
Σε μια επίσης απόρρητη απάντηση το Βερολίνο επαναλαμβάνει ακριβώς αυτό το λεξιλόγιο, εκπληρώνοντας την επιθυμία του Βελιγραδίου. Ο Χίτλερ διαβεβαιώνει ακόμη τη Γιουγκοσλαβία ότι δεν θα ζητήσει δικαιώματα διέλευσης για τις δυνάμεις του ούτε και υποχρέωση στρατιωτικής συνδρομής. Αυτές είναι πολύ μεγαλύτερες παραχωρήσεις από εκείνες που έχουν πετύχει γι’ αυτές η Ουγγαρία, η Ρουμανία, η Σλοβακία και η Βουλγαρία όταν προσχώρησαν στον άξονα. Αν το δει κανείς βραχυπρόθεσμα, η Γιουγκοσλαβία διαπραγματεύθηκε επιτυχημένα. Στην πραγματικότητα, ωστόσο, βρέθηκε καθ’ οδόν προς τη συνενοχή της εγκληματικής γερμανοϊταλικής πολιτικής, όπως σημειώνει ο Φον Βαϊτσέκερ με ημερομηνία 25 Μαρτίου 1941: «Σημαντικό είναι μόνο η ντροπή της Γιουγκοσλαυίας σε ό,τι αφορά την ίδια που της υποσχόμαστε μυστικά τη Θεσσαλονίκη, δηλαδή ένα τμήμα του εδάφους τού μέχρι σήμερα συμμάχου της».
Η προσχώρηση της Γιουγκοσλαβίας στον άξονα υπογράφεται στις 25 Μαρτίου 1941 στο ανάκτορο Μπελβεντέρε της Βιέννης. Η συνθήκη ισχύει ένα 48ωρο. Τη νύχτα της 26ης προς 27η Μαρτίου 1941, μια ομάδα Σέρβων αξιωματικών κάνει πραξικόπημα με βρετανική υποστήριξη ενάντια τον πρίγκιπα διάδοχο Παύλο… Οταν ο Χίτλερ μαθαίνει την είδηση εκδηλώνει ένα από τα γνωστά ξεσπάσματά του και διατάζει, λίγες ώρες αργότερα, την καταστροφή όχι μόνο της Ελλάδας αλλά και της Γιουγκοσλαβίας, στην οποία δεν θα έπρεπε να επιτεθεί… Το τι συνέβη στη συνέχεια είναι ευρέως γνωστό.
Πρόκειται για αποσπάσματα από το βιβλίο «Ιβο Αντριτς. Μια ευρωπαϊκή ζωή» του Μίχαελ Μάρτενς, που θα κυκλοφορήσει σύντομα στη Γερμανία. Ο συγγραφέας χρησιμοποίησε πλήθος γερμανικών και σερβικών αρχείων.