Η πολιτική γλώσσα του Ερντογάν και του Ισλάμ
Μάριος Λ. Ευρυβιάδης Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Νεάπολις Πάφος – huffingtonpost.gr
Η υπόθεση με την ομηρία, πλέον, των δυο Ελλήνων στρατιωτικών από το καθεστώς του Ερντογάν αναδεικνύει μια παράμετρο την οποία συνεχίζουμε να αγνοούμε αναφορικά με τις σχέσεις ανάμεσα σε Ελλάδα και Τουρκία ή, επί το ορθότερον και με αφορμή το παρόν κείμενο, τις σχέσεις ανάμεσα σε δυο κράτη, το ένα χριστιανικό και το άλλο μουσουλμανικό, ή το ένα μουσουλμανικό και το άλλο μη. Η παράμετρος αυτή αφορά στο ζήτημα της «πολιτικής επικοινωνίας» του μουσουλμανικού κράτους με ένα μη μουσουλμάνικο δηλαδή άπιστο κράτος.
Στην πραγματικότητα υφίσταται μεγάλο και ίσως αξεπέραστο χάσμα ανάμεσα στην πολιτική (ανατολίτικη) γλώσσα του Ισλάμ και στη δική μας πολιτική (δυτική) γλώσσα.
Στην περίπτωση ειδικά του ισλαμιστή ηγέτη της Τουρκίας, του Ταγίπ Ερντογάν, όλο και περισσότερο, είναι μέσα από το πρίσμα του Ισλάμ που πρέπει να ερμηνεύουμε και να αξιολογούμε τις πράξεις και τις αποφάσεις του ως ισλαμιστή ηγέτη. Ή να το θέσω διαφορετικά. Η μέχρι τώρα δική μας τάση να αγνοούμε τις κορανικές επιταγές στη λήψη αποφάσεων εκ μέρους του θεοφοβούμενου Ερντογάν, αποδεικνύεται λανθασμένη και με αρνητικές συνέπειες για τον Ελληνισμό.
Ο Ερντογάν αυτοπροσδιορίζεται πρώτα ως μουσουλμάνος και μετά ως Τούρκος. «Έχουμε μόνο μια έγνοια, Ισλάμ, Ισλάμ, Ισλάμ», υπογράμμιζε σε δημόσιο χώρο στη Τζακάρτα της Ινδονησίας – της μεγαλύτερης μουσουλμανικής χώρας στον κόσμο – τον Ιούλιο του 2016. Και με «Ισλάμ, Ισλάμ, Ισλάμ», εννοεί την Σουννιτική (ορθόδοξη) ερμηνεία του Κορανίου την οποία ασπάζεται η μεγάλη πλειοψηφία των μουσουλμάνων. (Οι υπόλοιποι μουσουλμάνοι, Σιίτες, Αλεβίτες, Αλαουίτες κλπ,- που είναι εκατομμύρια μόνο στην Περσία – θεωρούνται άπιστοι και ευκαιρίας δοθείσης – όπως π.χ. στη Συρία σήμερα – καταπολεμούνται και σφάζονται, όπως και οι μη μουσουλμάνοι διότι αυτό επιτάσσει το Κοράνι).
Δεν υποβαθμίζω τον «τουρκισμό» του Ερντογάν, ούτε και αγνοώ την υφιστάμενη συμμαχία του με τους Γκρίζους Λύκους. Όμως η προσωπική, δημόσια και πολιτική του συμπεριφορά ταυτίζεται με τον ισλαμικό νόμο, δηλαδή τη σαρία και γενικά τις (Σουννιτικές) επιταγές του Κορανίου.
Ας θυμηθούμε πως η βάση και επίκεντρο της αποτυχημένης του προσπάθειας να ανοίξει διάλογο με το κουρδικό στοιχείο της Τουρκίας (2015-16) υπήρξε το σουννιτικό Ισλάμ που υποτίθεται θα «άμβλυνε» τον εθνικισμό Κούρδων και Τούρκων, κάτω από την ομπρέλα του μουσουλμανισμού. Ο δε κοινός παρονομαστής της συνεχιζόμενης εισβολής στη Συρία – όλη η συνθηματολογία και σημειολογία του πολέμου και η «ενοποίηση» των ετερόκλητων αντισυριακών δυνάμεων – είναι το Ισλάμ.
Στη περίπτωση του Ερντογάν έχουμε την προσπάθεια οικοδόμησης και υλοποίησης μιας διαφορετικής πολιτικής για «ενότητα» από αυτή που επιχείρησαν οι κεμαλιστές- εθνικιστές της χούντας του Εβρέν την δεκαετία του 1980. Τότε επιχειρήθηκε να οικοδομηθεί η λεγόμενη «τούρκο-ισλαμική σύνθεση» αλλά με κυρίαρχο στοιχείο τον τουρκικό εθνικισμό. Η πολιτική αυτή απέτυχε με την άνοδο και κυριαρχία του πολιτικού Ισλάμ. Σήμερα ο Ερντογάν επιχειρεί την ενότητα από την ανάποδη – μέσω μιας «ισλαμο-τουρκικής σύνθεσης».
Ως τελευταίο δείγμα γραφής του ισλαμoκεντρισμού του Έρντογάν – πέραν των καθημερινών μέτρων που λαμβάνονται για τη δημιουργία μιας πιό «θρησκευτικής γενιάς» – είναι και ο αποχαρακτηρισμός των οθωμανικών αρχείων πληθυσμού από το 1880 που επιτρέπει στους Τούρκους πολίτες να εντοπίσουν τις «εθνοτικές» τους καταβολές. Και δεν αποτελεί έκπληξη – εξάλλου ήταν ήδη γνωστό από υφιστάμενες επιστημονικές μελέτες- ότι η πλειοψηφία των Τούρκων δεν έχουν ασιατική καταγωγή. Πολιτικός δε στόχος του αποχαρακτηρισμού των εγγράφων είναι να αναδειχθεί το κοινό και ενωτικό στοιχείο του Ισλάμ σε μια πολυεθνική και πολυπολιτισμική χώρα όπως είναι η Τουρκία.
Για τον Ερντογάν αρχή και τέλος της πολιτικής με πιστούς ή άπιστους είναι το κορανικό εδάφιο (σούρα), «Υπάκουε στον Θεό, υπάκουε στον Προφήτη Του και υπάκουε σε εκείνους που σε εξουσιάζουν». Κατά τους μελετητές του Ισλάμ το συγκεκριμένο αυτό εδάφιο χρησιμεύει ως το «αφετηριακό σημείο των περισσοτέρων ισλαμικών διδαχών περί πολιτικής». Επί πλέον κατά μουσουλμάνους ερμηνευτές πολιτική υπακοή οφείλεται ακόμη και σε ένα «Φαραώ» δηλαδή σε κάποιο ηγέτη/χαλίφη που δεν αποδίδει δικαιοσύνη και που λειτουργεί αυθαίρετα διότι αντίδραση/επανάσταση κατά ενός τέτοιου ηγέτη/χαλίφη μπορεί να οδηγήσει στην αναρχία, που είναι χειρότερο από ένα ηγέτη «Φαραώ».
Είναι γεγονός πως ο Ερντογάν έχει κερδίσει 16 εκλογικές αναμετρήσεις. Όμως τις νίκες του δεν τις αντιλαμβάνεται ως αποτέλεσμα της κάλπης, αλλά ως ευλογία και αμοιβή από τον Αλλάχ και ως απόδειξη της πίστης του. Συνεπώς και η «νομιμότητα» της δική του εξουσίας προκύπτει από την υπακοή του και, στη βάση αυτή, οφείλεται υπακοή και σε αυτόν – αυτόν που εξουσιάζει, κατά το Κοράνι – από τους πιστούς.
Αυτό που εμείς δεν κατανοούμε είναι πως οι ισλαμιστές μιλούν μια άλλη γλώσσα μεταξύ τους που απευθύνεται στα μέλη της κοινότητας των πιστών, της Ούμας, και της οποίας η γραμματική απέχει κατά παρασάγγας από τη δική μας- τη δυτική πολιτική γλώσσα. Και είναι με τη γλώσσα αυτή που πορεύονται και την οποία εμείς δεν γνωρίζουμε καν, ενώ δεν κάνουμε και καμιά προσπάθεια να την μάθουμε, πιστεύοντας πως εμείς και ο Ερντογάν μιλούμε την ίδια γλώσσα και πως μέσω αυτής θα βρούμε λύσεις.
Την πολιτική αυτή γλώσσα του Ισλάμ έπρεπε και πρέπει να μάθουμε. Αλλιώς δεν μπορούμε να κατανοήσουμε τους Τούρκους ισλαμιστές και τον ευλογημένο από τον Αλλάχ Μεγάλο τους Ηγέτη, τον Ταγίπ Ερντογάν. Όταν η θεώρησή μας για τον κόσμο και τα πράγματα είναι λανθασμένη, όσο και να προσπαθούμε να επιλύσουμε ένα πρόβλημα, πάντοτε θα αποτυγχάνουμε. Η συνθήκη αυτή αποτελεί νομοτελειακό νόμο της (δυτικής) λογικής.
Μια από τις αγαπημένες φράσεις του Ερντογάν σε πιστούς και άπιστους είναι πως ο καθένας πρέπει να «γνωρίζει τη θέση του” (“haddini bil”) στην ιεραρχία των πραγμάτων όπως αυτή προκύπτει μέσα από τo Ισλάμ και μέσα στην οποία ο ίδιος κατέχει κυρίαρχη θέση με τις ευλογίες του Αλλάχ. Με την επιθετική του συμπεριφορά σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, την συγκεκριμένη αυτή φράση την απαντούμε όλο και πιο συχνά. Για παράδειγμα στη «θέση» τους έβαλε πρόσφατα τον ΥΠΕΞ των Αραβικών Εμιράτων ό οποίος κατηγόρησε του Οθωμανούς προγόνους του πως φεύγοντας λεηλάτησαν την Αραβία στη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου – «ποιος είσαι εσύ; Δεν ξέρεις τη θέση σου. Μάθε τη θέση σου», τον κατακεραύνωσε δημόσια. Με τον ίδιο τρόπο απευθύνθηκε προς τον Πρόεδρο της Γαλλίας όταν ο τελευταίος δήλωσε πρόσφατα την υποστήριξη του προς τους Κούρδους της Συρίας. Το τελευταίο παράδειγμα είναι οι μύδροι που εξαπέλυσε κατά του Πρωθυπουργού του Κοσόβου, όταν ο τελευταίος αγνόησε τη «θέση» του και διαμαρτυρήθηκε δημόσια για την απαγωγή Τούρκων υπηκόων από τις τουρκικές μυστικές υπηρεσίες και την μεταφορά τους από το Κόσοβο στην Τουρκία.
Περιττό να λεχθεί πως με τον ίδιο απαξιωτικό τρόπο και με ύφος αφέντη, ο Ερντογάν και το σινάφι του συμπεριφέρονται κατά της Ελλάδας και της Κύπρου. Αθήνα και Λευκωσία θα πρέπει να «μάθουν τη θέση τους» και να προσαρμόσουν τη συμπεριφορά τους. Ωστόσο, στην περίπτωση ειδικά Ελλάδας η συμπεριφορά Ερντογάν περιορίζεται, όσο και να ακούγεται σε κάποιους παράξενο, από την οργανωμένη ισχύ της Ελλάδας – την στρατιωτική. Δεν είναι απολύτως σίγουρος ο Ερντογάν πως ο Αλλάχ θα τον ευλογήσει ώστε να βγει κερδισμένος από μια πιθανή στρατιωτική αντιπαράθεση. Υπάρχει η πιθανότητα να θέλει ο Αλλάχ να τον τιμωρήσει για κάποιο του αμάρτημα, όπως παρολίγον να γίνει στις εκλογές του Ιουνίου του 2015, όταν δεν του «χάρισε» την πλειοψηφία που αναζητούσε. Τότε ο Ταγίπ είχε εξαφανιστεί για τρεις ολόκληρες μέρες προσευχόμενος και αναλογιζόμενος ποια αμαρτία διέπραξε.
Ακριβώς επειδή ο Ταγίπ δεν μπορεί να είναι είναι σίγουρος για μια τζιχαντιστική νίκη επί της Ελλάδας, ο μόνος αποτελεσματικός τρόπος αντιμετώπισης του παραμένει αυτός της στρατιωτικής αποτροπής. Αυτή πρέπει να εκδηλώνεται με λόγια αλλά και με πράξεις ώστε οι ισλαμιστές της Άγκυρας να μην έχουν αμφιβολία ως προς την ελληνική αποφασιστικότητα. Διότι, και σε τελική ανάλυση παραμένει, πάντοτε, επίκαιρη η εκτίμηση Ισραηλινού διπλωμάτη, που υπηρετούσε στην Άγκυρα στις αρχές της δεκαετίας του 1950, προς τους προϊσταμένους τους στο Τελ Αβίβ: «Πάνω από όλα, αυτοί (οι Τούρκοι) σέβονται τη δύναμη και όσο πιο απροκάλυπτα αυτή εκδηλώνεται, τόσο περισσότερο τους αρέσει, την εκτιμούν, και την κατανοούν».