Η πολιτική του Τραμπ έναντι της Ελλάδας θα φέρει την προσέγγιση με την Κίνα;
Δεν χρειάζεται να εξηγηθεί αναλυτικά ότι ο σημερινός Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, Ντόναλντ Τραμπ, ασκεί μια καθαρά προσωπική Διπλωματία αποκλειστικά για τα συμφέροντα του ίδιου και των προσωπικών του συμμάχων, Πούτιν και Ερντογάν.
Ο Αμερικανός Πρόεδρος όσο αφορά την Ανατολική Μεσόγειο και τα Βαλκάνια, κατάφερε μέσα σε λίγους μήνες, ούτε καν χρόνια, να αδειάσει την πολιτική των ΗΠΑ στην περιοχή, κάτι το οποίο είναι φυσικό επακόλουθο ότι θα φέρει και αλλαγές πολιτικής σε σχέση με συμμάχους στην περιοχή, όπως είναι η Ελλάδα.
Η Αθήνα κατάφερε με επιτυχία τα προηγούμενα χρόνια να γίνει κομμάτι των αμερικανικών συμφερόντων και να αποκτήσει κομβικό ρόλο στα συμφέροντα αυτά. Η ενέργεια είναι ο πυλώνας αυτής της Στρατηγικής Συνεργασίας η οποία είναι τμήμα της μερικής απεξάρτησης της Ευρώπης από το Ρωσικό φυσικό αέριο, και την απομάκρυνση της Γερμανικής επιρροής από τα Βαλκάνια και την Ανατολική Μεσόγειο.
Όμως όπως αποδεικνύεται, ο Αμερικανός Πρόεδρος είναι διατεθειμένος, προκείμενου να έχει την στήριξη των προσωπικών του συμμάχων, να προχωρήσει σε αλλαγές πολιτικής προκειμένου να έχει την στήριξη τους. Μέχρι στιγμής η μόνη αντίσταση που έχει σε αυτή την προσωπική αντζέντα είναι από τμήμα του Στέιτ Ντιπάρτμεντ και Αμερικανοί αξιωματούχοι σε όλο το κόσμο.
Πριν λίγες ώρες βάζοντας στην άκρη την πολιτική ετών του NATO για απομάκρυνση της Ρωσικής επιρροής στα Βαλκάνια, προχώρησε σε μια συμφωνία ανάμεσα στο Βελιγράδι και Πρίστινα, η οποία είναι πέρα από βέβαιο ότι έχει τις ευλογίες της Μόσχας. Η έγκριση της του Πούτιν για αυτή την Συμφωνία που βοηθά τον Τραμπ να φανεί ότι λύνει προβλήματα και θα τον βοηθήσει στις εκλογές του Νοεμβρίου, θα έχει γεωπολιτικά ανταποδοτικά οφέλη για την Ρωσία σε περιοχές που ο Τραμπ αφήνει “κενές” με την πολιτική του, και μια από αυτές είναι η Ανατολική Μεσόγειος και η Κύπρος. Η πρόσφατη άρση του εμπάργκο όπλων, όπως φάνηκε και από την αντίδραση της Πρέσβειρας των ΗΠΑ στην Λευκωσία, η οποία έτρεξε να δώσει εξηγήσεις στην Άγκυρα για αυτή την απόφαση, δείχνει ότι ο Τραμπ δεν είναι διατεθειμένος να στεναχωρήσει περισσότερο τους συμμάχους του.
Άλλωστε είναι τέτοιος ο χαρακτήρας του Αμερικανού Προέδρου που δεν κρύβει τις προθέσεις του. Όπως αναφέρουν και οι New York Times σε δημοσίευμα τους, κυριαρχεί η ανησυχία ότι σε περίπτωση επανεκλογής του, ο Ντόναλντ Τραμπ ίσως έχει την ευκαιρία να πραγματοποιήσει μια αμερικανική απόσυρση από το ΝΑΤΟ. Πρόσφατες αναφορές από πρώην υπευθύνους ασφαλείας της κυβέρνησης Τραμπ έχουν αυξήσει την ανησυχία σχετικά τόσο στην Ουάσινγκτον όσο και στην Ευρώπη. Η ανησυχία βασίζεται στο σενάριο ενθάρρυνσης του κ. Τραμπ από τυχόν επανεκλογή του, ενώ πλέον θα περιστοιχίζεται από δεύτερης διαλογής συμβούλους εθνικής ασφαλείας, ώστε πλέον να προχωρήσει σε υποβάθμιση ή εξ ολοκλήρου απόσυρση της αμερικανικής συμμετοχής στο Βορειοατλαντικό Σύμφωνο.
Επίσης, ο πρώην στενός του συνεργάτης και σύμβουλος εθνικής ασφάλειας Τζον Μπόλτον, έκανε την εκτίμηση ότι μια ενδεχόμενη δεύτερη θητεία του Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο θα είναι χειρότερη από την πρώτη. Μιλώντας σε εκπομπή του CNBC, ο Μπόλτον, του οποίου το πρόσφατο βιβλίο προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων και οργή στον Λευκό Οίκο, είπε: «Είμαι φοβισμένος γιατί μια δεύτερη θητεία του Ντόναλντ Τραμπ θα είναι χειρότερη από την πρώτη».
Η Ελληνική κυβέρνηση οφείλει, και το πράττει, να είναι προετοιμασμένη για το ενδεχόμενο επανεκλογής του Ντόναλντ Τραμπ. «Η παρουσία σας στην Ελλάδα σε αυτήν τη συγκυρία αποκτά αυξημένη σημασία, γιατί η Κίνα, ως μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, πρεσβεύει τις θέσεις αρχής του Διεθνούς Δικαίου». Αυτό ανέφερε ο Έλληνας Πρωθυπουργός κατά την συνάντηση του με τον Yang Jiechi μέλους του Πολιτικού Γραφείου του ΚΚ Κίνας.
Με την σειρά του ο Κινέζος Αξιωματούχος απάντησε στον Έλληνα Πρωθυπουργό «η ειρήνη και η σταθερότητα της περιοχής και του κόσμου είναι πάρα πολύ σημαντική. Η κινεζική πλευρά παρακολουθεί στενά τις τελευταίες εξελίξεις στην Ανατολική Μεσόγειο και θεωρούμε ότι οι εμπλεκόμενες πλευρές οφείλουν να λύσουν τις διαφορές μέσω διαλόγου και να αποφύγουν τις ενέργειες που μπορεί να κλιμακώσουν την κατάσταση»
Η Αθήνα σήμερα είναι σε θέση να διαπραγματευτεί μια διαφορετική σχέση με την Κίνα προς όφελος και των δύο πλευρών. Σε αντίθεση με την πολιτική του Πεκίνου στα Βαλκάνια, στην Τουρκία αλλά και σε άλλα μέρη του κόσμου όπου ασκεί εκβιαστική πολιτική μέσω της διαχείρισης χρέους και επενδύσεων, στην Ελλάδα θα έχει την ευκαιρία να εφαρμόσει ένα μοντέλο που θα περιβάλλεται με δημοκρατικές διαδικασίες