Η έκθεση για την Τουρκία από την Έδρα Στρατηγικών Σπουδών ΓΕΕΘΑ «Θουκυδίδης»

Η τουρκική προκλητικότητα σε Έβρο, Αιγαίο και κυπριακή ΑΟΖ, σε συνδυασμό με τις εμπρηστικές δηλώσεις του Τούρκου προέδρου, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, και άλλων στελεχών της κυβέρνησής του, έχουν προκαλέσει έντονη ανησυχία σχετικά με το πού οδεύουν τα ελληνοτουρκικά και η κατάσταση στην ανατολική Μεσόγειο. Ωστόσο, πέρα από τις ιαχές Ερντογάν, υπάρχει μια σειρά πολύ συγκεκριμένων παραγόντων που διαμορφώνουν το τι ακριβώς συμβαίνει στην Τουρκία και το τι πράττει η γείτονας- και αυτοί παρουσιάζονται στην έκθεση «Οι εξελίξεις στον διεθνή περίγυρο της χώρας – Ιανουάριος-Φεβρουάριος 2018» από την Έδρα Στρατηγικών Σπουδών ΓΕΕΘΑ «Θουκυδίδης».

Ελληνοτουρκικά και Κύπρος

Όπως υπογραμμίζεται στην έκθεση, οι κινήσεις των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων στο Αιγαίο πρέπει να γίνουν αντιληπτές ως μέρος μια ευρύτερης στρατηγικής και όχι αυτόνομα και πέραν του πολιτικού συγκείμενου.

«Η χρονική στιγμή που λαμβάνουν χώρα οι προκλήσεις στο Αιγαίο, λίγο πριν την έναρξη και κατά τη διάρκεια της εισβολής στον κουρδικό θύλακα του Αφρίν στη Συρία, είναι χαρακτηριστική της προσπάθειας της τουρκικής πολιτικής ηγεσίας να συσπειρώσει την κοινή γνώμη γύρω της, να την καλλιεργήσει και να την παραπλανήσει. Ακολουθώντας μια ρητορική εκφοβισμού του γείτονα επιχειρεί, αφενός, να καλύψει τα νώτα της ενόσω η ίδια διεξάγει πολεμικές επιχειρήσεις στα μεσανατολικά της σύνορα και διακινδυνεύει μια πολιτική και στρατιωτική ήττα, και, αφετέρου, να προωθήσει ανώδυνα το πολυπόθητο σχέδιο αναθεώρησης του καθεστώτος του Αιγαίου (Λωζάννη). Με τον τρόπο αυτό, απειλώντας και εκφοβίζοντας, επιδιώκει να πετύχει δίχως να διεξάγει πολεμική επιχείρηση τον πολιτικό στόχο της. Χρησιμοποιεί δηλαδή την απειλή χρήσης βίας ως ένα διπλωματικό εργαλείο».

Ωστόσο, ως προς το δόγμα των «2,5 πολέμων» και τις βαρύγδουπες δηλώσεις επ’αυτού, σημειώνεται πως «με την περιορισμένη πρόοδο που έχουν σημειώσει οι επιχειρήσεις στο Αφρίν έως τα τέλη Φεβρουαρίου, το οποίο ελέγχεται από έναν μη κυρίαρχο δρώντα, κανείς θα έλεγε ότι η Άγκυρα απέχει από το να εφαρμόσει επιτυχώς, προς το παρόν τουλάχιστον, το παραπάνω δόγμα».

Ως προς την Κύπρο, εκτιμάται πως η κλιμάκωση της Τουρκίας δεν συνιστά έκπληξη και οι μελλοντικές κινήσεις για την έρευνα και εκμετάλλευση των πόρων στην ΑΟΖ δεν αναμένονται να είναι απρόσκοπτες.

«Η αποκλιμάκωση της κρίσης για την Τουρκία περνά μέσα από τη συνδιαχείριση του φυσικού αερίου για την οποία επί χρόνια ο Πρόεδρος Ερντογάν συνδέει με “παραγκώνιση” των Τ/Κ από την όλη διαδικασία. Επίσης, οι προκλήσεις σε Αιγαίο και Κύπρο δεν είναι τυχαία γεγονότα, αλλά μέρος της στρατηγικής της Τουρκίας για τον ενεργειακό ρόλο που διεκδικεί στην Ανατολική Μεσόγειο» σημειώνεται σχετικά.

Εσωτερική πολιτική σκηνή

Σύμφωνα με την έκθεση, παρά την εικόνα της «παντοδυναμίας» του Ερντογάν στο πολιτικό σκηνικό, η εκλογική δύναμη του κυβερνώντος κόμματος έχει υποχωρήσει και η ηγεσία του επιχειρεί να ενισχύσει τη θέση της συνάπτοντας εκλογικούς συνασπισμούς. Σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις παραμένει το κατώφλι του 10% στις εκλογικές αναμετρήσεις, πράγμα που σημαίνει ότι ο αδύναμος εταίρος του συνασπισμού θα εκπροσωπηθεί στην επόμενη εθνοσυνέλευση ανεξαρτήτως αν θα περάσει το εν λόγω κατώφλι. Επιπλέον, στην περίπτωση που τα μικρότερα κόμματα της αντιπολίτευσης αποτύχουν να περάσουν το κατώφλι, όπως το «Καλό Κόμμα» της Άκσενερ ή το φιλοκουρδικό HDP, θα ευνοηθεί περισσότερο ο συνασπισμός AKP (το κυβερνών κόμμα) και του εθνικιστικού MHP. Εκτιμάται ότι η συμμαχία αυτή θα προκαλέσει αντιδράσεις στη βάση των κομμάτων κυρίως στην Ανατολική και Νοτιοανατολική Μικρά Ασία, όπου υπάρχει σημαντική πόλωση μεταξύ Κούρδων και Τούρκων ψηφοφόρων. 

Η κατάσταση της τουρκικής οικονομίας

Η τουρκική οικονομία σημείωσε σημαντική βελτίωση του ΑΕΠ κατά το 2017, ξεπερνώντας σημαντικά τις προσδοκίες διεθνών οικονομολόγων. Η ανάκαμψη της τουρκικής οικονομίας κατά το 2017 υπερέβη τις αντίστοιχες των περισσότερων μελών της ΕΕ, και πλέον κατατάσσεται στην 2η θέση μαζί με την Ινδία (επίσης 6,7%) και ελαφρώς πίσω από την Κίνα (6,8%), μεταξύ των χωρών της G-20.

Η σημαντική ανάπτυξη της Τουρκίας πέρυσι σε 6,7%, από 3,2% το 2016, υποστηρίχθηκε από δημοσιονομικά κίνητρα με στόχο την επιτάχυνση της ανάκαμψης από τις οικονομικές επιπτώσεις της αποτυχημένης απόπειρας πραξικοπήματος το 2016. Η ανάπτυξη των εξαγωγών βασίστηκε επίσης στην ενίσχυση της ζήτησης από την ΕΕ και τα κέρδη ανταγωνιστικότητας από την υποτίμηση του νομίσματος. Επίσης, η στήριξη της δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής στην Τουρκία συνέβαλαν σε μία πολύ ισχυρότερη από την αναμενόμενη ανάκαμψη της ανάπτυξης που ενισχύει την εγχώρια ζήτηση. Η ανάπτυξη στην Τουρκία αναμένεται να μετριασθεί σε περίπου 3,5% το 2018, καθώς ο αντίκτυπος των δημοσιονομικών μέτρων του 2017 εξασθενεί. Ο προβλεπόμενος ρυθμός ανάπτυξης προβλέπεται να ανέλθει σε 4% το 2019 και 2020. «Η διατήρηση, ωστόσο, της πολιτικής και διεθνούς αστάθειας, σε συνδυασμό με διάφορα αντικρουόμενα οικονομικά στοιχεία, αναμένεται να συνεχίσουν να καθιστούν την οικονομική ανάκαμψη της Τουρκίας και οποιαδήποτε βελτίωση μεσο μακροπρόθεσμα ως υψηλού ρίσκου» σημειώνεται στην έκθεση.

«Η χρόνια πολιτική αναταραχή, οι τρομοκρατικές επιθέσεις, και οι φόβοι για αμερικανικά πρόστιμα εναντίον τουρκικών τραπεζών που είναι ύποπτες για παραβίαση κυρώσεων κατά του Ιράν, έχουν επιφέρει σημαντικές επιπτώσεις στο νόμισμα της χώρας. Η τουρκική λίρα έχει απωλέσει το ένα δέκατο της αξίας της έναντι του δολαρίου από τις αρχές του 2017 και σχεδόν το 40% από τις αρχές του 2015».

Όπως σημειώνεται στην έκθεση, η Τουρκία γενικά αποτελεί μια από τις πιο εύθραυστες οικονομίες παγκοσμίως, κυρίως επειδή εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από βραχυπρόθεσμες ροές χρήματος, όπως επιβεβαιώθηκε τον Νοέμβριο/Δεκέμβριο (και από τις ΗΠΑ, που ίσως τις χρησιμοποιεί και για λόγους άσκησης πίεσης εξωτερικής πολιτικής). Αξίζει να σημειωθεί ότι η Κεντρική Τράπεζα της Τουρκίας διαθέτει καθαρά συναλλαγματικά αποθέματα μόλις 32,9 δις δολαρίων.

Οι αμυντικές δαπάνες

Για το 2018 προβλέπεται σημαντική αύξηση του αμυντικού προϋπολογισμού. Ο λόγος της αμυντικής δαπάνης της χώρας προς το ΑΕΠ ανήλθε σε 1,46% το 2017, έναντι 1,47% το 2016. Το ποσοστό των βασικών συστημάτων εξοπλισμού της Τουρκίας ως προς τις αμυντικές δαπάνες ήταν 30,4% το 2017. Λαμβάνοντας υπόψη το σχέδιο του προϋπολογισμού για το 2018, το ύψος αυτής της δαπάνης θα αυξηθεί στο 1,65%, ενώ στόχο αποτελεί η σταδιακή αύξηση των εξόδων άμυνας στο 2% μέχρι το 2024.

«Κλάδος Ελαίας» και σχέσεις με τις ΗΠΑ

Ως προς την επιχείρηση «Κλάδος Ελαίας» κατά των Κούρδων στο Αφρίν της βόρειας Συρίας, στην έκθεση σημειώνεται πως σύμφωνα με επίσημες τουρκικές πηγές, στα τέλη Φεβρουαρίου, οι απώλειες του τουρκικού στρατού ανέρχονταν σε περίπου 40 στρατιώτες και 200 τραυματίες,42 ενώ οι μαχητές του Ελεύθερου Συριακού Στρατού (Σύριοι αντικαθεστωτικοί) είχαν πάνω από 100 νεκρούς και πολλές δεκάδες τραυματίες.43 Οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις είχαν επίσης σημαντικές υλικές απώλειες, όπως άρματα μάχης γερμανικής κατασκευής (Leopard II),44 επιθετικά ελικόπτερα τουρκικής κατασκευής (T129 ΑΤΑΚ) κ.ο.κ.

Πέρα από τις αντιδράσεις των μεγάλων δυνάμεων, που δεν πτόησαν την άγκυρα, η επιχείρηση, όπως σημειώνεται στην έκθεση, αποτελεί έναν παρεμποδιστικό πόλεμο που έχει κηρύξει η Άγκυρα εναντίον ενός μη κυρίαρχου δρώντα της Μέσης Ανατολής, ο οποίος θα μπορούσε να εξελιχθεί σε κυρίαρχο. Ο φόβος της αλλαγής του status quo στην μεταπολεμική Συρία σε βάρος της είναι εκείνος που οδηγεί την Άγκυρα να προσφύγει στη χρήση ένοπλης βίας με το πρόσχημα της «νόμιμης άμυνας». Έτσι, όσο πιστεύει ότι διαθέτει ακόμη κάποιο πλεονέκτημα, επιχειρεί να αλλάξει πρώτη το status quo στην περιοχή, διακινδυνεύοντας την εμπλοκή της σε μία ένοπλη αναμέτρηση, η οποία μπορεί να εξελιχθεί σε παρατεταμένη σύγκρουση.

Η επίσκεψη του πρώην ΥΠΕΞ, Ρεξ Τίλερσον, συνέβαλε στην αποκλιμάκωση της έντασης μεταξύ Άγκυρας και Ουάσιγκτον. «Η κρίση, όμως, επιβεβαίωσε τη σοβαρή διάσταση απόψεων μεταξύ της υπερδύναμης και μίας μικρής δύναμης, η οποία επιδιώκει να εξελιχθεί σε περιφερειακή δύναμη. Από τη μία, η Ουάσιγκτον θεωρεί τις κουρδικές δυνάμεις πολύτιμες στον αγώνα εναντίον του «Ισλαμικού Κράτους» στη Συρία και το Ιράκ και τις ενισχύει με κάθε τρόπο. Από την άλλη, η Τουρκία τις θεωρεί απειλή στην επιβίωσή της και της επιτίθεται, ενώ απαιτεί από την Αμερικανική ηγεσία να αποσύρει τη στήριξη που της παρέχει. Αυτή η σύγκρουση συμφερόντων στο πεδίο, δημιουργεί τις προϋποθέσεις για σοβαρό ρήγμα στις σχέσεις μεταξύ των δύο συμμάχων« σημειώνεται σχετικά.

Τουρκία και Ρωσία

Όπως σημειώνεται στην έκθεση, η στάση της Ρωσίας στην έναρξη της επιχείρησης «Κλάδος Ελαίας» ήταν καθοριστική, καθώς δεν υπάρχει αμφιβολία ότι μια τέτοια επιχείρηση δεν θα μπορούσε να διεξαχθεί χωρίς την σύμφωνη γνώμη της Μόσχας.

«Υποστηρίζοντας την τουρκική επιχείρηση, η Μόσχα πετυχαίνει να διαδραματίσει έναν κρίσιμο ρόλο στην περιοχή, στρέφοντας τους συμμάχους του κυριότερου αντιπάλου της εναντίον του. Η κατατριβή που επιχειρεί να δημιουργήσει η Μόσχα σε βάρος των Η.Π.Α., ενισχύει σε κάποιο βαθμό την κρίση μεταξύ Άγκυρας και Ουάσιγκτον, καθώς και την απογοήτευση των Κούρδων απέναντι στην αδυναμία της τελευταίας να τους προστατέψει αποτελεσματικά. Αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης είναι ότι η Άγκυρα καθίσταται ολοένα και πιο εξαρτημένη από τη Μόσχα και κατ’ επέκταση επιρρεπής στις πιέσεις της» αναφέρεται σχετικά.

Ως προς τους S-400, υπογραμμίζεται εκ νέου πως η Μόσχα θέτει σε εφαρμογή την τακτική της μεγαλύτερης εξάρτησης της Άγκυρας από αυτήν, ενώ η ίδια κινείται κατά το δοκούν στην ευρύτερη Μέση Ανατολή. Επιπρόσθετα, μία τέτοια ανακοίνωση δημιουργεί εντυπώσεις περί της απομάκρυνσης της Άγκυρας από τη Δύση και το ΝΑΤΟ, πιθανότητα που ευνοείται μετά και την συνάντηση Ερντογάν- Τίλερσον, η οποία διεξήχθη υπό δύσκολες συνθήκες».

Προσέγγιση με ΠΓΔΜ

Σύμφωνα με την έκθεση, η Άγκυρα γνωρίζει ότι η τυχόν επίλυση των προβλημάτων μεταξύ Αθηνών και Σκοπίων θα ανοίξει μία νέα περίοδο στις διμερείς σχέσεις αυτών των χωρών, εξέλιξη που θα σημάνει πιθανότατα την απομάκρυνση των Σκοπίων από την Άγκυρα.

«Στη λογική της σύσφιξης των σχέσεων με τον περιφερειακό αδύναμο σύμμαχο, η Άγκυρα προσέφερε όχι μόνο την πολιτική στήριξή της στο θέμα της ένταξης της χώρας στο ΝΑΤΟ, αλλά και υπόσχεση για προώθηση της οικονομικής συνεργασίας. Έτσι, μολονότι δεν μπορεί να παίξει έναν πρωταγωνιστικό ρόλο στην επίλυση του ζητήματος της ονομασίας της χώρας, ευελπιστεί ότι προσφέροντας οικονομική και πολιτική στήριξη με διάσταση ασφάλειας (ΝΑΤΟ), θα μπορέσει να διατηρήσει την επιρροή της στα Σκόπια, τα οποία θεωρεί πως εντάσσονται στο ζωτικό της χώρο» αναφέρεται στην έκθεση. 

(πηγή: Κώστας Μαυραγάνης HuffPost Greece)

ViaDiplomacy Newsroom