Η Γεωλογική Αποθήκευση CO2 «κλειδί» για την κλιματική ουδετερότητα – Επίκεντρο το κοίτασμα του Πρίνου
«Κλειδί» για την επίτευξη της κλιματικής ουδετερότητας αποτελεί η γεωλογική αποθήκευση CO2 τόσο σε εθνικό όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο. Το 2021 οι εγκατεστημένες μονάδες Δέσμευσης και Αποθήκευσης CO2 (Carbon Capture and Storage – CCS) δεσμεύουν μόλις 40 εκατομμύρια τόνους ετησίως, ενώ για την επίτευξη του στόχου για περιορισμό της αύξησης θερμοκρασίας σε κάτω από 2 βαθμούς Κελσίου μέχρι το 2050 δέσμευση πρέπει να φτάσει στους 5.600. Όπως έγινε σαφές από ειδικούς και επιστήμονες σε σχετική ημερίδα που διοργάνωσε το Κέντρο Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας το πεδίο είναι ευρύτατο και η ανάγκη για την εφαρμογή της εν λόγω τεχνολογίας είναι επιτακτική, ενώ ήδη σε εξαντλημένα κοιτάσματα στον Πρίνο σχεδιάζονται τα πρώτα έργα στη χώρα.
«Για την επίτευξη των στόχων της μετάβασης σε μία κοινωνία μηδενικών εκπομπών ρύπων απαιτείται αύξηση της γεωλογικής αποθήκευσης CO2 κατά 140 φορές». Αυτό ανέφερε ο δρ Σπυρίδων Οικονόμου, πρόεδρος του Κέντρου Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας.
Στην Ελλάδα, μάλιστα, έχει ήδη ανακοινωθεί, για πρώτη φορά, η εφαρμογή αυτής της τεχνολογίας σε εξαντλημένα κοιτάσματα υδρογονανθράκων στον Πρίνο και μάλιστα έχουν δεσμευτεί σημαντικοί πόροι από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανταγωνιστικότητας.
Ειδικότερα, σύμφωνα με τον δρ Οικονόμου και με βάση τα στοιχεία του Global CCS Institute, από 27 εγκαταστάσεις CCS παγκοσμίως θα πρέπει να εγκατασταθούν μέχρι το 2050, 2.705 νέες εγκαταστάσεις, έτσι ώστε στο σύνολό τους να φθάσουν τις 2.732.
Όπως είπε, σε παγκόσμιο επίπεδο οι τεχνολογίες CCS έχουν εγκατασταθεί σε μονάδες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας (ΗΕ), διυλιστήρια, σε υπεράκτιες μονάδες παραγωγής ΦΑ (φυσικού αερίου) ή LNG, στη βαριά βιομηχανία .
Όπως ανέφερε χαρακτηριστικά ο δρ Οικονόμου, υπάρχει η εμπειρία, η τεχνογνωσία και το ανθρώπινο δυναμικό στη χώρα για να ανοίξει η αλυσίδα, καθώς πρόκειται για μία νέα τεχνολογία, που οι εξελίξεις θα τη φέρνουν στο προσκήνιο πολύ πιο συχνά.
Σύμφωνα πάντα με τον πρόεδρο του ΚΑΠΕ, απαιτούνται μέτρα από την ελληνική πολιτεία για την υλοποίηση έργων και την προώθηση των εν λόγω τεχνολογιών.
Στη Βόρεια Αμερική (ΗΠΑ και Καναδά) έχουν θεσμοθετηθεί μέτρα χρηματοδότησης επενδυτικών προγραμμάτων, φοροαπαλλαγών αλλά και ειδικά χρηματοδοτικά προγράμματα στοχευμένα σε τεχνολογίες CCS. Στο Ηνωμένο Βασίλειο επιδοτούνται έργα CCS από το πρόγραμμα CCS Infrastructure Fund. Στη Βόρεια Ευρώπη έργα CCS χρηματοδοτούνται μέσω του Innovation Fund αλλά ωφελούνται και από τον μηχανισμό εμπορίας αερίων ρύπων (EU Emission Trading Scheme, ETS), επεσήμανε.
«Η αλυσίδα αξίας διαμορφώνεται από την ανάπτυξη και χρήση τεχνολογιών δέσμευσης (capture), τις υπηρεσίες χρηματοδότησης και διαχείρισης έργου, και τέλος τεχνολογίες και υπηρεσίες μεταφοράς (transportation), αποθήκευσης (storage) και χρήσης (utilisation) διοξειδίου του άνθρακα», ανέφερε ο δρ Οικονόμου, ενώ εξέφρασε την αισιοδοξία ότι «τεχνολογίες δέσμευσης και αξιοποίησης του διοξειδίου του άνθρακα θα αναπτυχθούν επιτυχώς».
Από την πλευρά του ο πρόεδρος ΤΕΕ, Γιώργος Στασινός, αναφέρθηκε στο ζήτημα της κοινωνικής αποδοχής των λύσεων που επιλέγονται. «Ο διάλογος και η διάχυση της επιστημονικής γνώσης με απλό τρόπο στην κοινωνία είναι κρίσιμος παράγοντας επιτυχίας των σύνθετων λύσεων και προκλήσεων που έχουμε μπροστά μας», τόνισε.
Επιπλέον, συμπλήρωσε ότι: «Αυτό αφορά στην πραγματικότητα και την τεχνοκρατική προσέγγιση τέτοιων επενδύσεων, όχι μόνο στον σχεδιασμό και την κατασκευή, αλλά και μέσα από τη διαδικασία της περιβαλλοντικής αδειοδότησης και τη διαβούλευση που αυτή προβλέπει», ενώ επεσήμανε τη συμβολή του ΤΕΕ προς αυτή την κατεύθυνση, με τη σύνταξη Μελέτης Κοινωνικών και Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων.
Ο Ιωάννης Γιαρέντης πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος του Διαχειριστή Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας ΑΕ δήλωσε ότι «το νέο πεδίο της Δέσμευσης, Μεταφοράς, Γεωλογικής Αποθήκευσης και Χρήσης CO2 μπορεί να συμβάλλει καθοριστικά στη δημιουργία ενός οικοσυστήματος που θα προωθήσει την τόνωση της ανταγωνιστικότητας της βιομηχανίας, την επέκταση και μεγέθυνση της αγοράς, την περαιτέρω ανακούφιση της ελληνικής κοινωνίας, τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, την αποτελεσματική συμβολή στην αντιμετώπιση της περιβαλλοντικής και κλιματικής κρίσης, που είναι και το κυρίαρχο ζητούμενο».
Σύμφωνα με τον κ. Γιαρέντη: «Η νέα αυτή επαναστατική τεχνολογία μπορεί και πρέπει να αποτελέσει προτεραιότητα στον ενεργειακό μετασχηματισμό της χώρας».
Στη Β. Θάλασσα υπάρχει τέτοιου είδους -μικρής κλίμακας- υποδομή από το 1996, ανέφερε, μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ο δρ Λάμπρος Πυργιώτης, γενικός διευθυντής του ΚΑΠΕ. Μάλιστα, αυτή την περίοδο κατασκευάζεται στη Νορβηγία υποδομή για γεωλογική αποθήκευση άνθρακα από την τσιμεντοβιομηχανία, η οποία θα λειτουργήσει το 2025.
Στην Ελλάδα το ΙΓΜΕ έχει ήδη από το 2011 πραγματοποιήσει μελέτες για τη δυνατότητα εφαρμογής τέτοιου είδους τεχνολογιών. Το 2022 η ΕΔΕΥΕΠ ορίζεται υπεύθυνη εταιρεία για την αδειοδότηση. Στην αναμενόμενη λευκή βίβλο που ετοιμάζει η ΕΔΕΥΕΠ, αποδεικνύεται ότι είναι οικονομικά συμφέρουσα στην αλυσίδα του CO2 ενώ ανέλυσε τις υψηλές δυνατότητες στην ανάπτυξη της αγοράς και των χρηματοδοτήσεων της εν λόγω τεχνολογίας.
Ήδη στο επίκεντρο βρίσκεται το κοίτασμα στον Πρίνο όπου πρόκειται να εφαρμοστεί αυτή η τεχνολογία, ενώ μελέτες έχουν γίνει και σε άλλες περιοχές της χώρας.
Ο κ. Πυργιώτης επεσήμανε την ανάγκη για έγκαιρη χαρτογράφηση των κινδύνων και την εφαρμογή ενός πρότυπου τρόπου Μελέτης Περιβαλλοντικών και Κοινωνικών Επιπτώσεων, καθώς όπως είπε, πρόκειται για τον πιο κρίσιμο κρίκο στην αλυσίδα του CCS.
Τη νέα στρατηγική της ΕΔΕΥΕΠ, στο πλαίσιο της ενεργειακής μετάβασης, ανέλυσε ο δρ Αριστοφάνης Στεφάτος, διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας, η οποία είναι υπεύθυνη για την υπόγεια αποθήκευση CO2 στη χώρα.
Όπως ανέφερε: «Θέλουμε να έχουμε ενεργή συμμετοχή στην εφαρμογή του ΕΣΕΚ, την εθνική ανεξαρτησία, την ενεργειακή ασφάλεια στην τροφοδοσία και την σταθεροποίηση της μετάβασης. Στόχοι είναι η εγχώρια παραγωγή αερίου, ΑΠΕ, CCS (Γεωλογική αποθήκευση), και έμφαση στη διείσδυση H2. Για να μπορέσουμε να κατέβουμε στα επίπεδα των εκπομπών που θέλουμε θα πρέπει να χρησιμοποιήσουμε οπωσδήποτε CCS. Δέσμευση στην πηγή, δέσμευση σε εξαντλημένους ταμιευτήρες, σε υφάλμυρο υδροφόρο, σε κοιλότητες αλατούχων κοιλοτήτων. Υπάρχει δυνατότητα, μεταξύ άλλων, φυσικής, οδικής, υδροδυναμικής και χημικής παγίδευσης, Στόχος μας είναι να μετατρέψουμε τον Πρίνο στον πρώτο ταμιευτήρα CO2».
Όσον αφορά τις προκλήσεις, ο κ. Στεφάτος επεσήμανε ότι «πρέπει να βρούμε τις κατάλληλες λύσεις όσον αφορά τις τεχνικές, τις πολιτικές, τη νομοθεσία και τους κανονισμούς, το οικονομικό μοντέλο, τις χρηματοροές, καθώς και την κοινωνική αποδοχή».
Κλείνοντας, εξέφρασε την ελπίδα, ότι «η Ελλάδα μπορεί να μετατραπεί από ενεργειακός κόμβος διαμετακόμισης να καταστεί χώρα παραγωγός και εξαγωγός».
Ως αναγκαία τεχνολογία για την επίτευξη του στόχου που θέτει το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα χαρακτήρισε τη δέσμευση διοξειδίου του άνθρακα στη βιομηχανία ο Αριστείδης Τσικούρας, διευθυντής Στρατηγικής Απανθρακοποίησης, ΤΙΤΑΝ, καθώς όπως είπε δεν υπάρχει άλλος τρόπος προκειμένου η βιομηχανία να επιτύχει μηδενικές εκπομπές ρύπων. Επιπλέον, αναφέρθηκε στην ανάγκη ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής βιομηχανίας και επεσήμανε τις προοπτικές που διαμορφώνονται από τα μελλοντικά ευρωπαϊκά προγράμματα. Όπως έκανε γνωστό, ο ΤΙΤΑΝ ήδη εργάζεται για την αποθήκευση 1,9 εκατομμύρια τόνους CO2 ετησίως και τόνισε τους φιλόδοξους στόχους της εταιρείας για παραγωγή τσιμέντου μηδενικών εκπομπών ρύπων.
Το παρόν και το μέλλον της γεωλογικής αποθήκευσης διοξειδίου του άνθρακα στην Ελλάδα ανέλυσε ο δρ Νικόλαος Κούκουζας, Διευθυντής Ερευνών, Εθνικό Κέντρο Έρευνας και Τεχνολογικής Ανάπτυξης και εθνικός εκπρόσωπος στην ΕΕ για το CCS. Μάλιστα, όπως ανέφερε χαρακτηριστικά «αυτή τη στιγμή η Πτολεμαΐδα 5 είναι έτοιμη για CCS», ενώ ανέλυσε τις υψηλές δυνατότητες αποθήκευσης στη χώρα σε όλη την αλυσίδα.
Οι δυσκολίες και οι προοπτικές στη θαλάσσια εφοδιαστική αλυσίδα του άνθρακα τίθεται στο επίκεντρο για τον Παναγιώτη Μήτρου Διευθυντή Παγκόσμιας Αγοράς Αερίου της LLOYD’S REGISTER. «Βρισκόμαστε ακόμα στην αρχή ανέφερε χαρακτηριστικά» ο κ. Μήτρου και ανέλυσε τα τεχνικά χαρακτηριστικά των υπό κατασκευή πλοίων που θα κληθούν να μεταφέρουν CO2, καθώς ήδη εκδηλώνεται έντονο ενδιαφέρον στη ναυτιλιακή κοινότητα.
Τέλος, το έργο ConsenCUS – Δέσμευση και χρήση CO 2 και την επίδειξη σε μονάδα παραγωγής Μαγνησίας παρουσίασε ο δρ Χάρης Γιαννουλάκης, αν. διευθυντής, ΕΛΛΗΝΙΚΟΙ, ΛΕΥΚΟΛΙΘΟΙ ΑΜΒΝΕΕ, κάνοντας λόγο για μία καινοτόμο διαδικασία δέσμευσης άνθρακα με την χρήση ΑΠΕ, καθώς στόχος της εταιρείας είναι οι μηδενικές εκπομπές ρύπων μέχρι το 2050.