Η κρίση του 1987 με τα μάτια των Βρετανών
“Η πρωθυπουργός εξέφρασε την ευγνωμοσύνη της στον Γενικό Γραμματέα για τις προσπάθειές του να σημειωθεί πρόοδος ώστε να έχουμε λύση. Επραξε ό,τι ήταν δυνατό για να πείσει τον πρόεδρο Κυπριανού να δεχθεί τις έγγραφες αποδείξεις του Γενιικού Γραμματέα”.
Η διαπίστωση αυτή περιλαμβάνεται στα συμπεράσματα της συνάντησης που είχε η πρωθυπουργός της Βρετανίας Μάργκαρετ Θάτσερ με τον γγ. των Ηνωμένων Εθνών Χαβιέρ Περέζ ντε Κουεγιάρ στο Λονδίνο (14 Μαίου, 1986). Ο σχετικός φάκελος (PREM 19/1995) είναι μέρος των αρχείων του πρωθυπουργικού γραφείου (Prime Minster’s Office) και του υπουργικού συμβουλίου (Cabinet Office) που αποχαρακτηρίσθηκαν στις αρχές της εβδομάδας (15,16 Φεβρουαρίου) από τη βρετανική κυβέρνηση. Τα έγγραφα καλύπτουν κυρίως την περίοδο 1986-1988 και αφορούν ποικιλία θεμάτων που έχουν σχέση με τη διακυβέρνηση της χώρας και με την εξωτερική πολιτική. Ενδεικτικά αναφέρουμε το σκάνδαλο των ελικοπτέρων Γουέστλαντ, τον κεφαλικό φόρο (poll tax), τους Αγώνες της Κοινοπολιτείας στο Εδιμβούργο, τις σχέσεις με τη Σοβιετική Ενωση και την τότε Ευρωπαική Κοινότητα (ΕΟΚ).
Θέματα ελληνικού ενδιαφέροντος στα πρακτικά των συνεδριάσεων του υπουργικού συμβουλίου (CAB) είναι οι εκτιμήσεις των κυβερνήσεων της Μάργκαρετ Θάτσερ για την ένταση στις σχέσεις της Ελλάδας με την Τουρκία το Μάρτιο του 1987 – έξοδος του Σισμίκ για έρευνες στο Αιγαίο – και για τη στάση της κυβέρνησης Παπανδρέου όσον αφορά την ένταξη της Τουρκίας στην ΕΟΚ τον Απρίλιο του ιδίου έτους – πρώτη φορά η Ελλάδα ασκεί βέτο – ενώ έχουμε και την άποψη του υπουργού των Εξωτερικών σερ Τζέφρει Χάου για τις συνομιλίες του Τουργκούτ Οζάλ με τον Ανδρέα Παπανδρέου τον Ιούνιο του 1988 στην Αθήνα. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ο φάκελος που αναφέρεται στο Κυπριακό και στις συνομιλίες που είχε Μάργκαρετ Θάτσερ με τον Χαβιερ Περέζ ντε Κουεγιάρ κατά την περίοδο 1984-1986.
Ελληνοτουρκικές σχέσεις – Η κρίση στο Αιγαίο
Το 1987 η έξοδος του τουρκικού ερευνητικού σκάφους Σισμίκ για έρευνες στο Αιγαίο έφερε, για πρώτη φορά μετά το 1974, την Ελλάδα και την Τουρκία πολύ κοντά στον πόλεμο. Τα τουρκικά μέσα ενημέρωσης παρουσίασαν χάρτες με την πορεία που θα ακολουθούσε το πλοίο. Σαμοθράκη, Ίμβρος και Λήμνος. Στην Αθήνα προκλήθηκε ένταση και η ελληνική πολεμική μηχανή κινητοποιήθηκε άμεσα. “Μια πιθανή κρίση πρόκυψε στο Αιγαίο την περασμένη εβδομάδα, μετά την απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης να εθνικοποιήσει πεδίο εξόρυξης πετρελαίου σε αμφισβητούμενη θαλάσσια περιοχή μεταξύ της Ελλάδας και της Τουρκίας”, αναφέρει στη συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου ο Βρετανός υπουργός των Εξωτερικών σερ Τζέφρει Χάου. Οπως επισημαίνει ο ίδιος , εκείνες τις ημέρες ήταν τυχαία στο Λονδίνο ο Τούρκος πρωθυπουργός Τουργκούτ Οζάλ και ο σερ Τζέφρει Χάου είχε την ευκαιρία να του μιλήσει δύο φορές με στόχο την αποκλιμάκωση της έντασης στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. “Η απόφαση του κ. Οζάλ να αποσύρει το ερευνητικό σκάφος συνέβαλε στην εκτόνωση της κρίσης. Θα πρέπει να εξευρεθεί τρόπος για να επιλυθεί το πρόβλημα της υφαλοκρηπίδας στο Αιγαίο”, σημειώνει ο Βρετανός υπουργός των Εξωτερικών (CAB 128/85, 26 Μαρτίου 1987).
Η ένταξη της Τουρκίας στην ΕΟΚ
Στις 14 Απριλίου του 1987, η Τουρκία υποβάλλει αίτηση πλήρης προσχώρησης στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα. “Αναμένεται η Ευρωπαική Επιτροπή να εξετάσει τη σχετική αίτηση και να εκφράσει τη γνώμη της. Η διαδικασία αυτή θα πάρει χρόνο καθώς το κόστος της ένταξης είναι σημαντικό και τα ζητήματα που έχουν σχέση με την τουρκιή ένταξη είναι δύσκολα”, υπογραμμίζει στο υπουργικό συμβούλιο η υφυπουργός των Εξωτερικών βαρόνη Γιάνγκ (CAB 128/87, 23 Απριλίου 1987). Μια εβδομάδα αργότερα, στην επόμενη συνεδρίαση του υπουργικού συμββουλίου, ο υπουργός των Εξωτερικών σερ Τζάφρει Χάου επισημαίνει – “μετά την έντονη αντίθεση της Ελλάδας, η τουρκική αίτηση παραπέμφθηκε στην Ευρωπαική Επιτροπή, όπως είναι σύνηθες, η οποία και θα την εξετάσει για να εκφέρει γνώμη. Θα χρειασθούν τουλάχιστον δύο ή τρία χρόνια πριν έχουμε την άποψη της Ευρωπαικής Επιτροπής” (CAB 128/87, 30 Απριλίου 1987).
Στη συζήτηση που επακολούθησε, στα πλαίσια του υπουργικού συμβουλίου, τονίσθηκε ο στρατηγικός ρόλος της Τουρκίας και η σπουδαιότητά της ως χώρας-μέλους του ΝΑΤΟ – “πρέπει να διατηρήσουμε την Τουρκία ως αποτελεσματικό μέλος της Δυτικής Συμμαχίας” – παράλληλα όμως έγινε αποδεκτό ότι το κόστος της ένταξης της Τουρκίας στην ΕΟΚ για το Ηνωμένο Βασίλειο, αλλά και για το σύνολο των χωρών μελών της Κοινότητας, θα μπορούσε να ήταν τεράστιο. Η Κοινότητα δεν ήταν σε θέση να αποδεχθεί στους κόλπους της μια άλλη χώρα όταν ακόμη προσπαθούσε να προσαρμοσθεί μετά την πρόσφατη ένταξη της Ισπανίας και της Πορτογαλίας. Εξάλλου, εκτιμούσαν τα μέλη του υπουργικόυ συμβουλίου της κυβέρνησης Θάτσερ, η προσχώρηση της Τουρκίας θα ανέτρεπε την ισορροπία δυνάμεων στην ΕΟΚ υπέρ των κρατών της νότιας Ευρώπης. “Η αίτηση θα πρέπει να αντιμετωπισθεί με τον ορθόδοξο τρόπο αλλά δεν θα είναι έκπληξη αν τα συμπεράσματα παραπέμπουν στις ελληνικές καλένδες” , επισημαίνεται στα πρακτικά εκείνης της συνεδρίασης (CAB 128/87, 30 Απριλίου 1987).
Η επίσκεψη Οζάλ στην Αθήνα
Τον Ιανουάριο του 1988, στο Νταβός της Ελβετίας, ο Ανδρέας Παπανδρέου και ο Τουργκούτ Οζάλ, συμφώνησαν στην εξομάλυνση των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Ήταν μια σημαντική πρωτοβουλία των δύο πρωθυπουργών, μετά από μία έντονη περίοδο κρίσεων, με πρώτη την κρίση του Μαρτίου το 1987. Τη συνάντηση του Νταβός, ακολούθησαν δύο συναντήσεις των ελληνοτουρκικών επιτροπών στην Ελλάδα και την Τουρκία αντίστοιχα, η επίσημη επίσκεψη του Οζάλ στην Αθήνα (Ιούνιος 1988) και η νέα συνάντηση κορυφής στις Βρυξέλλες (Μάιος 1988).
Παρά την αλλαγή κλίματος στις σχέσεις της Ελλάδας με την Τουρκία και τον “ενθουσιαμό” που επικρατούσε και στις δύο χώρες για τις “ευοίωνες” προοπτικές των ελληνοτουρκικών σχέσεων, η βρετανική κυβέρνηση ήταν επιφυλακτική. “Η συνολική εικόνα στις σχέσεις Ελλάδας-Τουρκίας παραμένει σε γενικές γραμμές αμετάβλητη μετά τη συνάντηση κορυφής μεταξύ του Τούρκου πρωθυπουργού Τουργκούτ Οζάλ και του Ελληνα ομολόγου του Δρ. Ανδρέα Παπανδρέου στις αρχές της εβδομάδας στην Αθήνα”, αναφέρει ο σερ Τζέφρει Χάου (CAB 128/90, 16 Ιουνίου 1988). Ο Βρετανός υπουργός των Εξωτερικών , σπεύδει να πληροφορήσει τους συναδέλφους του στο υπουργικό συμβούλιο ότι ο Παπανδρέου, πρίν συναντηθεί με τον Οζάλ στην ελληνική πρωτεύουσα, είχε συνομιλίες με το νέο πρόεδρο της Κύπρου Γιώργο Βασιλείου. Ο Βασιλείου είχε αναδειχθεί στο ανώτατο αξίωμα της Κυπριακής Δημοκρατίας μετά το δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών στις 21 Φεβρουαρίου του 1988. Σύμφωνα με τον σερ Τζέφρει Χάου, ο Γιώργος Βασιλείου όταν συναντήθηκε με τον Ανδρέα Παπανδρέου είχε ήδη δηλώσει ότι ήταν πρόθυμος να συνεργασθεί με τον γγ. του ΟΗΕ Χαβιέρ Περέζ ντε Κουεγιάρ και δεν απέκλειε συνάντηση με τον Τουρκοκύπριο ηγέτη Ραούφ Ντεκτάς. Πάντως, όπως υπογραμμίζει ο Βρετανός υπουργός των Εξωτερικών, ο νέος πρόεδρος της Κύπρου παρέμενε επιφυλακτικός αναφορικά με τις προοπτικές να σημειωθεί πρόοδος στις συνομιλίες για την επίλυση του Κυπριακού (CAB 128/90, 16 Ιουνίου 1988).
Κυπριακό – Χαβιέρ Περέζ ντε Κουγιάρ : “Αρνητικός και μη συνεργάσιμος ο Ντενκτάς”
Ο γενικός γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών Χαβιέρ Περέζ ντε Κουεγιάρ, τον Μάρτιο του 1984, υπέβαλε στην ελληνοκυπριακή και τουρκοκυπριακή πλευρά ένα πακέτο-προτάσεων από πέντε σημεία, σε μια προσπάθεια να προετοιμάσει το έδαφος για μια νέα συνάντηση υψηλού επιπέδου και να αποτρέψει επιδείνωση της κατάστασης μετά την ανακήρυξη του “ανεξαρτήτου τουρκοκυπριακού κράτους” από τον Ραούφ Ντενκτάς (13 Νοεμβρίου 1983). Ο Περέζ ντε ΚοΥεγιάρ είχε προτείνει, μεταξύ άλλων, μια σειρά από μέτρα καλής θέλησης που περιλάμβαναν τη μεταβίβαση του ελληνικού τομέα της Αμμοχώστου (Βαρώσια) υπό την προσωρινή διοίκηση των Ηνωμένων Εθνών και σε μεταγενέστερο στάδιο, επανεγκατάσταση στην περιοχή αυτή των Ελληνοκυπρίων κατοίκων της. Η ελληνοκυπριακή πλευρά αποδέχθηκε τις προτάσεις αυτές, σε αντίθεση με την τουρκοκυπριακή ηγεσία που χρησιμοποίησε διάφορες μεθόδους καθυστέρησης. Αντί για απάντηση, ανακοίνωσε στις 10 Απριλίου 1984, ότι η “βουλή” του ψευδοκράτους είχε αποφασίσει να διεξάγει τον Αύγουστο “δημοψήφισμα” για ένα νέο “σύνταγμα” και να προχωρήσει σε ” γενικές εκλογές” τον Νοέμβριο.
Στις συνομιλίες που είχε η Μάργαρετ Θάτσερ με τον γγ. του ΟΗΕ στο Λονδίνο (16 Απριλίου 1984), η πρωθυπουργός της Βρετανίας σημείωσε ότι – “ήταν δύσκολο να δει το δρόμο προς τα εμπρός”. Σύμφωνα με τον γενικό γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών, παρά τις προσπάθειες του ειδικού αντιπροσώπου του Ούγκο Γκόμπι, ο Ραούφ Ντενκτάς παρέμενε αρνητικός και μη συνεργάσιμος. Ο ΟΗΕ είχε προτείνει στον ηγέτη των τουρκοκυπρίων ένα “πακέτο” που προέβλεπε πάγωμα της διαδικασίας για την ανακήρυξη ανεξαρτήτου τουρκοκυπριακού κράτους και παραχώρηση των Βαρωσίων και της γειτονικής ενδοχώρας στον έλεγχο των Ηνωμένων Εθνών με αντάλλαγμα την εγκατάλειψη του στόχου της διεθνοποίησης του Κυπριακού από την πλευρά των ελληνοκυπρίων. Τις σχετικές προτάσεις είχε φανεί – “να τις βρίσκει ενδιαφέρουσες τον περασμένο Ιανουάριο και ο πρόεδρος Εβρέν”. Ξαφνικά όμως ο Ντενκτάς αποφάσισε να προχωρήσει στην παγίωση του “τουρκοκυπριακού κράτους” και είχε αρχίσει να εργάζεται για ένα νέο σύνταγμα. Αυτή η τακτική ήταν τελείως αντίθετη από τους στόχους του Περέζ ντε Κουεγιάρ. Η τουρκοκυπριακή πλευρά κωλυσιεργούσε και δεν ανταποκρινόταν στις προτάσεις του Γενικού Γραμματέα ενώ παράλληλα έπαιρνε αποφάσεις που ήταν κάθε άλλο παρά υποβοηθητικές. Επι παραδείγματι υπήρχαν σκέψεις για τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος τον Αύγουστο. “Ισως τελικά υποχρεωθεί (ο γγ.του ΟΗΕ) να εκθέσει την κατάσταση στο Συμβούλιο Ασφαλείας , αν δεν το κάνει κατά πάσα πιθανότητα οι αδέσμευτες χώρες θα του ζητήσουν να κάνει τη σχετική έκθεση”, επισημαίνεται στα πρακτικά της συνάντησης του Χαβιέρ Περέζ ντε Κουεγιάρ με τη Μάργκαρετ Θάτσερ (PREM 19/1995, 16 Απριλίου 1984).
Tζον Τόμσον : “O πρόεδρος Εβρέν είναι το κλειδί”
Στη συνάντηση εκείνη, ο μόνιμος αντιπρόσωπος της Βρετανίας στα Ηνωμένα Εθνη, σερ Τζον Τόμσον, θεώρησε ότι το “κλειδί” για να ξεπεραστεί το αδιέξοδο ήταν ο Τούρκος πρόεδρος Κενάν Εβρέν, που είχε καταλάβει πραξικοπηματικά την εξουσία στην Τουρκία στις 12 Σεπτεμβρίου 1980. Μεχρι ποιό βαθμό λοιπόν μπορούσε ο Περέζ ντε Κουεγιάρ να επηρεάσει τον Εβρέν ; Κατά τον γγ. του ΟΗΕ, ο Εβρέν δεν του είχε δώσει καμμία υπόσχεση όταν τον είχε συναντήσει στην Καζαμπλάνκα και ο Ντεκτάς από τη μεριά του συνέχιζε να εκμεταλλεύεται τις εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις στην Τουρκία. Εξάλλου, όπως τόνισε η πρωθυπουργός Μάργκαρετ Θάτσερ, δεν ήταν μάλλον συνετό – “η θέση αυτή αγγίζει θέματα εθνικής υπερηφάνειας” – η πρόοδος στις συνομιλίες για την επίλυση του Κυπριακού να συνδέεται με την αμερικανική βοήθεια προς την Τουρκία. “Δεν θα πρέπει να λησμονούμε τη στρατηγική σημασία της Τουρκίας”, υπογράμμισε η Βρετανίδα πρωθυπουργός. Από την πλευρά του ο Χαβιέρ Περέζ ντε Κουεγιάρ τόνισε ότι η Τουρκία ήταν η μόνη χώρα που υποστήριζε το “ανεξάρτητο τουρκοκυπριακό κράτος”. Αν ο Ντενκτάς ήταν – “πονηρός” – θα μπορούσε να αποδεχθεί το “πακέτο” του ΟΗΕ με αντάλλαγμα τη δέσμευση από τη μεριά των ελληνοκυπρίων ότι θα ματαίωναν τις προσπάθειες για τη διεθνοποίηση του προβλήματος και θα προχωρούσαν στην άρση του οικονομικού εμπάργκο εις βάρος της βόρειας Κύπρου (PREM 19/1995, 16 Απριλίου 1984).
Θάτσερ : “O Κυπριανού δεν άκουσε τη συμβουλή μου”
To 1985 , μεταξύ 17 και 20 Ιανουαρίου, πραγματοποιήθηκε η συνάντηση κορυφής μεταξύ του προέδρου Κυπριανού και του Τουρκοκύπριου ηγέτη Ραούφ Ντενκτάς στη Νέα Υόρκη. Ο στόχος της συνάντησης ήταν οι δύο ηγέτες να προχωρήσουν από το πλαίσιο που επεξεργάστηκαν κατά τη διάρκεια των εκ του σύνεγγυς συνομιλιών σε κατάληξη συμφωνίας. Τρείς μέρες μέτα τη λήξη της συνάντησης κορυφής, ο Χαβιέρ Περέζ ντε Κουεγιάρ συναντήθηκε με τη Μάργκαρετ Θάτσερ στη Ντάουνινγκ Στριτ. Η Βρετανίδα πρωθυπουργός αφού εκφράζει την απογοήτευσή της επειδή δεν είχε επέλθει συμφωνία στις συνομιλίες της Νέας Υόρκης – “ενώ φάνηκε ότι οι δύο ηγέτες είχαν φθάσει πολύ κοντά….” – επαναλαμβάνει στον Πέρεζ ντε Κουεγιάρ αυτά που είχε συμβουλέυσει τον πρόεδρο Κυπριανού όταν τη συνάντησε στο Λονδίνο, λίγες μέρες πριν τις συνομιλίες με τον Ντεκτάς στη Νέα Υόρκη. “Είναι φανερό ότι ο Κυπριανού δεν έλαβε σοβαρά υπόψη του τη συμβουλή μου”, παρατήρησε η Μάργκαρετ Θάτσερ (PREM 19/1995, 23 Ιανουαρίου 1985).
Θάτσερ : “Αφήστε το θέμα των τουρκικών στρατευμάτων για αργότερα”
Η προτροπή της Θάτσερ προς τον πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας ήταν στις απευθείας συνομιλίες με τον ηγέτη των τουρκοκυπρίων αρχικά να επικέντρωνε την προσοχή του στην επίλυση των διαφορών που θα αφορούσαν το νέο σύνταγμα σε ένα μελλοντικό ομόσπονδο Κυπριακό Κράτος και να άφηνε το θέμα της απομάκρυνσης των τουρκικών δυνάμεων για αργότερα. Ας σημειωθεί ότι καθ΄όλη τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων το 1984, η Βρετανία είχε λάβει ενεργό μέρος κυρίως σε ό,τι αφορούσε το συνταγματικό διακανονισμό ενώ οι Αμερικανοί είχαν συγκεντρώσει τις προσπάθειές τους στο εδαφικό. Η Βρετανίδα πρωθυπουργός εκτιμούσε ότι θα ήταν πολύ σημαντική επιτυχία για τον Κυπριανού αν επέστρεφε στη Λευκωσία με μια συμφωνία που θα προέβλεπε μια ενωμένη Κύπρο. Κατ’ αυτήν, η επίτευξη συμφωνίας στο εδαφικό και στα άρθρα του νέου συντάγματος θα δημιουργούσε το κίνητρο ώστε στο εγγύς μέλλον να υπήρχε σύμπτωση απόψεων μεταξύ των δύο πλευρών στα περισσότερο ακανθώδη ζητήματα όπως ήταν η απόσυρση των κατοχικών δυνάμεων ενώ παράλληλα θα δέσμευε τον Ραούφ Ντενκτάς διότι θα ήταν πιο δύσκολο στο μέλλον ο Τουρκοκύπριος ηγέτης σε κάποια φάση των διαπραγματεύσεων να υπαναχωρήσει (PREM19/1433, 11 Ιανουαρίου 1985).
Χαβιέρ Περέζ ντε Κουγιάρ: “Και οι δύο ηγέτες υπεύθυνοι για την αποτυχία των συνομιλιών”
Ο γγ. των Ηνωμένων Εθνών συμφώνησε με τη Μάργκαρετ Θάτσερ ότι στη Νέα Υόρκη ο Σπύρος Κυπριανού – “δεν χειρίσθηκε τη συνάντηση καθόλου καλά”. O Χαβιέρ Περέζ ντε Κουεγιάρ πρόσθεσε ότι στη διάρκεια των συνομιλιών, αρχικά είχε πείσει τον Ραούφ Ντενκτάς να αποδεχθεί ορισμένες τροπολογίες στο κείμενο της συμφωνίας που αφορούσε τη νομοθετική εξουσία, ειδικότερα στα άρθρα εκείνα που είχαν σχέση με την Ανω Βουλή. Ο ηγέτης όμως των τουρκοκυπρίων μετά άλλαξε γνώμη και υπαναχώρησε από τις παραχωρήσεις που είχε κάνει, όταν ο Κύπριος πρόεδρος συνέχισε να επιμένει για την άμεση αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων από το νησί. “Θα ήταν όμως λάθος να επιρρίψουμε τις ευθύνες για την αποτυχία των συνομιλιών μόνο στον πρόεδρο Κυπριανού και οι δύο πλευρές έκαναν λάθος”, υπογράμμισε στη Μάργκαρετ Θάτσερ ο γγ. του ΟΗΕ (PREM 19/1995, 23 Ιανουαρίου 1985).
Παρά την αποτυχία των διαπραγματεύσεων στη Νέα Υόρκη, ο Χαβιέρ Περέζ ντε Κουεγιάρ ήταν αισιόδοξος ότι θα κατόρθωνε να φέρει και πάλι τους δύο ηγέτες στο τραπέζι των συνομιλιών μέχρι τα τέλη Φεβρουαρίου η στις αρχές Μαρτίου. Ο Ντενκτάς είχε αρνηθεί να δεσμευθεί για συγκεκριμένη ημερομηνία ήταν όμως πρόθυμος να συναντήσει ξανά τον Σπύρο Κυπριανού πάντα στα πλαίσια των καλών υπηρεσιών των Γενικού Γραμματέα. Από την πλευρά του ο Βρετανός υπουργός των Εξωτερικών σερ Τζέφρει Χάου σημείωσε ότι είχε την εντύπωση πως οι αντιδράσεις στην Ελλάδα και την Τουρκία μετά την αδυναμία των δύο ηγετών να καταλήξουν σε συμφωνία στη Νέα Υόρκη ήταν – “λιγότερο έντονες” – απ΄ό,τι αρχικά ορισμένοι είχαν φοβηθεί. Οι κυβερνήσεις και των δύο χωρών ήθελαν ο Χαβιέρ Περέζ ντε Κουγιάρ να συνεχίσει να προσφέρει τις καλές του υπηρεσίες για την επίλυση του Κυπριακού. “Δεν έχουν άλλη εναλλακτική λύση”, υπογράμμισε ο αναπληρωτής γενικός γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών Brian Urquhart , που ήταν παρών στη συνάντηση (PREM 19/1995, 23 Ιανουαρίου 1985).
Χαβιέρ Περέζ ντε Κουεγιάρ: “O Ντενκτάς δεν ενδιαφέρεται για λύση”
Στο σημείο αυτό των συνομιλιών ο Χαβιέρ Περέζ ντε Κουεγιάρ ζήτησε τη βοήθεια της Μάργκαρετ Θάτσερ ώστε να αποτραπεί ο Ντενκτάς να προβεί σε μη αναστρέψιμες ενέργειες όπως θα ήταν η διεξαγωγή εκλογών στο κατεχόμενο τμήμα της Κύπρου. Παρεμφερές αίτημα επρόκειτο να κάνει στον πρόεδρο Ρήγκαν και στον καγκελάριο Κολ. Η Θάτσερ από την πλευρά της θεώρησε ότι αυτό το αίτημα θα έπρεπε να γίνει προς την Τουρκία , άποψη που έσπευσε να επικροτήσει ο γγ. του ΟΗΕ. “Oι μόνες διαπραγματεύσεις που ήταν χρήσιμες ήταν αυτές που έκανα με την τουρκική κυβέρνηση και όχι με τους τουρκοκυπρίους”, παρατήρησε ο Περέζ ντε Κουγιάρ που αμέσως μετά τόνισε ότι – “ο Ντενκτάς δεν ενδιαφέρεται να υπάρξει λύση”. Η Θάτσερ εξέφρασε την άποψη ότι με την αποκατάσταση του ενιαίου κράτους στην Κύπρο -“αυτοί που είχαν να χάσουν” – θα ήταν ο πρόεδρος Κυπριανού και ο Ντενκτάς. Ο Γενικός Γραμματέας συμφώνησε μαζί της και σημειώσε ότι – “η ζωή θα ήταν ευκολότερη αν και οι δύο αποχωρούσαν από το προσκήνιο” (PREM 19/1995, 23 Ιανουαρίου 1985).
Θάτσερ : “Υπάρχει κίνδυνος η αξιοπιστία μου να υπονομευθεί”
Την άνοιξη του 1986, ο γγ. του ΟΗΕ είχει προτείνει στη Βρετανίδα πρωθυπουργό να ασκήσει μεγαλύτερες πιέσεις προς τον πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας Σπύρο Κυπριανού να δεχθεί το νέο “Προσχέδιο Πλαισίου Συμφωνίας”, το οποίο ο ΟΗΕ είχε υποβάλλει στα άμεσα ενδιαφερόμενα μέρη (ελληνοκύπριοι και τουρκοκύπριοι) στις 29 Μαρτίου 1986. Από τα πρακτικά των συνομιλιών που ήρθαν στο φως της δημοσιότητας γίνεται σαφές ότι η Μάργαρετ Θάτσερ ήταν επιφυλακτική να υλοποιήσει την πρόταση του γγ. του ΟΗΕ. Επισημαίνεται στο σχετικό έγγραφο : “Η πρωθυπουργός εκτιμά ότι υπάρχει κίνδυνος η αξιοπιστία της να υπονομευθεί αν συνεχίσει να ασκεί πιέσεις προς τον Κυπριανού, εφόσον ήδη δύο φορές του έχει κάνει σαφές ότι αν δεν συμφωνήσει με τις προτάσεις του Γενικού Γραμματέα τότε είναι πιθανό να τεθεί τέλος στις προσπάθειες του Χαβιέρ Περέζ ντε Κουεγιάρ” (PREM 19/1995, 14 Μαίου 1986).
Τη χρονιά εκείνη, ο επικεφαλής του πρωθυπουργικού γραφείου, Τσάρλς Πάουελ, εκτιμούσε ότι ο γγ. των Ηνωμένων Εθνών ήταν έτοιμος – “να είναι αρκετά σκληρός απέναντι στον Κυπριανού” – ενώ δεν απέκλειε να υποβάλλει έκθεση στο Συμβούλιο Ασφαλείας στην οποία θα επέκρινε την ελληνοκυπριακή πλευρά για την κατάρρευση της ειρηνευτικής διαδιακασίας, αν δεν εγίνοντο αποδεκτές οι προτάσεις του μέχρι τα τέλη Μαίου του 1986. “Θα περιμένουμε να δούμε αν πρόκειται για μια άλλη προθεσμία που δεν θα τηρήσουν. Αλλά θα πρέπει να γίνει σαφές στον Περέζ ντε Κουεγιάρ ότι δεν υπάρχει τίποτα περισσότερο που μπορείτε να κάνετε με τον Κυπριανού μέχρις ότου ο ίδιος ο Γενικός Γραμματέας γίνει σκληρός. Διαφορετικά ο Κυπριανού πάντα θα πιστεύει ότι θα είναι σε θέση να αποσπά όλο και κάτι περισσότερο”, υπογραμμίζεται στο έγγραφο για την ενημέρωση της πρωθυπουργού πριν από τη συνάντηση με τον γγ. του ΟΗΕ. Εξάλλου , σύμφωνα με τον επικεφαλής του πρωθυπουργικού γραφείου, στις συνομιλίες με τον Περέζ ντε Κουεγιάρ, η Θάτσερ θα μπορούσε να εγείρει και το θέμα της βρετανικής συμβολής για τη διατήρησει της ειρηνευτικής δύναμης του ΟΗΕ (UNFICYP) στην Κύπρο. Το Φόρειν Οφις υποστήριζε ότι δεν ήταν σε θέση να ανταποκριθεί στην ετήσια οικονομική επιβάρυνση των £ 25 εκατομμυρίων και πλέον, ενώ το υπουργείο Αμυνας αρνιόταν να αναλάβει αυτή την υποχρέωση. Υπό αυτές τις συνθήκες, ο γγ. του ΟΗΕ καλό θα ήταν να γνωρίζει ότι ίσως η Βρετανία υποχρεωνόταν μέχρι το τέλος του χρόνου να μειώσει σημαντικά τη συνεισφορά της για την παραμονή της ειρηνευτικής δύναμης των Ηνωμένων Εθνών στη μεγαλόνησο (PREM 19/1995, 14 Μαίου 1986).
Έντυπη Καθημερινή