Η γεωπολιτική διάσταση των διαπραγματεύσεων και οι ελληνικές επιλογές
Από το 2012 ο κ. Αλέξης Τσίπρας αναφέρεται συχνά στην «γεωπολιτική δύναμη της Ελλάδας» επισημαίνοντας ότι δεν πρέπει οι δυνατότητες της χώρας να εξαντληθούν ενώ στην πρόσφατη ομιλία της Κ.Ο. του ΣΥΡΙΖΑ τόνισε με έμφαση την «γεωπολιτική διάσταση της διαπραγμάτευσης».
Μια αποστροφή των δηλώσεων του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα στη Βιέννη, μετά τη συνάντησή του με τον καγκελάριο της Αυστρίας Βέρνερ Φάινμαν,αξίζει της προσοχής μας. Ο πρωθυπουργός επεσήμανε την γεωπολιτική σημασία της Ελλάδας την οποία όλοι, Ευρωπαίοι και Αμερικανοί γνωρίζουν με τους πρώτους να παριστάνουν ότι αγνοούν.
Ο Αλέξης Τσίπρας επεσήμανε επί της ουσίας ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται ως ένα απλό “οικονομικό μέγεθος” ή “βάρος” ,αφού η γεωπολιτική της σημασία ,ειδικά αυτή τη περίοδο είναι πολύ σημαντική.
Είπε ο πρωθυπουργός:
“Πιστεύω, λοιπόν, ότι όλοι έχουμε συμφέρον να καταλήξουμε σε μια αμοιβαία επωφελή συμφωνία, πράγμα το οποίο πιστεύω ότι θα γίνει τις επόμενες μέρες. Ακριβώς διότι η κρίση παραμένει. Και το να ξεπεράσει η Ελλάδα την κρίση, αφενός μεν θα σημάνει την αρχή του τέλους της σε όλη την Ευρώπη, αφετέρου δε διότι η Ελλάδα βρίσκεται στο μέσο ενός τριγώνου αποσταθεροποίησης στην ευρύτερη περιοχή: στο βορρά η Ουκρανία, νοτιοανατολικά η Συρία, νοτιοδυτικά της Ελλάδας η Βόρεια Αφρική. Και είναι αναγκαίο για όλους μας η Ελλάδα να παραμείνει πόλος και πεδίο σταθερότητας στην εύθραυστη αυτή περιοχή. Έχουμε, λοιπόν, όλοι συμφέρον από μια βιώσιμη, κοινά αποδεκτή λύση. Γι’ αυτό και είμαι εξαιρετικά αισιόδοξος”.
Προσπαθώντας να ερμηνεύσουμε τις τοποθετήσεις του κ. Αλ. Τσίπρα κατ’αρχάς θα πρέπει να ξεκινήσουμε από την έμμεση παραδοχή, εκ μέρους του, της σημασίας που έχουν ορισμένα ισχυρά εξωχώρια και υπερκρατικά κέντρα οικονομικής και πολιτικής ισχύος στη διαμόρφωση του σύγχρονου παγκόσμιου χάρτη.
Δευτερευόντως, πρέπει να διαγράψουμε το σύγχρονο πλαίσιο των εξελίξεων σε διεθνοπολιτικό επίπεδο όπου κυριαρχούν το ανοικτό Ουκρανικό «μέτωπο» με την Ρωσία, η γεωπολιτική αβεβαιότητα στην Ανατολική Ευρώπη, η οικονομική κρίση σε ολόκληρη την ευρωζώνη, το μηδενικό επίπεδο σχέσεων με την Τουρκία του Ερντογάν, η κάκιστη σχέση Νετανιάχου-Ομπάμα, και το Τσιχαντιστικό κίνημα στην Μέση Ανατολή.
Μία τρίτη μεταβλητή , αποτελούν οι εξελίξεις στην Βαλκανική Χερσόνησο με τις εύθραυστες ισορροπίες στο εσωτερικών των χωρών της περιοχής, τους αργούς ρυθμούς ενσωμάτωσης στο «ευρωπαϊκό κεκτημένο», τους κινδύνους του ριζοσπαστικού Ισλάμ , η οικονομική ύφεση και ο χαμηλός δείκτης «επενδυτικής ασφάλειας», η «τριγωνική σχέση ανταγωνισμού ΗΠΑ – ΕΕ-Ρωσίας» και των δορυφόρων τους και ο αναδυόμενος ρόλος «ευρωσκεπτικιστικών» εθνικιστικών κινημάτων που (δια)συνδέονται με δομές οργανωμένου διασυνοριακού και διεθνι(στι)κού εγκλήματος.
Η παρούσα ιστορική συγκυρία έχει ως βασικό της χαρακτηριστικό την «ανακύκληση» καθώς η πολιτική των ΗΠΑ στα Βαλκάνια, παρουσιάζεται σαν ένα σύνολο από χειρισμούς χειραγώγησης της περιοχής που αποσκοπούν στην επιστροφή τους στα Βαλκάνια, στα οποία η Ουάσιγκτον από το 2001 δεν πραγματοποίησε καμία συντονισμένη πολιτική διότι, κατά την άποψή του, δεν συναντούσε πλέον εκεί κάποιον σοβαρό αντίπαλο. Σήμερα αυτόν τον αντίπαλο αντιπροσωπεύει η Μόσχα.
Ως κύρια απειλή για τα συμφέροντα των ΗΠΑ στα Βαλκάνια προσδιορίζεται, από Αμερικανούς αξιωματούχους η ρωσική ιδεολογική επιρροή αλλά και προσπάθειες της ΕΕ να παίξει το δικό της παιχνίδι στα Βαλκάνια το οποίο ενίοτε προκαλεί δυσπιστία, ακόμη και αποστροφή. Αυτή η προσπάθεια της Ευρώπης «να αναμιχθεί», εκδηλώθηκε όταν οι ΗΠΑ χαλάρωσαν την πίεση προς τις «νεαρές δημοκρατίες», καθώς οι Αμερικανοί ήταν πολύ απασχολούμενοι με το Ιράκ και το Αφγανιστάν.
Τη διακοπή του σχεδίου για την κατασκευή του αγωγού μεταφοράς ρωσικού φυσικού αερίου, μέσω των Βαλκανίων, South Stream, πρέπει να την δούμε ως νίκη των ΗΠΑ και ως μια δυνατότητα να διεξάγει το ενεργειακό παιχνίδι στην περιοχή με τους δικούς της όρους.
Οι ΗΠΑ, επιπλέον επιδιώκουν μία άλλη «αόρατη» νίκη και αυτή αφορά στην αλλαγή των μη φιλικών τους κυβερνήσεων στην περιοχή των Βαλκανίων. Δεν είναι τυχαίο ότι οι πολιτικές ελίτ ορισμένων χωρών της περιοχής φοβούνται μήπως εξαπλωθεί ο «ιός ΣΥΡΙΖΑ» στο εσωτερικό τους.
Τέλος, η «στρατιωτική νίκη» των ΗΠΑ σχετίζεται με την διεύρυνση του ΝΑΤΟ και την ένταξη στο δυναμικό των ΝΑΤΟικών αποστολών νέων κρατών μελών αλλά και την επιθυμία τους να αποκομίσουν όσο το δυνατόν περισσότερα ανταλλάγματα από τις χώρες τις οποίες θα στηρίξουν.
Οι ΗΠΑ να υπενθυμίσουμε ζητούν από την Ελλάδα την παροχή κι άλλων διευκολύνσεων στην Κρήτη οι οποίες φθάνουν μέχρι και στην μεταστάθμευση μη επανδρωμένων αεροσκαφών στην Σούδα και στο Καστέλι. Με δεδομένο το έλλειμμα εμπιστοσύνης που έχει η Ουάσινγκτον έναντι της Άγκυρας η Ελλάδα αποτελεί εκ των πραγμάτων την μοναδική “νησίδα ασφάλειας” πάνω στην οποία οι ΗΠΑ μπορούν να πατήσουν. Κι ας μην ξεχνούμε ότι η Ελλάδα, είναι από τις ελάχιστες χώρες που τηρούν τον προϋπολογισμό άμυνας που θέτει το ΝΑΤΟ, διαθέτει πάνω από 200 μαχητικά αεροπλάνα και 1.000 τανκς. Στις εγκαταστάσεις του ΝΑΤΟ περιλαμβάνεται και η στρατιωτική βάση στην Κρήτη, η οποία έχει χρησιμοποιηθεί για αρκετές ΝΑΤΟικές αεροπορικές επιχειρήσεις.
Δεν είναι εύκολη η απόφαση για την ελληνική ΑΡΙΣΤΕΡΗ κυβέρνηση να “ενδώσει” στα αμερικανικά αιτήματα αλλά είναι σίγουρα θετικό ότι εξακολουθούμε να είμαστε “πολύτιμοι” και ίσως ο νεοεκλεγείς Πρωθυπουργός κ. Αλέξης Τσίπρας διαβλέπει σε αυτό το νέο σκηνικό μία νέα «ευκαιρία» για να ασκήσει η Χώρα μας τον ηγετικό ρόλο της στην περιοχή, επιλύοντας ταυτόχρονα και μία σειρά προβλημάτων που υπάρχουν στις διμερείς σχέσεις Ελλάδος και ομόρων κρατών.
Ενώ η «πολιτική Σαμαρά» ήταν η δημιουργία προνομιακών σχέσεων με τον σκληρό πυρήνα της Ευρώπης δίνοντας έμφαση στην “ανάπτυξη των περιοχών” και την γεωστρατηγική αναβάθμιση της Χώρας η επιλογή του νέου Πρωθυπουργού κ. Αλέξη Τσίπρα είναι η ρήξη με την γερμανική μυωπική στάση της Γερμανίας στο ζήτημα της Ευρωπαϊκής οικονομικής κρίσης και στα ζητήματα του χρέους σε ολόκληρο τον Ευρωπαϊκό νότο. Αυτή η επιλογή του κ. Αλέξη Τσίπρα ίσως να εντάσσεται στον σχεδιασμό του υπερατλαντικού παράγοντα για να εμποδίσει την εξέλιξη της ΕΕ σε έναν αυτόνομο γεωπολιτικό παίκτη γεγονός που «δικαιολογημένα» έχει προκαλέσει την οργή της Γερμανίδας Καγκελαρίου.
Δεν είμαστε σίγουροι ότι υπάρχει στην οικονομία άλλος δρόμος από τις σκληρές περικοπές των δημοσίων δαπανών, τις αυξήσεις φόρων, και τις δομικές μεταρρυθμίσεις, (οι οποίες όμως μόνο μερικώς εφαρμόστηκαν), αλλά σίγουρα η νέα γεωπολιτική-γεωοικονομική πραγματικότητα σε συνδυασμό με έναν υψηλό βαθμό της απαιτούμενης συναίνεσης μπορούν να οδηγήσουν σε λύσεις τελέσφορες ακόμη κι αν είναι επίπονες.
Ο νέος Έλληνας Πρωθυπουργός δεν θα πρέπει να εγκλωβισθεί από τους ευρωσκεπτικιστές- από την άκρα αριστερά ως την άκρα δεξιά- οι οποίοι κερδίζουν έδαφος σε πολλές χώρες της ΕΕ ούτε από την κοινή γνώμη η οποία είναι εξοργισμένη από την λιτότητα και την διεθνή επίβλεψη. Επίσης θα πρέπει να λάβει σοβαρά υπόψη τη διεθνή εικόνα της χώρας καθώς η τάση απέναντι στην Ελλάδα από τις υπόλοιπες χώρες της ευρωζώνης είναι σκληρή.
Μία από της αυξημένης προτεραιότητας ελληνικές επιλογές θα πρέπει ν α είναι και ο προσδιορισμός μιας ΕΘΝΙΚΗΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ , που να εφαρμόζεται από όλες τις κυβερνήσεις και τα πολιτικά κόμματα να μην αντιμετωπίζουν το θέμα επιδερμικά , άλλα εναποθέτοντας την ασφάλεια της Χώρας πέραν του Ατλαντικού και άλλα εμφορούμενα από διεθνιστικές ιδέες , ανεφάρμοστες στις διεθνείς σχέσεις όπου ισχύει ο νόμος του ισχυρού . Η δύσκολη οικονομική κατάσταση της Πατρίδας μας δεν πρέπει να αποτελεί άλλοθι για τους αρμόδιους , διότι η οποιαδήποτε «εθνική μείωση οποιαδήποτε μορφής» θα επιφέρει πολύ χειρότερα αποτελέσματα από οποιοδήποτε μνημόνιο .