Η Δύση επαναλαμβάνει και τώρα τα λάθη που έκανε τη δεκαετία του 1930
Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος ξέσπασε όταν η ναζιστική Γερμανία εισέβαλε στην Πολωνία την 1η Σεπτεμβρίου του 1939. Ένας πόλεμος που θα μπορούσε να αποτραπεί έγινε αναπόφευκτος – και σύντομα θα γινόταν παγκόσμιος – εξαιτίας τριών μοιραίων αποφάσεων.
Η σημαντικότερη από τις τρεις ήταν ο κατευνασμός του Χίτλερ από τις δημοκρατίες της δυτικής Ευρώπης, στα τέλη της δεκαετίας του 1930. Η ελπίδα τους ήταν να σταματήσει ο Χίτλερ να παρενοχλεί τους γείτονές του. Αλλά εκείνος εξέλαβε την πολιτική τους ως ένδειξη αδυναμίας. Μετά την αναίμακτη προσάρτηση της Αυστρίας και τον διαμελισμό της Τσεχοσλοβακίας, ο Χίτλερ θεώρησε ότι η Βρετανία και η Γαλλία δεν θα του κήρυτταν τον πόλεμο αν εισέβαλε στην Πολωνία. Ή τουλάχιστον ότι δεν θα πολεμούσαν σοβαρά.
Ο δεύτερος παράγων ήταν η εγγύηση του Στάλιν προς τους Γερμανούς ότι μετά την εισβολή τους στην Πολωνία από τα δυτικά, εκείνος θα εισέβαλε από τα ανατολικά και οι δύο δικτατορίες θα μοιράζονταν τη χώρα. Ο Στάλιν υπολόγιζε ότι μετά τη συμφωνία αυτή, ο Χίτλερ θα άφηνε τους Σοβιετικούς ήσυχους. Όμως, στις 22 Ιουνίου 1941, η Γερμανία επιτέθηκε στη Σοβιετική Ένωση. Τα επόμενα τέσσερα χρόνια σκοτώθηκαν στο Ανατολικό Μέτωπο κάπου 30 εκατομμύρια Ρώσοι.
Ο πόλεμος δεν κατέστη αναπόφευκτος όμως μόνο από τον δυτικό κατευνασμό και τη σοβιετική συνεργασία. Χρειαζόταν και μια τρίτη, μοιραία, απόφαση. Οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν μπει καθυστερημένα στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τον Απρίλιο του 1917, και είχαν συμβάλει στη συντριβή του γερμανικού στρατού μέχρι τον Νοέμβριο του 1918. Ένα χρόνο μετά, όμως, είχαν αφοπλιστεί και είχαν ξεχάσει τον ρόλο που είχαν παίξει. Οι Αμερικανοί είχαν κουραστεί με τους Ευρωπαίους. Κι όταν ξεκίνησε η Ύφεση του 1929, ήταν αποφασισμένοι να μην εμπλακούν ξανά στις ευρωπαϊκές αντιπαραθέσεις. Ο απομονωτισμός και ο αφοπλισμός της Αμερικής συνέβαλαν αποφασιστικά στο ξέσπασμα ενός νέου παγκοσμίου πολέμου. Αν ο αμερικανικός στρατός είχε παραμείνει ισχυρός μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, και είχε συνάψει συμμαχία με τις χώρες της δυτικής Ευρώπης, η Γερμανία δεν θα τολμούσε ποτέ να τα βάλει με τη Βρετανία, τη Γαλλία και τις Ηνωμένες Πολιτείες μαζί.
Γιατί λοιπόν η σχετικά αδύναμη ναζιστική Γερμανία πίστεψε το 1939 ότι μπορεί να νικήσει όλο τον κόσμο; Επειδή ο συνδυασμός του αγγλο- γαλλικού κατευνασμού, της σοβιετικής συνεργασίας και της αμερικανικής απομόνωσης έπεισε τον Χίλτερ και τους συμμάχους του ότι οι νικητές του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου ήταν διατεθειμένοι να κάνουν παραχωρήσεις.
Ο κόσμος του 2016 αρχίζει να μοιάζει με την ευρωπαϊκή πυριτιδαποθήκη του 1939. Το Ιράν, η Κίνα και η Βόρεια Κορέα, μαζί με τις εξτρεμιστικές ισλαμιστικές τρομοκρατικές οργανώσεις, περιφρονούν τις δυτικές δημοκρατίες. Σχεδόν καθημερινά, διάφορες επιθετικές χώρες ή οργανώσεις εκτοξεύουν διηπειρωτικούς πυραύλους, ανεβαίνουν σε αμερικανικά πλοία, στέλνουν στην Ευρώπη εξτρεμιστές από τη Μέση Ανατολή, διατυπώνουν απειλές. Η Κίνα δημιουργεί νέα τεχνητά νησιά για να ελέγχει τις εμπορικές οδούς προς και από την Ασία.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι σε μεγάλο βαθμό άοπλη. Πιστεύει όμως ότι με τη βοήθεια της «έξυπνης διπλωματίας» της μπορεί να έρθει σε συνεννόηση με τους εχθρούς της.
Στο μεταξύ, η Ρωσία του Πούτιν συνάπτει συμφωνίες με το Ιράν, τη Συρία και τους περισσότερους εχθρούς της Δύσης. Όπως και ο Στάλιν, ο Πούτιν πιστεύει ότι με τον τρόπο αυτό θα στρέψει τις επιθετικές αυτές δυνάμεις αποκλειστικά εναντίον της Δύσης. Πρόσφατα, προειδοποίησε τη Δύση για το ενδεχόμενο ενός «νέου παγκοσμίου πολέμου» που θα ξεκινήσει στη Μέση Ανατολή.
Η Αμερική αποσύρεται σταδιακά από τα μέτωπα στο εξωτερικό, χρησιμοποιώντας τα ίδια επιχειρήματα που ακούγονταν τη δεκαετία του 1920. Σε δύσκολους οικονομικούς καιρούς, πολλοί λένε ότι οι δαπάνες για την άμυνα μπορούν να χρηματοδοτήσουν κοινωνικά προγράμματα.
Ο κατευνασμός, η συνεργασία και ο απομονωτισμός ήταν πάντα ένα θανάσιμο μείγμα. Ο κίνδυνος είναι να συμβεί το ίδιο και σήμερα.
Πηγή: National Review, ΑΠΕ-ΜΠΕ
- Ο Βίκτορ Ντέιβις Χάνσον σπούδασε κλασικές σπουδές στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας στη Σάντα Κρουζ, στην Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών στην Αθήνα και στο Πανεπιστήμιο Στάνφορντ. Η διδακτορική του διατριβή είχε τον τίτλο «Πόλεμος και γεωργία στην κλασική Ελλάδα». Δίδαξε κλασικές σπουδές στο California State University στο Φρέσνο και είναι ιστορικός στο Ινστιτούτο Χούβερ του Πανεπιστημίου Στάνφορντ. Θεωρείται ειδικός σε θέματα πολέμου στην αρχαιότητα και είναι σχολιαστής επί θεμάτων σύγχρονου πολέμου και πολιτικής στο National Review και άλλα μέσα (http://victorhanson.com/wordpress/). Στην Ελλάδα έγινε γνωστός από τα βιβλία του «Σφαγή και πολιτισμός: Μάχες ορόσημα στην άνοδο Δυτικής ισχύος» (Κάκτος, 2002), «Ποιος σκότωσε τον Όμηρο: Ο θάνατος της κλασικής παιδείας και η αποκατάσταση της ελληνικής σοφίας» (Κάκτος, 1999), «Οι πόλεμοι των αρχαίων Ελλήνων» (Ενάλιος, 2005), «Πελοποννησιακός πόλεμος» (Λιβάνης, 2008) και «Ο Δυτικός τρόπος πολέμου: η Αποφασιστική μάχη στην κλασική Ελλάδα» (εκδόσεις Κωνσταντίνου Τουρίκη, 2003).