Η κινεζική δεκαετία
του Ross Douthat (*)
Eίναι σχεδόν απίστευτο ότι μια πανδημία που ξεκίνησε σε μια κινεζική επαρχία, και που η αρχική προσπάθεια συγκάλυψής της φάνηκε να συνιστά σοβαρό πλήγμα για το κομμουνιστικό καθεστώς, καταλήγει να προσφέρει στην Κίνα μια γεωπολιτική ευκαιρία μεγαλύτερη από οποιαδήποτε είχε οποιοσδήποτε ανταγωνιστής των ΗΠΑ μετά τον πόλεμο του Βιετνάμ.
Η ευκαιρία αυτή χτίζεται εδώ και καιρό. Κατά τη δεκαετία του 2000 και στις αρχές της δεκαετίας του 2010, το κυβερνών κόμμα της Κίνας αποκόμιζε τα οφέλη της παγκοσμιοποίησης χωρίς να πληρώνει το κόστος σε πολιτική φιλελευθεροποίηση. Η πιο πλούσια αλλά όχι πιο ελεύθερη Κίνα αποδείκνυε ότι μια αυταρχική δύναμη μπορούσε να δαμάσει το Διαδίκτυο, να κάνει τους πολίτες της σκληρά εργαζόμενους καπιταλιστές χωρίς να τους παράσχει σημαντικές πολιτικές ελευθερίες, να εξαγοράζει συμμάχους σε όλο τον αναπτυσσόμενο κόσμο και να εξασφαλίζει δίκτυα επιρροής στα κέντρα εξουσίας των ανταγωνιστών της.
Στο τέλος, η Αμερική απάντησε με τον τρόπο που θα περίμενε κανείς από μια υπερδύναμη να απαντήσει: εξέλεξε ένα γεράκι, που υποσχέθηκε να κρατήσει σκληρή στάση απέναντι στην Κίνα, να αποκαταστήσει τις θέσεις εργασίας που χάθηκαν λόγω του κινεζικού ανταγωνισμού και να στρέψει τις προτεραιότητες της εξωτερικής πολιτικής από τη Μέση Ανατολή στον Ειρηνικό. Υπήρξε μόνο μια μικρή δυσκολία: το γεράκι αυτό δεν ήταν ένας Τρούμαν ή ένας Ρίγκαν, αλλά ένα προϊόν των τηλεοπτικών ριάλιτι που η πραγματική του στάση απέναντι στην Κίνα ήταν «οτιδήποτε με βοηθήσει να επανεκλεγώ». Eνας ανίκανος ηγέτης, που κατάφερε να μετατρέψει μια επικίνδυνη επιδημία που ήρθε από τον ανταγωνιστή του σε μια καταστροφή για την Αμερική.
Η Κίνα κατήγαγε έτσι μια διπλή νίκη. Πρώτα με την ενεργή συνεργασία αφελών αμερικανών κεντρώων και στη συνέχεια με την ντε φάκτο συνεργασία ενός αδίστακτου αμερικανού λαϊκιστή. Τέσσερις μήνες μετά την εκδήλωση της πανδημίας, η κυβέρνηση του Σι Τζινπίνγκ υποτάσσει το Χονγκ Κονγκ, προκαλεί την Ινδία και άλλους γείτονές της και ολοκληρώνει μια γενοκτονία στο μουσουλμανικό δυτικό της μέρος. Την ίδια στιγμή, μια ακέφαλη Αμερική μαστίζεται από διαμαρτυρίες και ψυχοδράματα για το παρελθόν της.
Ο πιθανός διάδοχος του Τραμπ είναι ένα πρόσωπο που το παρελθόν του, τα ένστικτά του και οι οικογενειακές του διασυνδέσεις ανήκουν στην πρόσφατη περίοδο των αμερικανικών ψευδαισθήσεων για την Κίνα. Ο Τζο Μπάιντεν έχει σκληρύνει τελευταία τη γλώσσα του, αλλά αυτό που τον καθιστά μια αποτελεσματική εναλλακτική λύση – η υπόσχεσή του να αποκαταστήσει την προ του Ομπάμα κανονικότητα – μειώνει και τις πιθανότητες επαναξιολόγησης των επιλογών που έδωσαν στην Κίνα τα πλεονεκτήματά της.
Οι αναλυτές που φοβούνται μια «παγίδα του Θουκυδίδη» – ένα σενάριο δηλαδή όπου μια αναδυόμενη και μια κατεστημένη δύναμη καταλήγουν σε πόλεμο, όπως η Αθήνα και η Σπάρτη – έχουν λόγους να φοβούνται πως ο σημερινός συνδυασμός των κινεζικών φιλοδοξιών και της αμερικανικής παρακμής θα καταλήξει σε μια αναμέτρηση, ας πούμε, στα στενά της Ταϊβάν.
Υπάρχει όμως κι ένας άλλος τρόπος να δει κανείς τα πράγματα. Είναι πιθανό να βλέπουμε τη κορύφωση των αμερικανοκινεζικών εντάσεων όχι επειδή η Κίνα θέλει να ξεπεράσει τις ΗΠΑ ως περιφερειακή δύναμη, αλλά επειδή η ίδια βλέπει τα όριά της. Βλέπει δηλαδή την οικονομική της ανάπτυξη να επιβραδύνεται, τον πληθυσμό της να γηράσκει και τον Κινεζικό Αιώνα να μετατρέπεται σε Κινεζική Δεκαετία.
Ενδέχεται λοιπόν η κυβέρνηση Σι να δρα με επιθετικότητα επειδή θεωρεί ότι δεν θα ξαναέχει αυτή την ευκαιρία. Αυτό δεν καθιστά τη δεκαετία που διανύουμε λιγότερο επικίνδυνη. Επηρεάζει όμως την αμερικανική απάντηση, που πρέπει να αποτελέσει έναν συνδυασμό αποφασιστικότητας και αυτοσυγκράτησης. Αν βρεθεί ένας τρόπος να περιοριστεί η Κίνα για μια δεκαετία, ο κινεζικός αιώνας μπορεί να αναβληθεί επ’ αόριστον.
(*) Ο Ρος Ντάτχατ είναι αρθρογράφος των New York Times